Η Σονάτα των φαντασμάτων

ΟΜΑΔΑ ANGELUS NOVUS - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, STUDIO ΌΡΑ, 2012-2013
Συντελεστές

Συντελεστές:

Συγγραφέας: Αύγουστος Στρίντμπεργκ
Απόδοση στα ελληνικά / σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά / κοστούμια / φώτα: Απόστολος Αποστολίδης
Μουσική: Κωστής Βοζίκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Αντιγόνη Μπάρμπα
Βοηθός ενδυματολόγου: Διδώ Γκόγκου
Χειρισμός κονσόλας ήχου-φωτισμού: Χρήστος Τζιούκαλιας

 

Διανομή:

Δέσποινα Κολτσιδοπούλου: Θυρωρός / Μπένγκτσον / Μαγείρισσα
Αναστασία Μιροσνιτσένκο: Νέα / Μούμια
Αντιγόνη Μπάρμπα: Γαλατού
Πέτρος Παπαζήσης: Συνταγματάρχης / Βούδας
Νίκος Πολοζιάνης: Γιόχανσον
Κωστής Ραμπαβίλας: Φοιτητής (Άρκενχολτζ)
Αναστάσης Δημήτρης Ροϊλός: Γέρος (Χούμελ)
Γιώργος Σοφικίτης: Αριστοκράτης / Πρόξενος
Στεργιάνα Τζέγκα: Γυναίκα στα μαύρα / Αρραβωνιαστικιά

ΤΟ ΕΡΓΟ

Τρίτο μέρος (opus 3) μιας τετραλογίας έργων δωματίου [1]  , που γράφει ο Στρίντμπεργκ λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, το 1907, Η Σονάτα των Φαντασμάτων κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στο παγκόσμιο ρεπερτόριο. Έργο πολύ γνωστό αλλά ελάχιστα παιγμένο, (λόγω ίσως των πολλών σκηνικών δυσκολιών του), ακατάτακτο, από τα πιο περίεργα και αινιγματικά που υπάρχουν, δυσερμήνευτο, ή πιο σωστά: ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες, προδρομικό πολλών μετέπειτα καλλιτεχνικών αναζητήσεων και εξελίξεων (εξπρεσιονισμός, σουρεαλισμός, θέατρο της σκληρότητας, θέατρο του παραλόγου.), έχει σημαδέψει ανθρώπους του θεάτρου τόσο διαφορετικούς όσο ο Αρτώ που σχεδίαζε να το σκηνοθετήσει και ο Μπέργκμαν που το ανέβασε τέσσερις φορές, ή η Σάρα Καίην που εμπνεύστηκε απ’ αυτό για να γράψει το Καθαροί πια. Αρθρωμένο σε τρεις σκηνές όπως η κλασική μουσική σονάτα που περιλαμβάνει συνήθως τρία μέρη διαφορετικού ρυθμού, παραπέμπει φανερά σε άλλα θεατρικά έργα- σταθμούς (Φάουστ του Γκαίτε, Άμλετ και Τρικυμία του Σαίξπηρ.), επαναφέρει, προβάλλοντάς τα δίκην εμμονών, θέματα και καταστάσεις από προηγούμενα έργα του ίδιου του Στρίντμπεργκ (Ο Πατέρας, Οι Δανειστές, Δεσποινίς Ζουλί, Ονειρόδραμα….), εμπνέεται από την φροϋδική ερμηνεία των ονείρων και είναι διαποτισμένο από τον ιδιότυπο θεοσοφισμό του μυστικιστή σουηδού Εμάνουελ Σβέντεμποργκ, καθώς και από την ινδουϊστική σκέψη και φιλοσοφία. Πρόκειται για ένα περίεργο παραμύθι, όπου συναντά κανείς μάγους, υπνωτιστές, βαμπίρ, νεαρούς που το παίζουν σωτήρες και πριγκιποπούλες κλεισμένες σε πύργους, περιμένοντας τη σωτηρία. Ένα ονειρόδραμα όπου, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «όλα είναι πιθανά, όλα είναι δυνατά» και που «είναι τρομακτικό όπως είναι η ίδια η ζωή όταν πέφτουν τα λέπια που καλύπτουν τα μάτια μας και βλέπουμε τα πράγματα έτσι όπως είναι».

