Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;

ΟΜΑΔΑ ANGELUS NOVUS - ΘΕΑΤΡΟ ΦΟΥΡΝΟΣ, ΑΘΗΝΑ ΜΑΪΟΣ 2025
Συντελεστές

Συντελεστές:

Κείμενο: Σωτήρης Δημητρίου
Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Ερμηνεία: Δέσποινα Σαραφείδου
Σκηνικά – Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου
Επιμέλεια κίνησης: Ίρις Νικολάου
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση
Μουσική διδασκαλία – Τραγούδι: Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη
Βοηθός σκηνοθέτη: Κική Καραΐσκου
Φωτογραφίες: Δημήτρης Γερακίτης
Trailer: Γιώργος Γεωργακόπουλος
Γραφιστική επιμέλεια: ONArt – Dennis Spearman
Γραφείο τύπου – Επικοινωνία: Ράνια Παπαδοπούλου – Blue Rosebud Productions

Παραγωγή: 1+1=1 & Angelus Novus

Διάρκεια: 60 λεπτά

Πρεμιέρα:
Πέμπτη 8/05/2025
Θέατρο Φούρνος -Αθήνα

ΤΟ ΕΡΓΟ

Το έργο σε μορφή μονολόγου αποτελείται από πέντε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου, ενός από τους σημαντικότερους νεοέλληνες συγγραφείς. Το έργο του, βαθιά ανθρώπινο, περιγράφει με ποίηση και ρεαλισμό μια κοινωνία ρημαγμένη, με πρόσωπα μοναχικά, έκκεντρα και αποσυνάγωγα, τραυματισμένα από τη ζωή.

Η καθημερινή διαπάλη των σχέσεων και η ενδοοικογενειακή βία, η πικρία και η ματαίωση αλλά ταυτόχρονα και η τρυφερότητα, η ζωογόνα ελπίδα, η λοξή σεξουαλικότητα, η αγάπη, το χιούμορ, η παρηγοριά. Περιπλανήσεις στην Αθήνα και την επαρχιακή μεθόριο, τυχαία βλέμματα και κουβέντες που λάμπουν απρόσμενα θερμαίνοντας την καρδιά, ο καθημερινός πόνος των ανθρώπων αλλά ενίοτε και ο πόνος των ζώων.

Στις πέντε ιστορίες του Σωτήρη Δημητρίου (Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη, Βαλέρια, Η φλέβα του λαιμού, Γλύκα στο στόμα, Κάι, κάι, θεούλη μου), τα πλάσματα που πρωταγωνιστούν κουβαλούν μιαν αντίδικη μοίρα και πορεύονται ακυβέρνητα αναζητώντας κάπου ν’ ακουμπήσουν.

Μια γυναίκα εγκλωβισμένη σ’ ένα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον ξαναβρίσκει τη γλώσσα της καθώς θρηνεί το χαμένο παιδί της. Μια φτωχοπουτάνα που πουλάει το γιο της για δυο χιλιάρικα στη Συγγρού συνδέεται ξανά με τις ρίζες της την ώρα της ύστατης απώλειας. Μια φλέβα που χορεύει άτσαλα αποκαλύπτει τη δύναμη και το χαμόγελο μιας μάνας αφοσιωμένης στην άρρωστη κόρη της. Ένα νεκροταφείο γίνεται το σκηνικό για την ερωτική συνεύρεση δυο μοναξιασμένων που καταφάσκει τη ζωή. Τέλος, τα ζώα που υποφέρουν τα πάνδεινα σ’ έναν μακρινό ναύσταθμο καταλήγουν να είναι μια αλληγορία για τις αδέσποτες τύχες όλων μας.

ΑΝΤΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ

Πλάσματα, άνθρωποι, ζώα, αδιακρίτως φύλου, βασανισμένα, βασανίζοντα, πιασμένα όλα στο δόκανο ενός ανελέητου θεού, παλεύοντας απελπισμένα να ξεφύγουν, εξεγερμένα ή ικετεύοντας μάταια οίκτο, ή, σπανιότερα, κερδίζοντας με κόπο μια στιγμή γαλήνης ή, ακόμη-ακόμη, μιαν ελευθερία μέσα από τη συντριβή. Αυτό είναι, με μια φράση, το συνδετικό, οντολογικό, νήμα των 5 σύντομων ιστοριών που απαρτίζουν το Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;, και που είναι αλιευμένες από τρεις διαφορετικές συλλογές διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου.

 

Πώς αυτό το λογοτεχνικό υλικό μπορεί, χωρίς να αλλοιωθεί, να γίνει θέατρο; Πώς μπορεί να ξεφύγει η παράστασή του από έναν χαρακτήρα αναλογίου; Όπως μου συνέβη παλιότερα ανεβάζοντας Παπαδιαμάντη, τον οποίον περιέργως ο Δημητρίου μού τον θυμίζει αν και εκ πρώτης όψεως δεν του μοιάζει καθόλου, ανακαλύπτω μια δραματική, δηλαδή καθαρά θεατρική, ένταση στην ίδια τη γλώσσα και όχι μόνο στο ιστορημένο γεγονός. Είναι μια γλώσσα με γερές ρίζες στη γη και στην καρδιά, που ανακαλεί βιώματα και προσκαλεί σε μια βιωματική απόδοσή της.

 

Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται ένας ερμηνευτής, μια ερμηνεύτρια ιδιαίτερης ευαισθησίας και μεγάλης ακρίβειας, που βρήκα στο πρόσωπο της Δέσποινας Σαραφείδου. Επωμίζεται μόνη της το φορτίο των συνταρακτικών αυτών ιστοριών και των όχι λιγότερο συνταρακτικών ηρώων τους, επιδιδόμενη σε μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην αφήγηση και την υπόδυση, στον έλεγχο και το χάσιμο.

 

Είναι ίσως αναγκαίο να θυμίσω πως αυτή η δουλειά, φτιαγμένη με ελάχιστα μέσα, χειροποίητα, φερμένη μπροστά στο κοινό από μία μόνο ηθοποιό, είναι μια δουλειά συνόλου, μια δουλειά συνάντησης παλιών και νέων συνεργατών, φίλων, αποτέλεσμα κοινής κατάθεσης, αγάπης: Σωτήρη, Δέσποινα, Ίριδα, Μαρία, Στέβη, Κυριακή, Ελιόνα, Γιώργο, Δημήτρη, Dennis, Ράνια, σας ευχαριστώ.

 

Δ.Κ.

Δελτίο τύπου

Αθήνα, Απρίλιος 2025


1+1=1 εταιρεία θεάτρου & Angelus Novus


Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;
Σωτήρης Δημητρίου

Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Ερμηνεία: Δέσποινα Σαραφείδου

Θέατρο Φούρνος
Πρεμιέρα 8 Μαΐου 2025
Για 8 μόνο παραστάσεις

Video trailer:
https://youtu.be/pQfrLCvurBY


Η καθημερινή διαπάλη των σχέσεων και η ενδοοικογενειακή βία, η πικρία και η ματαίωση αλλά ταυτόχρονα και η τρυφερότητα, η ζωογόνα ελπίδα, η λοξή σεξουαλικότητα, η αγάπη, το χιούμορ, η παρηγοριά. Περιπλανήσεις στην Αθήνα και την επαρχιακή μεθόριο, τυχαία βλέμματα και κουβέντες που λάμπουν απρόσμενα θερμαίνοντας την καρδιά, ο καθημερινός πόνος των ανθρώπων αλλά ενίοτε και ο πόνος των ζώων.

Η 1+1=1 και η Angelus Novus ανεβάζουν την παράσταση «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;», σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη και ερμηνεία Δέσποινας Σαραφείδου, από 8 Μαΐου 2025 και για 8 μόνο παραστάσεις κάθε Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:00 στο Θέατρο Φούρνος. Το έργο σε μορφή μονολόγου αποτελείται από πέντε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου, ενός από τους σημαντικότερους νεοέλληνες συγγραφείς. Το έργο του, βαθιά ανθρώπινο, περιγράφει με ποίηση και ρεαλισμό μια κοινωνία ρημαγμένη, με πρόσωπα μοναχικά, έκκεντρα και αποσυνάγωγα, τραυματισμένα από τη ζωή.

Στις πέντε ιστορίες του Σωτήρη Δημητρίου (Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη, Βαλέρια, Η φλέβα του λαιμού, Γλύκα στο στόμα, Κάι, κάι, θεούλη μου), τα πλάσματα που πρωταγωνιστούν κουβαλούν μιαν αντίδικη μοίρα και πορεύονται ακυβέρνητα αναζητώντας κάπου ν’ ακουμπήσουν.

Μια γυναίκα εγκλωβισμένη σ’ ένα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον ξαναβρίσκει τη γλώσσα της καθώς θρηνεί το χαμένο παιδί της. Μια φτωχοπουτάνα που πουλάει το γιο της για δυο χιλιάρικα στη Συγγρού συνδέεται ξανά με τις ρίζες της την ώρα της ύστατης απώλειας. Μια φλέβα που χορεύει άτσαλα αποκαλύπτει τη δύναμη και το χαμόγελο μιας μάνας αφοσιωμένης στην άρρωστη κόρη της. Ένα νεκροταφείο γίνεται το σκηνικό για την ερωτική συνεύρεση δυο μοναξιασμένων που καταφάσκει τη ζωή. Τέλος, τα ζώα που υποφέρουν τα πάνδεινα σ’ έναν μακρινό ναύσταθμο καταλήγουν να είναι μια αλληγορία για τις αδέσποτες τύχες όλων μας.


Αντί σκηνοθετικού σημειώματος
Πλάσματα, άνθρωποι, ζώα, αδιακρίτως φύλου, βασανισμένα, βασανίζοντα, πιασμένα όλα στο δόκανο ενός ανελέητου θεού, παλεύοντας απελπισμένα να ξεφύγουν, εξεγερμένα ή ικετεύοντας μάταια οίκτο, ή, σπανιότερα, κερδίζοντας με κόπο μια στιγμή γαλήνης ή, ακόμη-ακόμη, μιαν ελευθερία μέσα από τη συντριβή. Αυτό είναι, με μια φράση, το συνδετικό, οντολογικό, νήμα των 5 σύντομων ιστοριών που απαρτίζουν το Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;, και που είναι αλιευμένες από τρεις διαφορετικές συλλογές διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου.

Πώς αυτό το λογοτεχνικό υλικό μπορεί, χωρίς να αλλοιωθεί, να γίνει θέατρο; Πώς μπορεί να ξεφύγει η παράστασή του από έναν χαρακτήρα αναλογίου; Όπως μου συνέβη παλιότερα ανεβάζοντας Παπαδιαμάντη, τον οποίον περιέργως ο Δημητρίου μού τον θυμίζει αν και εκ πρώτης όψεως δεν του μοιάζει καθόλου, ανακαλύπτω μια δραματική, δηλαδή καθαρά θεατρική, ένταση στην ίδια τη γλώσσα και όχι μόνο στο ιστορημένο γεγονός. Είναι μια γλώσσα με γερές ρίζες στη γη και στην καρδιά, που ανακαλεί βιώματα και προσκαλεί σε μια βιωματική απόδοσή της.

Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται ένας ερμηνευτής, μια ερμηνεύτρια ιδιαίτερης ευαισθησίας και μεγάλης ακρίβειας, που βρήκα στο πρόσωπο της Δέσποινας Σαραφείδου. Επωμίζεται μόνη της το φορτίο των συνταρακτικών αυτών ιστοριών και των όχι λιγότερο συνταρακτικών ηρώων τους, επιδιδόμενη σε μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην αφήγηση και την υπόδυση, στον έλεγχο και το χάσιμο.

Είναι ίσως αναγκαίο να θυμίσω πως αυτή η δουλειά, φτιαγμένη με ελάχιστα μέσα, χειροποίητα, φερμένη μπροστά στο κοινό από μία μόνο ηθοποιό, είναι μια δουλειά συνόλου, μια δουλειά συνάντησης παλιών και νέων συνεργατών, φίλων, αποτέλεσμα κοινής κατάθεσης, αγάπης: Σωτήρη, Δέσποινα, Ίριδα, Μαρία, Στέβη, Κυριακή, Ελιόνα, Γιώργο, Δημήτρη, Dennis, Ράνια, σας ευχαριστώ.

Δ.Κ.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;»
Κοινωνικό
Διάρκεια: 60 λεπτά

Συντελεστές
Κείμενο: Σωτήρης Δημητρίου
Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Ερμηνεία: Δέσποινα Σαραφείδου
Σκηνικά – Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου
Επιμέλεια κίνησης: Ίρις Νικολάου
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση
Μουσική διδασκαλία – Τραγούδι: Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη
Βοηθός σκηνοθέτη: Κική Καραΐσκου
Φωτογραφίες: Δημήτρης Γερακίτης
Trailer: Γιώργος Γεωργακόπουλος
Γραφιστική επιμέλεια: ONArt – Dennis Spearman
Γραφείο τύπου – Επικοινωνία: Ράνια Παπαδοπούλου – Blue Rosebud Productions
Παραγωγή: 1+1=1 & Angelus Novus

Η ιδέα του σκηνικού χώρου αντλείται από τους πίνακες του Γιώργου Ρόρρη τον οποίο και ευχαριστούμε από καρδιάς.

Το trailer και η πρώτη φωτογράφιση της παράστασης πραγματοποιήθηκαν στο εργαστήριο των ζωγράφων Νίκου Σκαλίζου και Δημήτρη Σταγκόπουλου – τους ευχαριστούμε θερμά.


Πληροφορίες
Ημέρες και ώρες παραστάσεων
8 – 30 Μαΐου 2025
Για 8 μόνο παραστάσεις
Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:00


Εισιτήρια:
12 ευρώ (κανονικό), 10 ευρώ (φοιτητικό, άνω των 65, ανέργων, ΑΜΕΑ, ομαδικά άνω των 6 ατόμων), 5 ευρώ (ατέλειες)
Προσφορά προπώλησης για αγορές έως 2/5: 10 ευρώ
Link αγοράς εισιτηρίων: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/tyfli-tyfli-forada-pou-pas
Κρατήσεις: Τηλ. 210 6460748 και στη more.com

 

Η εταιρεία θεάτρου ΕΝΑ ΣΥΝ ΕΝΑ ΙΣΟΝ ΕΝΑ (1+1=1) ιδρύθηκε το 2011, σε διεύθυνση της Δέσποινας Σαραφείδου. Παραγωγές της έχουν παρουσιαστεί στην Αθήνα και σε περισσότερα από 40 φεστιβάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Ευρώπη, Αμερική, Ασία) και έχουν τιμηθεί με βραβεία κειμένου, παράστασης και ερμηνείας.
Η σελίδα της 1+1=1: https://www.facebook.com/enasinenaisonena

Η εταιρεία θεάτρου Angelus novus ιδρύθηκε το 2003 στη Θεσσαλονίκη και διευθύνεται από τον σκηνοθέτη Δαμιανό Κωνσταντινίδη. Έχει στο ενεργητικό της πάνω από 35 παραστάσεις. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά της σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού και έχει συμμετάσχει σε εγχώρια και ξένα φεστιβάλ. Έχει βραβευτεί με το βραβείο ερμηνείας Κ. Κουν (2018) και με το βραβείο επιτελεστικού έργου (2023) από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών.
Η σελίδα της Angelus novus: fb: https://www.facebook.com/AngelusNovus.theater
site: www.angelusnovus.gr

 


Θέατρο Φούρνος
Μαυρομιχάλη 168, 114 72 Αθήνα

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

https://www.clickatlife.gr/theatro/story/217303/kritiki-eidame-tin-parastasi-tufli-tufli-forada-pou-pas

ΤΕΤΑΡΤΗ, 04 ΙΟΥΝΙΟΥ 2025

Από την Σμαρώ Κώτσια, Θεατρολόγο – Κριτικό Θεάτρου.

Στο Θέατρο Φούρνος. 

Ο Σωτήρης Δημητρίου (1955) είναι ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες συγγραφείς. Στο έργο του συνυπάρχει ο πυκνός, λιτός, σκληρός, σκοτεινός, κυνικός λόγος με τον ποιητικό και τις ντοπιολαλιές. Αρδεύει τα διηγήματά του με ήρωες από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Θεσπρωτία, καθώς και από τη ζούγκλα της Αθήνας με λούμπεν χαρακτήρες, εξουθενωμένους από τα χαστούκια της ζωής, παρίες και αποσυνάγωγους.

Οι εταιρείες παραγωγής 1+1=1 και Angelus Novus ένωσαν τις δυνάμεις τους και ανέβασαν την παράσταση “Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;” στο θέατρο “Φούρνος “. Πέντε διηγήματα: “Ντιάλιθ’ιμ, Χριστάκη”, “Βαλέρια”, “Η φλέβα του λαιμού”, “Γλύκα στο στόμα” και “Κάι, κάι, Θεούλη μου” από τρεις συλλογές διηγημάτων, αποτελούν τον κορμό ενός σκοτεινού, δυνατού και ιδιαίτερα σκληρού μονολόγου. Μια παράσταση που συνενώνει δύο κόσμους: τη λογοτεχνία με το θέατρο, δημιουργώντας ένα συναρπαστικό σύμπαν. Πέντε διηγήματα με μια αχνή μεταξύ τους δραματουργική σύνδεση. Πρόσωπα κατατρεγμένα από τη ζωή και τη μοίρα αλλά  και ζώα που βασανίζονται από διεστραμμένους ανθρώπους, τέρατα  αναδύονται μέσα από τον λόγο του Δημητρίου και παίρνουν σπαρακτική οντότητα μέσα από τη συγκλονιστική ερμηνεία της Δέσποινας Σαραφίδου.

Μια πολυπρισματική γυναικεία φιγούρα μεταπλάθεται σε μια Αρβανίτισσα, η οποία, εξαιτίας ενός κακοποιητικού γάμου, αναγκάζεται να στερηθεί την πιο βαθιά  πατρίδα, τη μητρική της γλώσσα, αυτή όμως ξεχύνεται σαν χείμαρρος από μέσα της μοιρολογώντας τον γιο της πάνω από τον τάφο του. Ακόμα, με μια κόκκινη περούκα γίνεται φτηνή πόρνη που, όταν δεν περνά πια η μπογιά της, ξεπουλά για δύο χιλιάρικα τον προβληματικό ανήλικο γιο της, στη Συγγρού, με το όνομα  Βαλέρια. Με μια μακριά ρόμπα είναι η γυναίκα αστή  – μάνα που χαρίζει τον εραστή της στη διανοητικά καθυστερημένη κόρη της, για λίγα λεπτά ηδονής. Εξαιτίας της απώλειας, του πένθους, της μοναξιάς και της σεξουαλικής στέρησης η ερωτική συνεύρεση μιας βαρυπενθούσας χήρας με έναν νεκροθάφτη μετατρέπει το νεκροταφείο σε κήπο ηδονικής ευδαιμονίας. Τέλος η γυναίκα με ένα μακρύ μαύρο πανωφόρι και μαύρες μπότες μεταμορφώνεται στον αφηγητή που  με κοφτό και ωμό λόγο διηγείται φρικιαστικές σκηνές, σε ένα απομακρυσμένο ακρωτήρι, σε ένα φυλάκιο του Ναυτικού, όπου ο εκεί επικεφαλής, ένας σαδιστής, αντλεί βαθιά ηδονή βασανίζοντας με φρικτό τρόπο, μέχρι θανάτου, τα αδέσποτα της περιοχής, προκαλώντας την ανθρωπομορφική επίκληση των ζωντανών, που έχουν γλιτώσει: “Κάι, κάι, θεούλη μου”. Ένα επιμύθιο με αλληγορική σημασία που λειτουργεί σαν ένας λυτρωτικός σχολιασμός για τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που προηγήθηκαν αλλά και για τις ζωές και τις τύχες όλων μας, όταν γιμόμαστε έρμαια στην εξουσία ενός παράφρονα και νοσηρού ανθρώπου.

Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης δημιουργεί μια εντυπωσιακά απέριττη παράσταση, χωρίς περιττά θεατρικά φτιασίδια, στην οποία κυριαρχεί ο λόγος που μετατρέπεται σε  κίνηση, ρυθμό, θλίψη, πόνο, μοναξιά, τρυφερότητα, σκοτεινιά. Εμπιστεύεται απόλυτα τον λόγο του Σωτήρη Δημητρίου και την υποκριτική δυνατότητα της Δέσποινας Σαραφίδου δημιουργώντας, επί σκηνής, έναν ζωτικό χώρο, όπου εκτίθεται ο ευτελισμός της ανθρώπινης φύσης, ο ψυχικός ζόφος αλλά και η στοργή και η ευαισθησία.  Το  σκηνικό της Μαρίας Καραθάνου είναι  λιτό και αποτελείται από φθαρμένα έπιπλα, έναν καναπέ και δύο μεγάλες πολυθρόνες. Τα δε κοστούμια της ίδιας χαρακτηρίζουν πολύ εύλογα την εναλλαγή των προσώπων σε κάθε διήγημα και βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τον λόγο και τη σκηνοθετική προσέγγιση. Στοιχειώδης και απόλυτα  καθοριστικός για τις διαδοχικές εξιστορήσεις ο φωτιστικός σχεδιασμός της Στέβης Κουτσοθανάση. Επίσης πολύ όμορφη και  αποτελεσματική η επιμέλεια της κίνησης από την Ίριδα Νικολάου.

Η Δέσποινα Σαραφίδου με τις εξαιρετικές υποκριτικές της ποιότητες και  το ξεχωριστό ηχόχρωμα της φωνής της περνά από την μια περσόνα στην άλλη με παύσεις και σιωπές, απίστευτη ευκολία, ευαισθησία, ενσυναίσθηση, πειστικότητα  προκαλώντας συγκινησιακές δονήσεις στους θεατές .

Μια εμπνευσμένη παράσταση που πρέπει να της δοθεί η ευκαιρία να επαναληφθεί και την ερχόμενη σεζόν για να ακουστεί ο  λόγος του Σωτήρη Δημητρίου, που εικονογραφεί ένα ζοφερό και απάνθρωπο σύμπαν με μικρές εστίες τρυφερότητας και συμπόνιας, ενσαρκωμένος από την ταλαντούχα Δέσποινα Σαραφίδου.

 

 

 

https://www.efsyn.gr/tehnes/theatro/473760_i-riziki-syndesi-theatroy-kai-logotehnias

Δέσποινα Σαραφείδου | Δημήτρης Γερακίτης

«Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» – Θέατρο Φούρνος

Η ριζική σύνδεση θεάτρου και λογοτεχνίας

ΘΕΑΤΡΟ 26.05.25 18:02

Γρηγόρης Ιωαννίδης

Η νέα εργασία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη είναι ένας μονόλογος πάνω σε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου, με τη Δέσποινα Σαραφείδου να αναλαμβάνει τον πολυπρόσωπο και πολυδιάστατο ρόλο του αφηγητή και σκηνικού εκτελεστή της μεταφοράς

Για λίγες μόνο παραστάσεις παρουσιάζεται στο θέατρο της Μαυρομιχάλη η νέα εργασία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, ένας μονόλογος πάνω σε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου, με τη Δέσποινα Σαραφείδου να αναλαμβάνει τον πολυπρόσωπο και πολυδιάστατο ρόλο του αφηγητή και σκηνικού εκτελεστή της μεταφοράς. Αυτή η ξαφνική και βιαστική ριπή θεάτρου που ζούμε στο θέατρο «Φούρνος» είναι η υπενθύμιση της ριζικής σχέσης που διατηρεί το θέατρο με τη λογοτεχνία. Πρόκειται για την απόδοση μιας αφήγησης, για την εξιστόρηση του Ανθρώπου εν λόγω και εν σώματι, που κινεί το υπέδαφος της γραφής και που τώρα, σαν θέατρο πια, φέρνει το μάγμα της αληθινής μαρτυρίας στην επιφάνεια.

Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ο καταξιωμένος αφηγητής της ριζικής σύνδεσης με μια χαμένη πατρίδα, με ένα λησμονημένο ξόδι, με μια σπαταλημένη γλώσσα. Η γραφή του έχει πατρίδα, που κι αν ακούγεται πλέον μακρινή, αντηχεί ακόμη μέσα μας. Δεν είναι ακριβώς τόπος της γεωγραφίας – είναι φωνή και ήχος, που το άκουσμά τους θυμίζουν την αίσθηση μιας πρώτης αγκαλιάς. Γι’ αυτό δονεί τις βαθιές χορδές των απανταχού ξεριζωμένων, με τη μυρωδιά, την αφή και τη γεύση του χώματος. Είναι τελικά μια γλώσσα που κουβαλά πάνω της περισσότερα από λέξεις και γραμματική, από συντακτικό και κανόνες.

Η σύνθεση του Κωνσταντινίδη παρουσιάζει στη σειρά πέντε τέτοιες ιστορίες του Δημητρίου, μαζεμένες από διάφορες συλλογές διηγημάτων. Η επιλογή τους ανήκει ασφαλώς στον σκηνοθέτη και την συνδημιουργό του τελικού κειμένου, τη Δέσποινα Σαραφείδου. Πρόκειται για ιστορίες που ξεκινούν επεισοδιακά με παραλλαγές στο ίδιο θέμα, με τη σχέση μιας μητέρας με το αποκλίνον παιδί της. Συνεχίζουν με την ανατροπή, με μιας γυναίκας της οποίας η αφοσίωση υποχωρεί μπροστά στη δύναμη της λίμπιντο. Και κορυφώνονται με ένα επεισόδιο βάρβαρης κακοποίησης στα χέρια ενός ανελέητου σαδιστή.

Το «Τυφλή, τυφλή φοράδα» επομένως δεν αποτελεί ακριβώς «συρραφή» ή παράθεση διηγημάτων του ίδιου συγγραφέα. Οι ραφές της σύνθεσης εξαφανίζονται στο σώμα μιας δραματουργίας που κινείται μεν επεισοδιακά, οδηγείται ωστόσο στην κορύφωση και την τελική λύση. Ιδού πώς: Στο πρώτο σκηνικό επεισόδιο («Ντιάλιθ’ιμ, Χριστάκη») μια γυναίκα ψαλιδίζει μπροστά μας τα όνειρά της, αφηγούμενη τον γάμο μιας άλλης γυναίκας, Αρβανίτισσας εκ καταγωγής, που θα ξεριζωθεί από τη πιο βαθιά πατρίδα που υπάρχει: από τη μητρική της γλώσσα. Από τον σάπιο γάμο της θα γεννηθεί ένα παιδί που θα φέρει πάνω του το στίγμα της κακίας του κόσμου και την ξοδεμένη αγάπη της μητέρας του. Στο δεύτερο επεισόδιο («Βαλέρια»), η «ίδια» μητέρα φοράει κόκκινη περούκα και εκδίδεται σαν φτηνή πόρνη στην Αθήνα των μετοίκων της, χωρίς ίχνος αγάπης ή έστω συναίσθησης στο προβληματικό παιδί της…

Στο τρίτο («Η φλέβα του λαιμού»), η ίδια πάλι γυναίκα γίνεται «αστή» για να συνοδεύσει με τρυφερότητα τον ερώμενό της στο κρεβάτι της άρρωστης κόρης της… Τώρα, στο επόμενο, και κάπως πιο ελαφρύ επεισόδιο («Γλύκα στο στόμα»), την βλέπουμε να γίνεται χήρα, με υποσχέσεις αιώνιας αφοσίωσης στον αποθανόντα, μέχρι που ένας νεκροθάφτης θα ξεθάψει από μέσα της ένα σωρό θαμμένες κουβέντες… Και οδηγούμαστε τέλος εκεί: στο «επίμετρο» της παράστασης, η αυτή γυναίκα βγαίνει τώρα από το κάδρο και αφηγείται απλά μια ιστορία ανδρών («Κάι, κάι, θεούλη μου»). Μιλά για ένα ξεχασμένο φυλάκιο του Ναυτικού όπου καταφθάνει ένας μυστηριώδης κληρούχος, με απύθμενο μέσα του μίσος για τα ζωντανά του Θεού. Σαν διάβολος θα ξεσπάσει κάθε σαδιστικό ένστικτο στα αδέσποτα της περιοχής, τελικά πάνω σε ένα γατί και ένα σκυλάκι που έτυχε τα δύσμοιρα να πέσουν στα χέρια του. Η τελική επίκληση του ζώου προς το Θεό είναι χωρίς αμφιβολία μία από τις πιο δυνατές στιγμές της πρόσφατης λογοτεχνίας μας – προέρχεται από έναν σκύλο μα ενσωματώνει τη φωνή της γυναίκας-Ανθρώπου που πέρασε από όλα τα παραπάνω, έζησε όλες τις καταστάσεις για να καταλήξει να ενωθεί με το ζώο σε μια απέλπιδα προσευχή για την προστασία κάθε θύματος απέναντι σε κάθε θύτη.

Σώμα και κίνηση

Το έχω πει πολλές φορές κι από αυτή τη θέση. Οταν κάποτε το θέατρο κατορθώνει να συγκρατεί το κέντρο του όταν διασκευάζει λογοτεχνία, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι παρά φιλοσοφικότερον και επιτελέστερον του αρχικού. Εδώ, μαζί με το κείμενο του Δημητρίου και δίπλα στην εικόνα που δημιουργεί, έχουμε την εξ ανάγκης μεταφορά της ποίησής του σε σώμα και κίνηση, σε σκηνικά, χρόνο και τόπο θεάτρου. Εδώ έχουμε δηλαδή κοντά στο νοερό σώμα του λογοτεχνικού προσώπου, το αληθινό σώμα του ηθοποιού, την ακροβασία του μαζί με τη χοϊκότητά του.

Αυτό εξηγεί πιστεύω πολλά. Την απόφαση αρχικά να αποδοθεί η σύνθεση σε μορφή μονολόγου, σαν κατάθεση της ίδιας φωνής. Επειτα την απόφαση του σκηνοθέτη να αποδοθεί η φωνή αυτή από την ίδια ηθοποιό. Είναι η ροϊκή γραφή του Δημητρίου που οφείλει να αποδοθεί στο ίδιο σώμα. Κι είναι έπειτα η μορφή του χαμένου ήρωα και οι εκδοχές του που ακουμπούν η μια την άλλη, ενωμένες σε κοινό σώμα. Κι αν, τέλος, ο ερμηνευτής αυτός της παράστασης είναι «γυναίκα» όπως συμβαίνει εδώ, αυτό δεν πρέπει να μας προβληματίσει – κι όχι βέβαια επειδή το λέει το Μπάτλερ… Μα γιατί ο ηθοποιός οφείλει να μην έχει φύλο όταν αναλαμβάνει να εκπροσωπήσει τον πυρήνα του Ανθρώπου αντί για τους φλοιούς του.