Η πορεία, σε τρεις διαδοχικές κινήσεις, του ιδεαλιστή φοιτητή Άρκενχολτζ από τον δρόμο στην καρδιά ενός μεγαλόπρεπου και εκθαμβωτικού σπιτιού που τον γοητεύει και τον έλκει, όπως και οι κάτοικοί του, θα μπορούσε να διαβαστεί ως μια πορεία από την αθωότητα στο έγκλημα κι από εκεί στη μετάνοια, από τον σκεπτικισμό και την αμφισβήτηση στην πίστη και την απόλυτη βεβαιότητα. Ως μια πορεία ζωής και μύηση στη ζωή, ένα ταξίδι αυτογνωσίας και συνειδητοποίησης. Καθ’ οδόν, άνθρωποι και πράγματα απεκδύονται την απατηλή όμορφη όψη τους και φανερώνουν την αενάως μεταβαλλόμενη φύση τους. Η ασχήμια και η σήψη, το μίσος και η βία, το ψεύδος, προβάλλουν πίσω από την ομορφιά και το λούστρο, την ευγένεια και τις κοινωνικές συμβάσεις, καθώς και πίσω από τα πιο υψηλά αισθήματα, όπως ο έρωτας. Καλά φυλαγμένα μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια, η αποκάλυψη της αλήθειας και η διάλυση των ψευδαισθήσεων οδηγεί στην τρέλα και στον θάνατο. Αλλά και η απόκρυψη της αλήθειας καταντά τους ανθρώπους ζωντανούς-νεκρούς, σωστά φαντάσματα.

Η ζωή είναι ένα όνειρο, όπως θα έλεγε και ο Καλντερόν, αλλά για τον Στρίντμπεργκ αυτό το όνειρο είναι εφιάλτης, ενώ ο τελικός προορισμός, ο θάνατος, μοιάζει να είναι η μόνη πραγματικότητα και η μόνη λύτρωση.

 

[1] Τα άλλα έργα αυτής της σειράς είναι: Η Καταιγίδα, Το Καμένο σπίτι, Ο Πελεκάνος, και το ημιτελές: Η Νήσος των νεκρών. Ο Στρίντμπεργκ τα γράφει μέσα σε δέκα περίπου εβδομάδες και τα προορίζει για το Intima Teatern που θα εγκαινιαστεί τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς (1907). Γράφει γρήγορα, ακατάστατα και μέσα σε φριχτούς, αδιάκοπους πόνους. Πάσχει από ψωρίαση και τα χέρια του ματώνουν στην παραμικρή επαφή, ενώ την ίδια περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα συμπτώματα του καρκίνου που θα τον στείλει στον τάφο πέντε χρόνια αργότερα. Η συμβίωση μαζί του καθίσταται αδύνατη. Έξι υπηρέτες τον εγκαταλείπουν σε διάστημα 40 ημερών, εκ των οποίων η μαγείρισσά του. Μετά από αυτό δεν μπορεί να μας εκπλήσσει η σκληρότητα και η πίκρα με την οποία τα πρόσωπα της Σονάτας των φαντασμάτων, αλλά και του Πελεκάνου που ακολουθεί, εκφράζονται για το υπηρετικό προσωπικό, και δη τις μαγείρισσες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ

  1. Δούλευα καιρό με την ιδέα μιας καθόλα κλασικής διανομής για τη Σονάτα των φαντασμάτων. Οι ηλικιωμένοι θα έπαιζαν τους ηλικιωμένους, οι μεσήλικες τους μεσήλικες, οι νέοι τους νέους. Και ξαφνικά, λίγο πριν ξεκινήσω τις πρόβες, μια άλλη ιδέα, ισχυρότερη, παραμέρισε την πρώτη. Όλοι οι ρόλοι θα ερμηνεύονταν από νέους ηθοποιούς, ενάντια σε κάθε είδος αληθοφάνειας. Γιατί; Μου είναι ακόμη δύσκολο να το εξηγήσω ικανοποιητικά. Ξέρω, εννοείται, πως το πραγματικό θέατρο δεν «κολλάει» σε τέτοιες λεπτομέρειες (ηλικίες, φύλο…), και αγαπάει τις παραξενιές, όπως άλλωστε και το όνειρο, -και η Σονάτα είναι κατά κάποιον τρόπο φτιαγμένη από την ύλη των ονείρων και είναι σίγουρα θέατρο-. Δεν θα μπορούσα βέβαια να εμποδίσω όποιον ψάχνει τις εξηγήσεις για τις σκηνοθετικές επιλογές αποκλειστικά μέσα στο κείμενο, ή έχει διαβάσει λίγο Όσκαρ Ουάιλντ, να σκεφτεί ότι το έγκλημα συντηρεί τη νεότητα, -και όλοι οι γέροι του έργου είναι κατά κάποιον τρόπο εγκληματίες-, ή ότι όλοι αυτοί οι κακούργοι, δολοφόνοι, κλέφτες, απατεώνες, μοιχοί, κλπ., μείναν καρφιτσωμένοι σαν βαλσαμωμένες πεταλούδες στην ηλικία που διέπραξαν το πρώτο αμάρτημά τους, -άλλωστε σ’ αυτό γυρνάν και ξαναγυρνάν, στοιχειωμένοι-, ή ακόμη ότι οι νεκροί δεν έχουν ηλικία, είναι αιώνια νέοι, -και τι άλλο είναι αυτές οι ημιτελείς, οι ατελείς υπάρξεις της Σονάτας, αν όχι νεκροί, φαντάσματα, βαμπίρ, δηλωμένες έτσι ευθύς εξ αρχής, από τον τίτλο ήδη του έργου; και τι άλλο είναι η νεότητα αν όχι το τέλειον ατελές;-. Κι όμως, ούτε αυτό συνιστά για μένα απάντηση ικανοποιητική. Αλλά μήπως τότε θα πρέπει να προβώ σε μιαν εξομολόγηση; Ή την έχω κιόλας κάνει;
  2. Χρειάζεται άραγε να αιτιολογήσω, μετά από αυτό, την ανάθεση αντρικού ρόλου σε γυναίκα ηθοποιό, ή την παρουσία στη διανομή μιας ηθοποιού με ξενική προφορά;
  3. Αν είναι όνειρο η Σονάτα, ποιος είναι ο ονειρευόμενος; Με άλλα λόγια, ποιο είναι το κεντρικό πρόσωπο αυτού του έργου; Αν υποθέσουμε πως είναι ο Φοιτητής, ο οποίος άλλωστε στην αρχή της Α’ Πράξης [1] δηλώνει πως δεν ξύπνησε ακόμη, η ελαχιστότατη συμμετοχή του στη Β’ Πράξη θέτει πρόβλημα. Αν πάλι πούμε πως είναι ο Χούμελ, ο οποίος φαίνεται να κινεί τα νήματα, μάγος και σκηνοθέτης του θεάματος που βλέπει ο Φοιτητής στην Α’ Πράξη, τότε θέτει πρόβλημα ο θάνατός του στο τέλος της Β’ Πράξης και η συνακόλουθη απουσία του από την Γ’ Πράξη. Ένα έργο είναι σίγουρα το όνειρο του συγγραφέα του, κι από αυτή την άποψη η Σονάτα είναι πρωτίστως το όνειρο του Στρίντμπεργκ που αρέσκεται ιδιαίτερα να αντανακλάται στα δημιουργήματά μου και να αυτοβιογραφείται μέσα από αυτά. Αλλά είναι μόνο όνειρο; Στην πραγματικότητα, όπως δεν ξέρουμε ποιος ονειρεύεται και τι, ή ποιο είναι το όνειρο ποιου, έτσι δεν ξέρουμε τι ανήκει στο όνειρο και τι όχι. Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο απολύτως εκτός των συμβάσεων, με απότομες, ανεξήγητες αλλαγές ύφους, με ανακολουθίες, παραλογισμούς, κενά, ξεκάρφωτες ατάκες, αστείο και ανησυχητικό, ποτέ εντελώς απόμακρο, ποτέ στ’ αλήθεια οικείο. Έργο οριακό και έργο όπου τα όρια συγχέονται.
    Το πραγματικό και το μη πραγματικό, οι ζωντανοί και οι νεκροί, η ομορφιά και η ασχήμια, η αθωότητα και η διάβρωση, το τραγικό και το κωμικό, το γκροτέσκο και το ρεαλιστικό, ανταλλάσσουν διαρκώς τις ταυτότητές τους, θολώνοντας το περίγραμμα και τη φύση τους. Αυτήν τη μεταιχμιακή κατάσταση καλείται να αποδώσει, να μεταδώσει η σκηνοθεσία, αυτήν την «αμφιβολία».
  4. Χάρηκα πολύ όταν έμαθα ότι και ο Μπέργκμαν σε μια από τις σκηνοθεσίες του της Σονάτας ανέθεσε στην ίδια ηθοποιό τους ρόλους της Μούμιας και της Νέας. Αλλά νομίζω ότι πολλοί θα έκαναν μιαν ανάλογη σκέψη: ο Στρίντμπεργκ δεν παραλείπει να τονίσει τη μεγάλη ομοιότητα -ως προς τη μορφή- της μητέρας και της κόρης. Αντιθέτως, μας αφήνει να εννοήσουμε την ομοιότητα -ως προς την πορεία ζωής- του Χούμελ και του Φοιτητή. Θα έπρεπε ίσως, για να φανεί καλύτερα αυτή η τελευταία, να βρεθούν δύο δίδυμοι ηθοποιοί για να επωμισθούν τους δυο αυτούς ρόλους, μια που η σκηνική συνύπαρξή τους απαγορεύει την ερμηνεία τους από τον ίδιο ηθοποιό. Ή να χρησιμοποιήσουμε μια μάσκα για τον Χούμελ και την ίδια μάσκα για τον Φοιτητή στην Γ’ Πράξη.
  5. Έργο δωματίου, η Σονάτα; Με δεκατέσσερα πρόσωπα και με τρία διαφορετικά σκηνικά, εκ των οποίων το ένα αναπαριστά ολόκληρη πρόσοψη οικοδομής; Λίγο δύσκολο να το δεχτούμε, ή κάτι άλλο συμβαίνει. Ο Στρίντμπεργκ, στις σημειώσεις του και στις επιστολές του στον συνεργάτη του ηθοποιό και σκηνοθέτη Φαλκ, Ζητάει να παίζονται τα έργα του με μοναδικό σκηνικό τα ριντό. Επομένως δεν ενδιαφέρεται για -και ενδεχομένως απορρίπτει- μια εντελώς ρεαλιστική αναπαράσταση των σκηνικών που ο ίδιος με κάθε λεπτομέρεια περιγράφει. Εν τοιαύτη περιπτώσει το βάρος της παράστασης πέφτει αλλού: στον λόγο, στην κίνηση, στην ερμηνεία των ηθοποιών, που οφείλουν να υπακούν σε μια γενικότερη μουσική αντίληψη της θεατρικής πράξης. Κι αυτή η -επιβλημένη και από τον τίτλο- μουσική αντίληψη μπορεί να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό της Σονάτας ως «έργο δωματίου» και να δείξει τις οφειλές της στον συμβολισμό που προηγείται χρονικά της συγγραφής της. Ταυτόχρονα θα πρέπει να επισημανθούν και οι οφειλές της σε μια -νέα ακόμη τότε- τέχνη, τον κινηματογράφο. Πολλές μικρές σκηνές χωρίς λόγια ή πιο σωστά με λόγια που εμείς δεν ακούμε, κυρίως στην Α’ Πράξη, θυμίζουν σκηνές από ταινίες του βωβού.
  6. Σε ανάλογες με τις προτεινόμενες από τον Στρίντμπεργκ, αφαιρετικές, σκηνογραφικές λύσεις οδηγούμαστε κι εμείς, εκ των πραγμάτων. Το Studio Όρα όπου ανεβάζουμε τη Σονάτα, είναι ένας υπόγειος μικρός, μακρόστενος χώρος, χωρίς ιδιαίτερο ύψος και φάρδος, περιστοιχισμένος από κολώνες. Ένα δίφυλλο πανό, τοποθετημένο στο βάθος, καλείται να παίξει την πρόσοψη της οικοδομής, να ρυθμίσει με το ανοιγοκλείσιμό του εισόδους και εξόδους, να δημιουργήσει τη ντουλάπα όπου ζει η Μούμια, ή το μαύρο παραβάν που βάζει ο Μπένγκτσον μπροστά από όσους πρόκειται να πεθάνουν, κι ακόμη να δώσει την αίσθηση ενός τόπου κρυφού, κρυμμένου, ενός «αλλού». Ελάχιστα αντικείμενα συμπληρώνουν το όλον: ένας καθρέφτης, λίγες καρέκλες, ένας πλαστικός διάφανος κάδος που θα κρατάει ένας ηθοποιός δίκην κρήνης, άλλοι παρόμοιοι κάδοι για τους υάκινθους, τα αγαπημένα λουλούδια της Νέας, και μονίμως εγκαταστημένο στο βάθος της σκηνής ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι νοσοκομείου, δηλωτικό της αρρώστιας που κουβαλούν τα πρόσωπα του δράματος, του θανάτου που πλανάται γύρω και μέσα τους.
  7. Κοντεύοντας στην ολοκλήρωση αυτής της δουλειάς, καταλαβαίνω πόσο το έργο δικαιώνει τον τίτλο του και τι στοίχημα αποτελεί για τον σκηνοθέτη του. Ένα πρώτο πέρασμα και των τριών μερών που το απαρτίζουν, αυτή η πρόβα πανικού όπου οι ηθοποιοί είναι αντιμέτωποι με καινούρια στοιχεία (σκηνικά, κοστούμια, μουσική…), μου δείχνει πεντακάθαρα πόσο διαφορετικά είναι αυτά τα μέρη μεταξύ τους, και πόσα πολλά υπολείπονται ακόμη για να επιτευχθεί μια σύζευξη, ή έστω συνύπαρξη αντιθέτων υφών, ερμηνειών, αισθητικών. Μένω με την αίσθηση ότι ανεβάζω τρία μονόπρακτα που ενώ μοιράζονται τις ίδιες θεματικές και τους ίδιους ήρωες, απαιτούν ωστόσο διαφορετική σκηνοθετική αντιμετώπιση το καθένα, και ότι, παρόλ’ αυτά, δεν μπορεί και δεν πρέπει να νοηθούν ως αυτόνομες δημιουργίες αλλά ως απολύτως αλληλέγγυες. Δέσιμο, σύνδεση των τριών διαφορετικών μερών χωρίς εξάλειψη των ασυνεπειών και των απιθανοτήτων. Χωρίς εξομάλυνση των υφολογικών ανωμαλιών. Χωρίς μασκάρεμα της διαφοράς. Λεπτές ισορροπίες και πάγος εύθραυστος. σουηδικός.