Αυτή είναι ίσως η μόνη αυθεντική φωνή εντός μας. Τη φωνή αυτή κατέγραψε και έστησε για τη σκηνή ο Κωνσταντινίδης με λιτά μέσα και ουσιώδη αίτια. Πέτυχε να μεταφέρει τον λόγο του Δημητρίου σαν συνθήκη ζωής, φορέα ανθρωπινότητας και διαρκή φάρο προς τον λιμένα της γλώσσας. Μπροστά μας (και ώς έναν βαθμό «μέσα μας»), η Δέσποινα Σαραφείδου γίνεται η φωνή που μιλά και το σώμα που κατοικείται. Φανερώνει άλλοτε τη σκληρή και άλλοτε τη τρυφερή της φύση, γίνεται απόμακρη και κάποτε κοντινή μας γυναίκα-πόνος, γυναίκα-μόχθος, γυναίκα-θύμα και γυναίκα-Ανθρωπος. Λειτουργικά τα λιτά σκηνικά (τρεις καναπέδες σαν στοιχεία δεξίωσης) και κοστούμια της Μαρίας Καραθάνου. Ωραία η επιμέλεια της κίνησης από την Ιριδα Νικολάου. Και εντός της δραματουργίας ο σχεδιασμός των φωτισμών από τη Στέβη Κουτσοθανάση. Ακόμα και η διδασκαλία των τραγουδιών από την Ελιόνα-Ελένη Σινιάρη σημαίνει τη λησμονημένη, «παράτονη» πια μνήμη μιας χθόνιας μουσικής πατρίδας.

Στον «Φούρνο» αυτόν τον Μάιο συντελείται με τα πιο σεμνά και μεστά μέσα η ώσμωση μιας φωνής, της πεζογραφίας, με μιαν άλλη, του θεάτρου. Καταλήγουν στο ίδιο σημείο. Στην ποίηση ενός χαμένου κέντρου.

 

 

 

https://ipolizei.gr/mia-tyfli-forada-antikristi-sto-skotadi-me-tryferotita/?fbclid=IwY2xjawKjq7NleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETA3OVc4N0lySHE1aTdOV0hTAR7kJHz8wuOfTvxnlOSQwndyccwwtrWBQkraUKlvMxnnqeXaVXMyZNM-LkRSdw_aem_2VvUvuS0D1Ip8Wo7sypz8Q#google_vignette

Μια «τυφλή φοράδα», αντικριστά στο σκοτάδι (με τρυφερότητα)

Πέντε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου στη σκηνή του Θεάτρου Φούρνος

από Στεργιάνα Τζέγκα , 15/05/2025

στην κατηγορία ΘΕΑΤΡΟ, MAIN SLIDER

 

Την Παρασκευή 9/05 στο Θέατρο Φούρνος παρακολούθησα την παράσταση «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;», σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη και ερμηνεία Δέσποινας Σαραφείδου.

Μια δυνατή παράσταση που θέλεις να τη συζητήσεις για να μπορέσεις να την χωνέψεις (ό,τι πρέπει για το αγαπημένο των θεατρανθρώπων «Να, εδώ, με τα παιδιά απ’ το θέατρο, τέλειωσε κι ήρθαμε να πιούμε μια μπίρα), αλλά αφού εγώ πήγα μόνη και δεν τη συζήτησα με κανέναν, ας προσπαθήσω να βάλω σε μια κάποια σειρά τις σκέψεις μου, για να σας γίνει σαφές για ποιο λόγο την προτείνω θερμά, θερμότατα.

Εν αρχή ην ο Λόγος. Και ήταν του Δημητρίου.

Από τότε που διάβασα Τα Οπωροφόρα της Αθήνας, ήξερα ότι εμένα ο Σωτήρης Δημητρίου μου πάει. Ύστερα με βρήκε Η φλέβα του λαιμού κι αργότερα το Ένα παιδί απ’ τη Θεσσαλονίκη. Δε χορταίνω να τον διαβάζω. Μου θυμίζει ξεχασμένες λέξεις. Αγαπώ τη γλώσσα του, τη ντοπιολαλιά που κρατά ζωντανή, την αμεσότητα και την προφορικότητά του, αλλά πάνω απ’ όλα, αγαπώ αυτή την ικανότητά του να μιλά για τα πιο σκοτεινά, τα πιο μύχια, με τρυφερότητα και με (Ηπειρώτικη; Ή μήπως δεν έχει σχέση;) λιτότητα. Η ανθρώπινη σκληρότητα γυμνή και ατόφια. Η νίκη των ενστίκτων, η συντριβή η αναπόφευκτη.

Οι πέντε σύντομες ιστορίες που απαρτίζουν το «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» (Ντιάλιθ’ιμ, Χριστάκη, Βαλέρια, Η φλέβα του λαιμού, Γλύκα στο στόμα, Κάι, κάι, θεούλη μου) είναι αλιευμένες από τρεις διαφορετικές συλλογές διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου. Σε όλες παρατηρώ για άλλη μια φορά τη μαεστρία ενός από τους σπουδαιότερους διηγηματογράφους των καιρών μας, να «κλέβει» μερικά από τα πιο σκληρά κι αληθινά κομμάτια του κόσμου μας και να τα ανασυνθέτει ποιητικά και με φως μέσα από ήρωες που πάσχουν, που την έχουν πατήσει (και λίγα λέω), που ζουν ξεχασμένοι, τραυματισμένοι, που ζουν μοναχικά στην πόλη ή στην επαρχία, που βασανίζουν και βασανίζονται και πού και πού ελπίζουν.

Τα διηγήματά του είναι ευρύχωρα, τόσο ώστε να χωράνε ολόκληρες ψυχές, να αναδύονται οι ήρωες ανάγλυφοι, με την τρυφερότητά τους, το πένθος, το μεγαλείο, τους πόθους τους. Κι εκείνος απέναντί τους μετρημένος και απόλυτα ειλικρινής. Τι ωραίο να έχεις να φέρεις επί σκηνής μια γραφή τόσο αληθινή και τολμηρή. Μέσα σε όλους τους χαρακτήρες καθρεφτίζεται ο κόσμος μας κι εμείς και δαβάζοντάς τα (ή βλέποντας την παράσταση) θυμόμαστε σε πόσα κομμάτια είμαστε σπασμένοι και πόσο περίπλοκοι είμαστε και πόση κτηνωδία ακόμα χωράει σ’ αυτούς τους τόπους και πόσο πονάμε και πόσο αποκρουστικοί μπορούμε να γίνουμε και πόσο πάθος – μα πόσο πάθος! – χωράνε μέσα μας. Εγώ, προσωπικά, σε κάτι τέτοια κείμενα μπορώ να βρω παρηγοριά.

Οδύνες, κακοποιήσεις ανθρώπων και ζώων, έρωτες, αιμομιξίες, μυρωδιά θανάτου, πορνεία στη Συγγρού, λαγνεία, μητρότητα. Μην περιμένετε αστεράκια και πυγολαμπίδες. Εδώ το φως καίει. Σωτήρης Δημητρίου είναι αυτός. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από την πρώτη από τις 5 ιστορίες της φοράδας, για να πάρετε μια γεύση από την πεντανόστιμη γλώσσα του.

“Από ’να πείσμα την πήρε. Δεν τον πολυένοιαζε, μα πέσαν να τον φάνε οι δικοί του. «Καλά, το ’χασες τελείως; Να μπάσουμε σπίτι μας την Αρβανίτω, την τέτοια, την πάντοια;»Ιδίως οι αδερφές του ήταν κατηγορηματικές:«Σπίτι μας δεν μπαίνει η παλιοσκιπιτάρ».Βέβαια, πιο πολύ απ’ τη φυλετική της ιδιότητα τις πείραζε που, όταν έμπαινε στο φούρνο τους, σαν κάτι να ομόρφαινε. Στο φούρνο λοιπόν τη γνώρισε. Γερή, νοστιμούλα – ε, θεόφτωχη ήταν μα τα ’χε περασμένα κι αυτός τα τριάντα πέντε. Δεν μπήκε σε οικογένεια η κοπέλα, μπήκε σε φιδοφωλιά. Μούτρα, μισόλογα, ξεθέωμα στις δουλειές, κι ό άντρας έκανε το πείσμα αδιαφορία. Βολεύτηκε. Τέρμα. «Και να τ’ αφήσεις αυτά τα μιρ και τα μιρ. Δεν είναι Αρβανιτιά εδώ. Μπήκες σε σπίτι ρύζι καρολίνα. Τ’ άκουσες; Σε κάναμε άνθρωπο.»”

Δημητρίου, Σωτήρης, «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη», Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη, «Ύψιλον», 1987, «Κέδρος», 1990, δ΄ έκδοση 1995.

Κεντητά

Εκτιμώ βαθιά τον Δαμιανό Κωνσταντινίδη. Τον ακολουθώ στα περισσότερα βήματά του και είναι ίσως ο μόνος σκηνοθέτης του οποίου θα πρότεινα παράσταση χωρίς καν να την έχω δει (αυτήν την είδα, μην ταράζεστε). Με ενθουσιάζει που κάθε φορά επιλέγει κάτι εντελώς διαφορετικό. Περνάς το κατώφλι ενός θεάτρου (ή κι ενός λεωφορείου) που τον φιλοξενεί και ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Kinder έκπληξη. Δεν περιορίζεται σε μανιέρες κι αυτό τον καθιστά μοναδικό.

Αστείρευτος ιδεών κι ενέργειας, ο Δαμιανός δουλεύει ασταμάτητα και πρώτα και πάνω από όλα με το κείμενο και με τον ηθοποιό. Σε μια εποχή που τα εικαστικά κατασκευάσματα αυξάνονται και πληθύνονται (και αφήνουν συχνά τις λέξεις και τη δύναμή τους αλλά και τις ερμηνείες σε τριτοδεύτερο πλάνο), ο Δαμιανός δουλεύει τον ηθοποιό – τον λόγο, το σώμα, το μυαλό του. Master of puppets, σας λέω, με την καλύτερη δυνατή έννοια. Έτσι κι εδώ. Δεν επιβάλλει την προσωπική του ατζέντα πάνω στο έργο· το σκαλίζει, προσπαθεί να το καταλάβει σε βάθος, βρίσκει τα σημεία που τον αφορούν κι ύστερα το δίνει στον ηθοποιό, τον καθοδηγεί και τα αφήνει όλα να αναπνεύσουν καλά καλά πάνω στη σκηνή. Σίγουρος, γνώστης, με γκάζια, με χάρισμα και με ένα χιούμορ πονηρό, πνευματώδες, σαρκαστικό. Δεν έχει καμία ανάγκη να σκαρφιστεί εντυπωσιακά τεχνάσματα (αν και μπορεί), δεν προσπαθεί να αποδείξει τίποτα. Είναι. Και κεντάει. Το ταίριασμά του (της μεθόδου του και της αισθητικής του) με τα κείμενα του Δημητρίου είναι τουλάχιστον ιδανικό. Η «χαλαρή σύνδεση» των κειμένων δεν οδηγεί σε αποσπασματικότητα, αλλά σε μια ρέουσα συγκίνηση, που έρχεται και φεύγει και παρασύρει κι εμάς μαζί, μέχρι η ίδια η κατακλείδα του κειμένου να μας δώσει όλο το νόημα και να καταλάβουμε τον λόγο που επιλέχθηκαν αυτά τα πέντε διηγήματα κι όχι κάποια άλλα. Κάι Κάι Θεούλη μου.

Δουλεύει ξανά, μετά από χρόνια, με τη Δέσποινα Σαραφείδου, την καθοδηγεί να ενδυθεί και να απεκδυθεί 5 διαφορετικές ηρωίδες, μάνες, ερωμένες, πόρνες  και να αποδώσει στο μέγιστο τις λεπτές αποχρώσεις του κάθε μονολόγου. Το αποτέλεσμα εγώ το βρήκα καθηλωτικό.

Απόσπασμα από το σκηνοθετικό σημείωμα: Πλάσματα, άνθρωποι, ζώα, αδιακρίτως φύλου, βασανισμένα, βασανίζοντα, πιασμένα όλα στο δόκανο ενός ανελέητου θεού, παλεύοντας απελπισμένα να ξεφύγουν, εξεγερμένα ή ικετεύοντας μάταια οίκτο, ή, σπανιότερα, κερδίζοντας με κόπο μια στιγμή γαλήνης ή, ακόμη-ακόμη, μιαν ελευθερία μέσα από τη συντριβή.

Και στο κέντρο…

Η Δέσποινα Σαραφείδου, έτσι κι αλλιώς, εκτός από εύστοχη και εύπλαστη και ευμετάβλητη (και πολλά ακόμα όμορφα που αρχίζουν από «ευ…») ξέρει καλύτερα από όλους μας να αφήνει τους χαρακτήρες που υποδύεται να την κατακλύσουν. Από την πρώτη στιγμή που μπαίνουμε στην οικεία σκηνή του Φούρνου (αλλιώτικη πια απ’ το όμορφο και λιτό σκηνικό της Μαρίας  Καραθάνου –και εμπνευσμένο από πίνακες του Γιώργου Ρόρρη– με τον χαρακτηριστικό πίσω τοίχο καλυμμένο) και τη βρίσκουμε επί σκηνής, είναι ταυτόχρονα αφηγήτρια και χαρακτήρας, συνδέεται μαζί μας με το βλέμμα (που μας διαπερνά σχεδόν), δεν αφήνει ούτε λέξη του κειμένου να χαθεί· όλες πρέπει να ακουστούν. Τι ξεκούραστο να παρακολουθείς μια ερμηνεία τόσο καλοζυγισμένη ανάμεσα στο πάθος και το κράτημα. Την βλέπουμε να αλλάζει «σχήμα», φωνή και αμφίεση και να γίνεται από γυναίκα που θρηνεί το παιδί της, φτωχοπουτάνα της Συγγρού που εκδίδει τον γιο της κι ύστερα η χήρα στο νεκροταφείο που ποθεί ξανά και ύστερα ο βασανιστής ζώων σε κάποιο στρατόπεδο της επαρχίας. Κι όλα γίνονται αβίαστα και μαγικά, με θεατρική ειλικρίνεια. Τις εκφράσεις της, τις κινήσεις της, ολόκληρη αυτήν την ερμηνεία, θα την κρατάω μαζί μου για καιρό.

FACEBOOK

Thanos Kappas

22/05/2025

Κάι, κάι, κάι, θεούλη μου. Κάι, κάι, σου προσπέφτουμε. Δεν κάναμε τίποτα, δεν ξέρουμε τίποτα. Πατούμε τούτα τα λίγα μέτρα χώμα, με γυμνά πόδια μες στο κρύο, τον τρόμο και την τρέλα. Δες τα μάτια μας, θεούλη μας. Τίποτα δε θέλαμε, μόνο λίγη ξενοιασιά. Κάι, κάι, πατερούλη μας. Άγνωστα, σκοτάδια, χάος. Φώτισε λίγο τα ματάκια μας, θεούλη μου, και μη μας βασανίζεις άλλο.

Είναι η συγκλονιστική, καταληκτική παράγραφος του διηγήματος αλλά και ολόκληρης της παράστασης “Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;” βασισμένης σε πέντε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου, από την πρώτη συγγραφική περίοδό του. Και είναι αυτή η παράγραφος-προσευχή των λιανισμένων ζώων που φωτίζει αναδρομικά τη σκληρότητα και τη βία που προηγήθηκε, όλον τον παραλογισμό μιας ζωής βουτηγμένης στην απελπισία, όλη την τυφλή πορεία μας στη ζωή.

Θυμάμαι πόσο σοκαριστικά αποκαλυπτική υπήρξε αυτή η λογοτεχνία στην εποχή της, τι σωματική, σχεδόν, αντίδραση είχαμε απέναντι στη δύναμη των περιγραφών, στο βάθος και τη διεισδυτικότητά της. Έχει μεγάλη, τεράστια δύναμη η γλώσσα του Δημητρίου, μ’ αυτή τη σύντομη, ζυγισμένη πρόταση-μαχαιριά, αποτέλεσμα πάντα της εξαντλητικής παρατήρησης του τρόπου των ανθρώπων, των ψιθύρων και των κραυγών του, του μεγαλείου και των παθών του, αλλά και αποτέλεσμα, επίσης, ενός ειδικού ταλέντου στην ανάπλασή της, σαν σεισμογράφος που καταγράφει τους απειροελάχιστους κραδασμούς στην επιφάνεια και τις μεγάλες συγκρούσεις των τεκτονικών πλακών, στα βάθη.

Αυτό το εύρος και βάθος της παρατήρησής του είναι που σε αναστατώνουν στην πεζογραφία του Σ. Δημητρίου, αυτή η καταβύθιση στον ανθρώπινο ψυχισμό με όχημα πάντα μια εξαντλητικά δουλεμένη γλώσσα ως προς τον ρυθμό και το ύφος της – αυτά τα υπέροχα ελληνικά του που σε διαπερνούν με την ομορφιά και την αλήθεια τους ακόμα και τη στιγμή του μεγαλύτερου πόνου: Κάι, κάι, θεούλη μου, σου προσπέφτουμε.

Η Despina Sarafeidou, η φίλη Δέσποινα, από εκείνη την πρώτη εποχή, τα τέλη του ογδόντα δηλαδή, είναι γοητευμένη, συνεπαρμένη, μαγεμένη, δεν ξέρω πώς να το πω, απ’ αυτές τις ποιότητες του λόγου του. Και ήταν μεγάλη τύχη να συναντηθεί μ’ έναν σκηνοθέτη, με αντίστοιχη αγάπη και θαυμασμό, όπως διαβάζω, για τον Σωτήρη Δημητρίου – τον Damianos Konstantinidis. Η παράστασή τους είναι πραγματικά υποδειγματική, καθηλωτική, μια δυνατή εμπειρία θεάτρου που δύσκολα ξεχνάς.

Η καταβύθιση στο σύμπαν του Σ.Δ. συντελείται επί σκηνής από έναν μόνον άνθρωπο. Ένα λιτό σκηνικό και μια ηθοποιός μπροστά μας, γυμνή, χωρίς στηρίγματα, εκτεθειμένη στα βλέμματά μας, σε μια τελική πράξη ανάδειξης ενός ολοκληρωμένου κόσμου, ενός σύμπαντος από λέξεις που δεν πρέπει να χάσουν τη δύναμή τους, την υπόγεια ποιητική τους, να γίνουν εν τέλει θέατρο ουσιαστικό, θέατρο μεταμορφωτικό.

Σκέφτηκα την εικόνα αυτή αρκετές φορές την ώρα της παράστασης: το δίπολο σκηνοθέτη-ηθοποιού καθώς στέκονται αντικρυστά έχοντας ανάμεσά τους κρεμασμένο ένα κείμενο και για τους δύο εξίσου σημαντικό, ένα κείμενο που μπορεί να τσαλαπατηθεί από τις αστοχίες ή αντίθετα να αναδειχθεί, να λάμψει. Αυτό που στην ιδιωτική ανάγνωσή του φαντάζει κορυφαίο, καθώς γίνεται με τους προσωπικούς σου όρους, σε μια στιγμή συγκέντρωσης και απόσυρσης, στον χρόνο που χρειάζεσαι εσύ να το προσλάβεις, πολύ εύκολα μπορεί να καταστραφεί όταν ανοιχτεί σε ευρύτερο ακροατήριο, όταν παρασταθεί θεατρικά.