 

[1] Μόνο καταχρηστικά, χάριν ευκολίας, μπορούμε να αποκαλούμε τα τρία μέρη της Σονάτας των φαντασμάτων Πράξεις. Ο Στρίντμπεργκ αποφεύγει να τα χαρακτηρίσει.

Δ. Κ.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

 

Παύλος Λεμοντζής, «Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης φέρνει βήματα μπροστά το ελληνικό θέατρο με τη “Σονάτα των φαντασμάτων” του Στρίντμπεργκ», kavalawebnews.gr, Δευτέρα, 24 Δεκεμβρίου 2012

Επιτέλους, ένας ομοιογενής θίασος σε ένα σφιχτοδεμένο έργο με ρυθμούς καταιγιστικούς, γεμάτο έξοχα ευρήματα, που επιτρέπει στο θεατή να «διαβάσει» ένα δύσκολο κείμενο, να γίνει κοινωνός των καταστάσεων, να συμμετέχει, να ασφυκτιά σε καίρια σημεία… να λύνεται και να «αδειάζει» στην πλατεία το γέλιο αβίαστα, να απογειώνεται και να προσγειώνεται στα σωστά σημεία του κειμένου, να συμπάσχει και να οδοιπορεί με τους ήρωες στο ίδιο δωμάτιο, που μεταμορφώνεται σε πεδίο αναζήτησης της λύτρωσης, της λύσης γόρδιων δεσμών, να γεύεται με λαιμαργία τις ποιητικές εικόνες που χαρίζει η σκηνοθεσία, να ταξιδεύει πότε στον κόσμο του βωβού κινηματογράφου με την παντομίμα, πότε στο γκροτέσκο σύμπαν τού Τιμ Μπάρτον και πότε σε ταμπλό-βιβάν εμπνευσμένα από Τσαρούχη έως Μποτιτσέλι. Στο νέο θεατράκι «studio Όρα», της οδού Αντωνίου Καμάρα στη Θεσσαλονίκη, τα βράδια ξετυλίγεται με μαγικό τρόπο ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Αύγουστου Στρίντμπεργκ.
Η ομάδα «Angelus Novus» υπό την καθοδήγηση του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, συνθέτει, χτίζει αν θέλετε, τεχνηέντως, με ταλέντο και πειθαρχία, το περίφημο «θέατρο δωματίου» του Στρίντμπεργκ, που το χαρακτηριστικό του εντοπίζεται στο ότι πραγματεύεται ένα θέμα σε βάθος που, ενώ κινείται στο χώρο της φαντασίας, στηρίζεται τόσο στην ανθρώπινη παρατήρηση όσο και στην ανθρώπινη εμπειρία. (…) Από το 1907 στο 2012 με τρόπο θεατρικό, σύγχρονο, μοντέρνο μεν αλλά όχι ακατάληπτο, με εκμετάλλευση του ζεστού, ιδανικού χώρου τού «studio ορα» για έργα που θέλουν την ανάσα του θεατή στο πρόσωπο τού ερμηνευτή και το αντίστροφο, με εύστοχα σκηνοθετικά ευρήματα που δημιουργούν εικαστική πανδαισία, πανέξυπνο τρόπο ανάγνωσης κειμένου από θεατές, και με θαυμάσιες ερμηνείες από την ομάδα των νεαρών ηθοποιιών, η «Σονάτα των φαντασμάτων» ψυχαγωγεί, διδάσκει, τέρπει αισθήσεις, «ξοδεύει» χρόνο εποικοδομητικά. Βρείτε τρόπο να δείτε οπωσδήποτε αυτήν την παράσταση. Είναι ξεχωριστή εμπειρία και θεατρική κατήχηση.

 

Αχιλλέας Ψαλτόπουλος, «Περί Όνου Σκιάς (43): Διαφορετικότητα και αποδοχή», agelioforos.gr, Παρασκευή, 4 Ιανουαρίου 2013