«Ακροβατώ διαρκώς ανάμεσα στην αφήγηση και την υπόδυση», λέει η ίδια. Και είναι αυτή η ακροβασία ένα προσωπικό κατόρθωμα της Δέσποινας, όχι μόνο γιατί είναι μια εξαιρετική ηθοποιός με μεγάλη πείρα (ποτέ δεν είναι δεδομένο ότι θα πετύχεις), όχι μόνο γιατί εκείνη, πρώτη, είναι συγκινημένη από τον λόγο αυτόν, αλλά και γιατί αυτή η διπλή διαδικασία, αυτό το μπες-βγες στο κείμενο που επιχειρεί, καταφέρνει να καθρεφτίσει και την ιδιωτική μας ανάγνωση: την ίδια ώρα που βυθίζεσαι στον ζόφο μιας περιγραφής, την ίδια ώρα σε πλημμυρίζει η χαρά της γλώσσας, η μεταμορφωτική, μεταποιητική δύναμη της τέχνης – συγγραφικής και θεατρικής, εν προκειμένω.

Τη στιγμή της μεγάλης της πτώσης, την ώρα του ευτελισμού της, η Βαλέρια ανακαλεί μια εικόνα διαύγειας και καθαρότητας, ενός λυρισμού που είναι κομμάτι αξεδιάλυτο της πραγματικότητας και της γλώσσας, ταυτόχρονα:

Όλα γύρω της πάγος, νέκρα, ερημιά. Άνοιξε τα χέρια της να πιάσει τη μουσική. Να πιάσει κοτσύφια, νερόλακκους, θυμιατά και μανούσια, μολυβένια σύννεφα και στρακαστρούκες της Λαμπρής, πλαγίτσες, κουτσουπιές, κηδείες, τριφύλλια, μελίσσια και βασιλικούς. Στο βουνό, μανίτσα.

Μόνο μια θεατρική τέχνη φτιαγμένη με τέτοιους όρους ειλικρίνειας και αφοσίωσης, υπηρετική ενός οράματος, μικρού ή μεγάλου δεν έχει σημασία, μόνο η τέχνη που στον πυρήνα της υπάρχει ένας σαφές, αξιακό κέντρο μπορεί να πάει βαθιά, να σε αναστατώσει, ακόμα και να σε σοκάρει. Και συνήθως είναι μια τέχνη έξω από τις μεγάλες παραγωγές, τέχνη χειροποίητη και πολύτιμη, όπως αυτή, που μέχρι να πληροφορηθείς την ύπαρξή της, έχει κατέβει.

 

 

 

https://bookpress.gr/politismos/theatro-xoros/22956-tyfli-tyfli-forada-poy-pas-se-skinothesia-diamianoy-konstantinidi-kritiki-apo-ta-diigimata-tou-sotiri-dimitriou-sti-skini?%3Futm_source=Newsletter&utm_medium=email&fbclid=IwY2xjawKjrThleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETA3OVc4N0lySHE1aTdOV0hTAR6yAA7YNHNDd_W_HhzpTlfYEffAAMfUTA2e-DagMU2KntMltJ5Dq8jEyiR11w_aem_-p_JrHE8TOzjsRY-z4NEKQ

«Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη (κριτική) – Από τα διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου, στη σκηνή

14 Μαΐου 2025

Για την παράσταση «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη, βασισμένη σε πέντε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου που ανεβαίνει στο θέατρο Φούρνος. «Δεν υπάρχει κάποια προεξοφλημένη συνθήκη επιτυχίας: η δραματουργική παρέμβαση είναι απειροελάχιστη, ο σκηνοθέτης εμπιστεύεται τα κείμενα του συγγραφέα και οι δύο μαζί εμπιστεύονται την ερμηνεύτρια, με τον αυθορμητισμό ενός χειροτεχνήματος χωρίς επιτήδευση».

Γράφει ο Νίκος Ξένιος

Πώς πέντε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου μπορούν να γίνουν το υλικό για να φτιαχτεί ένας θεατρικός μονόλογος με ουσία; Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης αντλεί έμπνευση από το ζοφερό σύμπαν του Έλληνα συγγραφέα και αναδεικνύει στη σκηνή του θεάτρου Φούρνος τις θαυμάσιες ερμηνευτικές δυνατότητες της Δέσποινας Σαραφείδου. Ο τίτλος είναι “Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;”, ενώ oι δύο εταιρείες παραγωγής είναι η 1+1=1 και Angelus Novus.

Πυκνότητα νοημάτων, λιτότητα, ντοπιολαλιά, άκρα ποιητικότητα και αίσθηση παρακμής, παράλληλα με βαθύτατη ανθρωπιά και συμπόνια: να ποιος είναι ο ορίζοντας των πέντε διηγημάτων, που προέρχονται από τρεις διαφορετικές συλλογές: Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη, Βαλέρια, Η φλέβα του λαιμού, Γλύκα στο στόμα, Κάι, κάι, θεούλη μου. Τα κείμενα του Δημητρίου συνδέονται οργανικά και η γυναικεία φιγούρα που πρωταγωνιστεί στην παράσταση μεταμορφώνεται, από διήγημα σε διήγημα, με εργαλεία τη φωνή, το σώμα και την ενδυμασία. Μεταμορφώνεται σε πέντε διαφορετικά αφηγηματικά υποκείμενα, κυριαρχημένα από την απώλεια, τη στέρηση, τη μοναξιά. Πρόσωπα εκτός κανονικότητας, τραυματισμένα, συμπλεγματικά, μυστηριώδη, που κινούνται στο καλαίσθητο σκηνικό της Μαρίας Καραθάνου (εμπνευσμένο από πίνακες του Γιώργου Ρόρρη).

Από διήγημα σε διήγημα

Ενδοοικογενειακή βία στην ακριτική ελληνική επαρχία είναι το ζήτημα που αλλοιώνει, στεγνώνει τα αισθήματα και απογειώνει την ποίηση στο Ντιάλιθ’ιμ, Χριστάκη (1987): μια νιόπαντρη Αρβανίτισσα δεν γίνεται ποτέ αποδεκτή από την οικογένεια του άντρα της, βιώνει συνεχή ματαίωση, ψυχοσυναισθηματικό και σωματικό βιασμό και σκληρότητα: «Νὰ μπάσουμε σπίτι μας τὴν Ἀρβανίτω, τὴν τέτοια, τὴν πάντοια;» Η γυναίκα καταπίνει τη γλώσσα της, ενώ όλο και περισσότερο εξαρτάται από το μονάκριβο, νοητικά υστερημένο αγόρι της: «Ἂν δὲν εἶχε κεῖνο τὸ ἄρρωστο πλάσμα, θὰ τρελαινόταν, θὰ σκοτωνόταν. Λὲς καὶ τό ’νιωθε τὸ νήπιο, τὴν ἔσφιγγε μὲ δύναμη ἄντρα, ἀπὸ τριῶν ἡμερῶν. Σ’ αὐτὸ τὸ ἀγκάλιασμα βρῆκε παρηγοριά. Ἀχώριστοι». Ο θάνατος του παιδιού κυριολεκτικά τής λύνει τη γλώσσα: «Ντιάλιθ’ ἴμ, Χριστάκη μου, ντιάλιθ’ ἲμ λοῦλε ἒστου πίς, ὀρφανό μου, λοῦλε οὒ ἒ ζέζα μὲ τοὺς παλιανθρώπους. Ἄχ! χούνα ἴμε, μοῦ σπόβε σπίρτιν τῆς μαύρης»1.

Αμέσως μετά η Δέσποινα Σαραφείδου μεταμορφώνεται σε πόρνη που πουλάει το κορμί της εκτεθειμένη στα αδηφάγα μάτια των ανδρών στη Συγγρού: ο μικρόκοσμος, λούμπεν και παρακμιακός, που συνθέτει το σύμπαν της αποτελείται από επαρχιώτες, φουρναρόγατους, σκουπιδιάρηδες του Δήμου, φύλακες του πάρκου. Μέχρι που, κάποια στιγμή, παύει να «περνάει η μπογιά της». Και τότε, αίφνης, εκδίδει το νεαρό αγόρι της, «ένα ξανθό με παχιά χείλη και άτονο βλέμμα», που μες στην άγνοιά του παραδίδεται στην εκπόρνευση σαν σε κάποιο «μακρινό όνειρο θαλπωρής». Του δίνει ορμόνες για να κάνει στήθος με μεγάλη ευκολία και το ονομάζει «Βαλέρια», κι όλα αυτά μόνο για δυο ψωροχιλιάρικα. Το άδοξο τέλος του παιδιού της την κατακλύζει μ’ ένα αίσθημα ανήθικης ελευθερίας. Το ανθρώπινο ον στην κατώτατη βαθμίδα της ύπαρξής του. 

Ένας κόσμος λούμπεν

Το τυχαίο βλέμμα ενός περαστικού, η μειονεξία ενός παρία της ζωής, ο ακραίος πρωτογονισμός ενός σκληρού ανθρώπου, το ταλαιπωρημένο κορμί και ο πόνος ενός άλλου: αυτό είναι το σταθερό θεματολόγιο του Σωτήρη Δημητρίου: μετά από ένα όμορφα ερμηνευμένο τραγούδι (διδασκαλία Ελιόνας – Ελένης Σινιάρη), η «Φλέβα του λαιμού» χτυπά έντονα στο ομώνυμο εξεζητημένο διήγημα (1998), όπου η σύνδεση μάνας και κόρης αποκαλύπτει την ιδιαίτερη ευαισθησία του συγγραφέα. Η θεατρική ένταση και αυτή η ιδιότυπη γλώσσα που, όπως λέει ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, κρατά «γερές ρίζες στη γη και στην καρδιά», εδώ γνωρίζουν την κορύφωσή τους. Όπως και στo Mια Μαρίνα Τζάφου, εδώ προκύπτει «η παρηγορητική φαντασίωση της ταυτότητας ενός άλλου» και το ανοίκειο ανάγεται σε αυταξία.

Το ειρωνικό χαμόγελο του συγγραφέα απέναντι στα ανθρώπινα; Ή, ίσως, η επικράτηση της ζωής πάνω στον θάνατο;

Αμέσως μετά, με μια-δυο φωτιστικές παρεμβάσεις (εξαιρετική Στέβη Κουτσοθανάση) και με επιμελημένη κίνηση της πρωταγωνίστριας από την Ίριδα Νικολάου, η εξιστόρηση μεταφέρεται σε ένα νεκροταφείο: στη «Γλύκα στο στόμα» επιτυγχάνεται η αιρετική υπέρβαση και του τελευταίου ταμπού, του σεβασμού απέναντι στον πεθαμένο. Σκοτάδι και αδιέξοδο κυριαρχούν και επιβεβαιώνουν την ακρότητα του πένθους ώσπου, σε μιαν ειρωνική αντιστροφή, το ένστικτο επικρατεί. Ερωτική συνεύρεση εν μέσω απελπισμένης συντριβής; Η λίμπιντο μέσα στο πάρκο της απόλυτης, μετά θάνατον πνευματικότητας; Το ειρωνικό χαμόγελο του συγγραφέα απέναντι στα ανθρώπινα; Ή, ίσως, η επικράτηση της ζωής πάνω στον θάνατο; Όπως έχω γράψει και παλαιότερα, «με ένα ολίσθημα του νου, ο συγγραφέας σε εκτινάσσει στο παράλογο, που έτσι κι αλλιώς εμφωλεύει στην πρώτη γωνία. Τέλος, κι αφού ο κραδασμός (που είναι διακριτικός) έχει περάσει, απομένει ένα ίζημα στο τέλος, που θα εκραγεί αθόρυβα και θα σε καταβαραθρώσει και πάλι».

Η γοητεία του «χειροποίητου»

Πολύ σκληρός λόγος και τραγικά ωμή παρουσίαση της ανθρώπινης σκληρότητας στο τελευταίο διήγημα: στο «Κάι, κάι, θεούλη μου» ένας ανισόρροπος βασανιστής ζώων αντλεί ηδονή από την κακουργία του, σε κάποιο μακρινό, παραμελημένο φυλάκιο, και μπροστά στα έντρομα μάτια των έφεδρων ναυτών. Σε μιαν ανατριχιαστική, αποτροπιαστική κορύφωση φρίκης και οδύνης, η ελεγειακή κραυγή των ταλαιπωρημένων ζώων έρχεται, ανθρωπομορφικά δοσμένη, να αποτελέσει ένα είδος προσευχής. Ο συγγραφέας, με θρησκευτικό ρίγος καταθέτει τον θριαμβικό αντίλογο στην απόλυτη ασυνειδησία, την κορυφαία αναλγησία, τον φασισμό και την αποκτήνωση του ανθρώπου («Ένα παιδί απ’τη Θεσσαλονίκη»)

Στην παράσταση του Δαμιανού Κωνσταντινίδη η συγκίνηση επικρατεί, και η αιτία μπορεί να αναζητηθεί στην πηγαιότητα της σύνθεσης. Δεν υπάρχει κάποια προεξοφλημένη συνθήκη επιτυχίας: η δραματουργική παρέμβαση είναι απειροελάχιστη, ο σκηνοθέτης εμπιστεύεται τα κείμενα του συγγραφέα και οι δύο μαζί εμπιστεύονται την ερμηνεύτρια, με τον αυθορμητισμό ενός χειροτεχνήματος χωρίς επιτήδευση. Η Δέσποινα Σαραφείδου διαθέτει μιαν εγγενή μεταμορφωσιγένεια, αφενός γιατί η στόφα της ως ηθοποιού είναι σπανιότατη και η ερμηνευτική της γκάμα όλο και πλουσιότερη, κι αφετέρου γιατί οι επιλογές της πάντα απορρέουν από ποιοτικά κριτήρια και ενσυναίσθηση. Αισθάνομαι ότι σ’αυτήν την παράσταση εξοφλείται ένα προσωπικό «χρέος» προς τον συγγραφέα αυτόν, που στις τρεις προηγούμενες δεκαετίες έφερε τον νεοελληνικό λόγο στην ύψιστη βαθμίδα γνησιότητας και ιχνηλάτησε την ανθρώπινη φύση στο έσχατο πεδίο ευτελισμού και ωμότητας: από αυτήν τη ζοφερή συνθήκη, όμως, αναβλύζει ένα ποτάμι τρυφερότητας που επικρατεί στην καρδιά των συμβαλλομένων. Εξαιρετική παράσταση.

  1. Γιε μου, Χριστάκη γιε μου/ λουλούδι του σπιτιού, ορφανό μου, λουλούδι/ ω η μαύρη με τους παλιανθρώπους/ Αχ! αίμα μου,μου τρύπησες την ψυχή της μαύρης.

* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου.

 

 

 

 

 

https://www.theatermag.gr/2025/05/12/eidame-tin-parastasi-tyfli-tyfli-forada/?fbclid=IwY2xjawKjrcNleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETA3OVc4N0lySHE1aTdOV0hTAR7FPfH_MGrD45fOuvcFHO0irMCW3drFClDOVsiyoWGaYcjVhS6coM-0VNHleQ_aem_yIYVh-JBWfw2uVvI_omyrg

Γράφει η Δρ. Ελένη Γκίνη [12/05/2025]

«Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» ή στο θέατρο ανοίγονται οι λέξεις και τα πλάσματα του.

Ο πεζός (; ) λόγος του Δημητρίου στη σκηνή του θεάτρου «Φούρνος»

Πέντε σύντομες ιστορίες ακαριαίας ευαισθησίας επιλέχθηκαν από τρεις διαφορετικές συλλογές διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου, σκηνοθετήθηκαν από τον Δαμιανό Κωνσταντινίδη και ερμηνεύθηκαν από τη Δέσποινα Σαραφείδου. «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» είναι ο τίτλος της παράστασης που αντλήθηκε από φράση-κλειδί ενός εκ των δραματοποιημένων διηγημάτων. Τίτλος δηλωτικός της λοξής ματιάς του συγγραφέα πάνω στην πάσχουσα ανθρώπινη μοίρα, υποδηλωτικός της αισθητικής επιλογής του σκηνοθέτη να κατευθύνει το κοινό του στην τραχιά πορεία μιας θεματικής που εμπεριέχει το ανοίκειο, περιγράφει εκ των ένδον το αποκρουστικό και αφουγκράζεται με τρυφερότητα το επώδυνο.

Εν αρχή είναι ο λόγος του συγγραφέα που δεν διστάζει να μιλήσει με την εικονοποιητική γλώσσα ενός παρατηρητή που καταθέτει τη μαρτυρία του πάσχοντος σώματος: χαρακτηρισμός στον οποίο δεν μπορούμε να εντοπίσουμε ίχνος υπερβολής, μιας επίπλαστης περιγραφής ή μιας επιτηδευμένης πρόθεσης να συγκινήσει τον παραλήπτη θεατή. Ο παλμός της γλώσσας των (δραματικών, εν προκειμένω) προσώπων, η αγωνιώδης προσπάθεια να εκφράσουν το τραυματικό βίωμα, η συμφιλιωτική κίνηση που γίνεται λέξη για να επουλωθεί η οδύνη, η μεταποίηση του στρεβλωμένου από πόνο σώματος γίνεται φωνή, δίνει διέξοδο στα κακοποιημένα πλάσματα ενός κόσμου που ενώ γνωρίζουμε καλά, δηλώνουμε το αντίθετο.

Στις πέντε ιστορίες του Σωτήρη Δημητρίου (Ντιάλιθ’ιμ, Χριστάκη, Βαλέρια, Η φλέβα του λαιμού, Γλύκα στο στόμα, Κάι, κάι,θεούλη μου) παρελαύνουν λεηλατημένες γυναίκες που υπέκυψαν στη σφοδρότητα του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος της επαρχίας ή της μεγάλης πόλης που τις αντιμετωπίζει υποτιμητικά ως ξένες, μιλούν πόρνες που χάνουν το μέτρο της στοιχειώδους προστασίας για τον άλλον (ακόμη και για το παιδί τους) προκειμένου να επιβιώσουν, εκτίθενται στεγνές από τρυφερότητα υπάρξεις που παραπαίουν μεταξύ μιας στυγνής αυστηρότητας αλλά και μιας παραληρηματικής αισθαντικότητας, περιγράφονται ανάπηρα παιδιά και έρημα ζώα ως ένα ξένο και αλλότριο για τα κοινά μέτρα, σύμπαν και γίνονται τα τέλεια θύματα μιας αποτρόπαιης σκληρότητας.

Στις πέντε αναπαραστατικές/σκηνοθετικές εκδοχές του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, η Δέσποινα Σαραφείδου, βαθιά γνώστρια του κώδικα των μονολογικών αφηγήσεων -ας θυμίσουμε τις ερμηνείες της στην Κασσάνδρα του Σέρχιο Μπλάνκο, τη Μήδεια/Μηδέν στο Κόκκινο Σοφίας Διονυσοπούλου- για άλλη μια φορά απέδειξε πως η πολυφωνική αναπαράσταση των δραματικών χαρακτήρων δεν απαιτεί ένα πολυπρόσωπο θίασο αλλά μια θαυμαστή ερμηνευτική δεινότητα, μια γκάμα υποκριτικής αξιοσύνης που να περιλαμβάνει τις διακυμάνσεις, τις αντιθέσεις και τις πολυάριθμες ειδοποιούς διαφορές των προσώπων προκειμένου να οδηγηθεί στη σύνθεση μιας «συμφωνίας» στην οποία πρωταγωνιστούν η ρυθμολογία, η ανεπιτήδευτη θεατρικότητα και η ειλικρινής απόλαυση που γεννιέται από την σκηνική απόδοση αυτών των κειμένων.

Η ηθοποιός απέδωσε κινησιολογικά κάθε είδους λεπτομερή μα και αδρή δήλωση των χαρακτήρων που υποδυόταν, επισημαίνοντας πως ο εκφοβισμός, η λογοκρισία, η οικογενειακή παραμέληση και κακοποίηση, το πένθος, η μοναξιά η ανάγκη για επιβίωση, η αρρωστημένη απόλαυση που προσφέρει η κατίσχυση έναντι οποιουδήποτε αδύναμου πλάσματος είναι στοιχεία ενός κόσμου που μας γέννησε, τον γνωρίζουμε καλά αλλά οφείλουμε να αλλάξουμε για να τον αντέξουμε. Το πάσχον σώμα των ηρωίδων της ενσαρκώθηκε με την ηχηρή σε λέξεις, καίριες παύσεις και σιωπές απόδοση της Σαραφείδου.