[…] Το γριφώδες αυτό έργο (Η Σονάτα των φαντασμάτων) του Σουηδού Αυγούστου Στρίντμπεργκ το αντιμετώπισε ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, υπεύθυνος και για τη μεταφορά του στα Ελληνικά, σαν μια κωμωδία με τραγικό βάθος, μπολιάζοντάς το με αρκετά γκροτέσκα στοιχεία, με αποκορύφωμα, ίσως, το υπέρογκο κοστούμι της Μαγείρισσας (σκηνικά, κοστούμια, φωτισμοί, Απόστολος Αποστολίδης). Ο πολυπληθής θίασος από νέους ηθοποιούς του σχήματος Angelus Novus ανταποκρίθηκε κατά το πλείστον στις προσταγές της απαιτητικής σκηνοθεσίας, δημιουργώντας ενιαία ερμηνευτική γραμμή. Και ο μουσικός Κώστας Βοζίκης έντυσε την παράσταση με τα κατάλληλα ηχοχρώματα. Το τελικό αποτέλεσμα έδινε όντως την εντύπωση μιας ονειροφαντασίας, αν και σε μερικά σημεία ο αμύητος, μ’ αυτό το είδος του θεάτρου, θεατής να χρειαζόταν μια πιο ξεκάθαρη γραμμή.

 

Σάββας Πατσαλίδης, «Εφιάλτες με χιούμορ και παραξένισμα», ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Κυριακή, 6 Ιανουαρίου 2013

Η «Σονάτα των φαντασμάτων» (1907), του Α. Στρίντμπεργκ, είναι μια συναρπαστική πραγματεία θανάτου, την οποία, απ’ όπου και αν την προσεγγίσεις, άκρη δεν βγάζεις. Οι παραληρηματικές διεργασίες του νου ακυρώνουν οποιαδήποτε προσπάθεια εξορθολογισμού και, κατά συνέπια, τιθάσευσής τους. Ακόμη κι αυτή η σκηνή λύτρωσης στο τέλος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πρόσκαιρη απελευθέρωση. (…) Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης μπήκε καλά διαβασμένος στο δαιδαλώδες εσωτερικό τοπίο του έργου. Κράτησε τη mise en scene του μακριά από τους κώδικες του μιμητικού θεάτρου και αναζήτησε τους παλμούς και την κρυμμένη θεατρικότητα του έργου -τη mise en abyme- εκεί όπου μόνο η φαντασία μπορεί να διεισδύσει. Αναγνωρίζοντας ότι έχει να κάνει με «απερίγραπτες» φιγούρες, όπως «απερίγραπτος» είναι και ο χώρος που κατοικούν, πολύ ορθά απέφυγε να τους δώσει στέρεα και οικεία περιγράμματα. Σε αντίθεση με τις παγιωμένες ψυχοβγαλτικές αναγνώσεις των έργων του Στρίντμπεργκ, ο Κωνσταντινίδης αναζήτησε επίμονα το υποδόριο χιούμορ του. Και η παράσταση που είδαμε στη μικρή σκηνή του «Στούντιο Ορα», έδειξε ότι κέρδισε το στοίχημα. Ήταν μια παράσταση καθαρή και σωστά προσανατολισμένη, η οποία βοήθησε, μέχρις ενός σημείου, το κοινό να καταλάβει τι γίνεται. Και λέω, μέχρις ενός σημείου, γιατί, για όσα δεν καταλάβαμε, δεν τα χρεώνεται η σκηνοθεσία αλλά το ίδιο το έργο, το οποίο ποτέ δεν θα σου παραδοθεί ολοκληρωτικά. Κι αυτή είναι η «άγρια» γοητεία του. Μου άρεσε ο τρόπος που η σκηνοθεσία μεθόδευσε την εκσκαφή του, την αποφλοίωση και την επώδυνη βύθιση στη χώρα της παρακμής, της φθοράς και της στασιμότητας. Μου άρεσαν οι μεταμοντέρνες διαθέσεις του Κωνσταντινίδη, οι οποίες, εντελώς απενοχοποιημένα, έκαναν διαρκώς κινήσεις σλάλομ ανάμεσα σε ποικίλους κώδικες, από το βωβό κινηματογράφο, το γερμανικό εξπρεσιονισμό, το σουρεαλισμό, μέχρι την ποπ κουλτούρα με τους male strippers, την οικογένεια Ανταμς, τα καρτούν, τις κινηματογραφικές παρωδίες έργων τρόμου, τα B movies και την τεχνική του θεάτρου εν θεάτρω, με στόχο τη δημιουργία ενός σκηνικού κόσμου παστίς (pastiche), ενός ρυθμικού σύμπαντος φτιαγμένου από λέξεις, σώματα, χρώματα, ήχους και εκτυφλωτικό φως. Εύστοχη, επίσης, και η επιλογή του να δώσει τους ρόλους σε νέους, υπογραμμίζοντας έτσι τη διάχυτη παραδοξότητα που εμφιλοχωρεί στα δρώμενα αλλά και στο θέμα του έργου, που είναι φτιαγμένο, όπως και η «Τρικυμία» του Σέξπιρ, «από την ύλη των ονείρων». Όπως κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με απόλυτη βεβαιότητα την ηλικία του Πρόσπερο, έτσι κι εδώ ποιος θα μας πει αν ο «Γέροντας» είναι πράγματι γέροντας; Ποιος θα μας υποδείξει την αλήθεια από το ψέμα; Το θέατρο από τη ζωή; Εχοντας δει τις περισσότερες δουλειές του Κωνσταντινίδη, πιστεύω πως αυτή είναι η πλέον εξωστρεφής και παιγνιώδης, και μάλιστα με ένα έργο απελπιστικά εσωστρεφές. (…) Συμπέρασμα: μια παράσταση σκηνοθετημένη με φαντασία, τόλμη και άποψη. Δείτε την. Θα απολαύσετε έναν αλλιώτικο Στρίντμπεργκ.