Ο θεατρικός και δραματικός χώρος στο λιτό σκηνικό της Μαρίας Καραθάνου και ο οποίος αντλήθηκε από τους πίνακες του Γιώργου Ρόρρη, λειτούργησε σε αγαστή συμφωνία με την εναλλαγή των δραματικών χαρακτήρων, με  την πάλλουσα, ολισθαίνουσα στην ακρίβεια φυσικότητα της ηθοποιού που ξέρει πως για να αποδοθεί η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν απαιτείται υπερβολή αλλά συνέπεια στα ρητά και υπόρρητα σημεία της.

Ο συγγραφέας γράφει για να ξεφοβηθούμε, -όπως λέει- από την αποτυχία και την απειλή της πανωλεθρίας που γεννούν η αρρώστια ή τα γηρατειά, ο σκηνοθέτης -με τη σειρά του- μεταβιβάζει και «διδάσκει» το λόγο του συγγραφέα στο υλικό μυστήριο της σκηνής που πατά και κατακτά με τα χίλια πρόσωπα της λοξής διηγηματικής περιπέτειας, η ηθοποιός γινόμενη αίφνης το κάτοπτρο και η φωνή τους.

 

 

 

 

https://www.avgi.gr/tehnes/505739_ena-theatro-sklirotitas-kai-anthropias-mazi?fbclid=IwY2xjawKlshpleHRuA2FlbQIxMABicmlkETA3OVc4N0lySHE1aTdOV0hTAR4ncpT26BKfV2E46TVRqPGTeIuuqeESu4xCLpw7Ohq_84OZuVKlOiUWD9FWJA_aem_52-kNhGNE53WLDrSLW6-wA

«Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» / Ένα θέατρο σκληρότητας και ανθρωπιάς μαζί

ΤΕΧΝΕΣ

29.05.25 10:28

Λέανδρος Πολενάκης ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;», πέντε κείμενα του Σωτήρη Δημητρίου στο Θέατρο Φούρνος

Πέντε ιστορίες του Σωτήρη Δημητρίου, από δύο συλλογές διηγημάτων του, συγκροτούν το ενιαίο σώμα της παράστασης με τίτλο «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;», που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Φούρνος, σε σκηνοθεσία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη και ερμηνεία της Δέσποινας Σαραφείδου. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τα διηγήματα «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη» («Παιδί μου, Χριστάκη» στα αλβανικά), «Βαλέρια», «Η φλέβα του λαιμού», «Γλύκα στο στόμα» και «Κάι κάι, θεούλη μου». Ένα ελληνικό «πανόραμα της φιλαργυρίας, της λαγνείας και του θανάτου» θα το ονόμαζα, δανειζόμενος τον τίτλο μιας συλλογής από πέντε σύντομα έργα του Ισπανού Ραμόν ντελ Βάγιε Ινκλάν, σε ένα πρώιμο «θέατρο σκληρότητας» αλλά και ανθρωπιάς μαζί, της δεκαετίας του 1920.

Πλάσματα που βασανίζονται

Συνεκτικό στοιχείο των πέντε ιστοριών του Σ. Δημητρίου είναι η κοινή αγωνία όλων των πλασμάτων, ανθρώπων και ζώων, που βασανίζονται, πιασμένα στο δόκανο ενός ανελέητου θεού ή μιας κακόβουλης μοίρας, παλεύοντας απελπισμένα να ξεφύγουν, εξεγερμένα ή ικετεύοντας μάταια τον οίκτο, ή, σπανιότερα, κερδίζοντας με κόπο μια στιγμή γαλήνης ή ακόμη-ακόμη μια ελευθερία μέσα από τη συντριβή (σ.σ.: από το σημείωμα του σκηνοθέτη).

Από τις πέντε αυτές ιστορίες πυρηνική είναι η παπαδιαμαντική πρώτη, με την περίπτωση της όμορφης, περήφανης ξένης νύφης, που από ανάγκη μπαίνει στον κλοιό μιας ελληνικής οικογένειας, με το αρσενικό στοιχείο άρρωστο, άβουλο, αδρανές και ανίκανο να τη στηρίξει κάτω από τη συντριπτική υπεροχή των ζηλωτικών θηλυκών μελών (πεθερά και συννυφάδες), και που έχει επιπλέον την ατυχία να γεννήσει, κάτω από τις συνθήκες αυτές, ένα ανάπηρο πνευματικά παιδί. Για να ξαναβρεί τη χαμένη γλώσσα της και να οδηγηθεί στο τέλος, μέσα από το πένθος, στη γαλήνη και στην ελευθερία.

Τα πέντε αυτά αφηγήματα εμπεριέχουν, επίσης, το στοιχείο του αυτοδράματος έτσι ώστε να μπορούν να περάσουν αυτούσια στη σκηνή, χωρίς ανάγκη δραματουργικής προσαρμογής. Απαραιτήτως, όμως, κάτω από την επιμέλεια ενός σκηνοθέτη που «ακούει» τη φωνή τους και αφήνεται να οδηγηθεί από αυτήν. Και πάντα με τη στήριξη ενός ή, προτιμότερα, μιας ηθοποιού με οξυμένα ανακλαστικά και ευαίσθητες κεραίες, η οποία μπορεί να ενώσει σε ένα στέρεο ατέρμον κύκλιο νήμα τις ιδιότητες του ενεργητικού αφηγητή και της πάσχουσας αυτο-αφηγούμενης ιστορίας. Για να κυλήσει το όλο πράγμα σαν ένα μοντέρνο παραμύθι, απαλύνοντας με τον έλεο την τραχύτητα του υλικού του. Της τελευταίας ιδίως ιστορίας, με τον βασανισμό των ζώων που, δυστυχώς, είναι πάρα πολύ αληθινή και πραγματική. Συμβαίνει όλο συχνότερα στην «πολιτισμένη» χώρα μας, σε χωριά και πόλεις.

Να «ακούς» τη φωνή των ιστοριών

Οι άνω προϋποθέσεις τηρούνται με το παραπάνω στην παράσταση που είδαμε στο Θέατρο Φούρνος, σε σκηνοθεσία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη και ερμηνεία της Δέσποινας Σαραφείδου. Η σκηνοθεσία του Δ. Κωνσταντινίδη (με επιμέλεια κίνησης της Ίριδας Νικολάου) «ακούει» καθαρά τη φωνή των ιστοριών του Σ. Δημητρίου και αφήνεται σοφά να οδηγηθεί από αυτήν στο φυσικό τους τέλος, χωρίς να τις φορτώνει με ως εκ του περισσού σκηνοθετικά ευρήματα. Η συγκλονιστική και «από καρδιάς» ερμηνεία της Δέσποινας Σαραφείδου είναι επίσης «γυμνή», με λόγο/κίνηση λειασμένο σαν βότσαλο σε ερημική παραλία, ποιητική, χωρίς ψευδώνυμους «ρεαλισμούς», για να φθάσει ως το μεδούλι των πέντε ιστοριών, συνδυάζοντας ιδανικά τις ιδιότητες του αφηγητή και του δρώντος-πάσχοντος υποκειμένου.

Τα σκηνικά-κοστούμια με το προσόν της ομιλούσας απλότητας είναι της Μαρίας Καραθάνου. Ο ατμοσφαιρικός σχεδιασμός φωτισμών είναι της Στέβης Κουτσοθανάση, το ωραίο τραγούδι και η μουσική διδασκαλία της Ελιόνας-Ελένης Σινιάρη.

 

 

 

FACEBOOK

30/05/2025

Μαρώ Τριανταφύλλου

Ότι η Δέσποινα Σαραφείδου είναι πολύ καλή ηθοποιοός είναι γνωστό στον κόσμο που αγαπά το καλό θέατρο. Την έχουμε δει σε αξέχαστες ερμηνείες. Νομίζω όμως οτι η παράσταση που ανέβασε φέτος, στο τέλος της θεατρικής σεζόν, “Τυφλή, τυφλή φοράδα πού πας;” πάνω σε πέντε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου αποτελεί κορύφωση του ταλέντου της που ακονίζεται από σκληρή δουλειά και βαθαίνει την ερμηνευτική προσέγιση με την αξιοπρόσεκτη γενικότερη κουλτούρα της. Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης ευφυώς άφησε το λόγο να κυλήσει πάνω στην σκηνή γυμνός και ακούραστος χωρίς σκηνοθετικές επιδείξεις, επιτρέποντας την ανάδυση της ατόφιας συγκίνησης. Η Ίρις Νικολάου βοήθησε διδάσκοντας μια κίνηση που μετέτρεπε το σώμα της ηθοποιού σε μια εκρηκτική εξόρυξη συναισθημάτων χωρίς καθόλου να αποσιωπάται το κοινωνικό πλαίσιο που γεννά τις ακραίες καταστάσεις που περιγράφει ο Δημητρίου. Η αφήγηση κυριαρχούσε, απλή και οριστική χωρίς αναίτιες εξάρσεις, και μέσα από αυτή, σαν ανάγλυφο που ο γλύπτης ετοίμαζε πυρετικά μπροστά στα μάτια του κοινού, αναδυόταν η ηρωίδα ή ο ήρωας, με σπαρακτικότητα και σαφήνεια, με λεπτομέρειες δουλεμένες με χειρουργική ακρίβεια. Ωστόσο το εντυπωσιακό ήταν η επίτευξη του μέτρου. Η ερμηνεία της Σαραφείδου δεν γλίστρησε ούτε μια στιγμή στην υπερβολή, κατέβηκε μέσα στις ψυχές των ηρώων του Δημητρίου και σ’ αυτή την κατάβαση στην κόλαση πήρε μαζί της το κοινό και το οδήγησε με στέρεα βήματα και σιγουριά. Θαύμασα την ικανότητα των γρήγορων μεταμορφώσεων, το πέρασμα από τη μια ιστορία στην άλλη, φυσικά και αβίαστα, ενώ το ψυχικό φορτίο ήταν τεράστιο. Μεγάλη ηθοποιός και εξαιρετική δουλειά γενικότερα. Μακάρι να ξαναπαιχτεί την επόμενη σεζόν. Να τη δουν επίσης όσοι περισσότεροι σπουδαστές δραματικών σχολών μπορούν. Τέτοια μαθήματα είναι απαραίτητα για την υποκριτική τους παιδεία.