 

Σπύρος Μέλλιος, «Η Σονάτα των φαντασμάτων», Noisy.gr [Ιανουάριος 2013 – χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία]


(…) Πάνω στην κόψη του ξυραφιού λοιπόν κινήθηκε ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης που υπογράφει και την σκηνοθεσία αφού το παραμικρό ολίσθημα θα μπορούσε να τραυματίσει το έργο και να εξατμίσει την σχέση έργου και ερμηνείας. Ευτυχώς ευτύχησε στα χέρια του, αφού έριξε το βάρος της παράστασης στο λόγο, στην κίνηση, στην ερμηνεία των ηθοποιών που οφείλουν να υπακούουν σε μία γενικότερη μουσική αντίληψη της θεατρικής πράξης μέσα από πολλές μικρές σκηνές χωρίς λόγια ή πιο σωστά με λόγια που εμείς δεν ακούμε, θυμίζοντας σκηνές από ταινίες του βωβού κινηματογράφου. (…)

 

Πηνελόπη Χριστοπούλου, «Η Σονάτα των φαντασμάτων του Αύγουστου Στρίντμπεργκ», Επί σκηνής, Τετάρτη, 16 Ιανουάριος 2013
(http://www.artatnet.gr/EpiSkhnhsJ/2009-05-31-09-20-01/2009-11-04-22-04-47/980- 2013-01-16-17-46-04)


(…) Το έργο αυτούσιο, παρουσιάζει μεγάλο βαθμό δυσκολίας σκηνικής αναπαράστασης του και ο λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι πολυσήμαντος. Κατ αρχήν, λόγω των σκηνικών του δυσκολιών, έπειτα, λόγω της φόρμας του – σονάτα γραμμένη με την τριμερή φόρμα μιας μουσικής σονάτας-, με τρία αυθύπαρκτα θέματα συνδεόμενα μεταξύ τους με επιμέρους μοτίβα. Ο Στρίντμπεργκ ο ίδιος ζητούσε σε γράμματα της εποχής του, η Σονάτα να παίζεται με μοναδικό σκηνικό τα ριντό. Εκτιμούμε λοιπόν αρχικά τον σεβασμό στο έργο του μεγάλου σουηδού δραματουργού, καθότι η παράσταση μπορεί να μην χρησιμοποίησε ένα μόνο ριντό , άγγιξε όμως σχεδόν πλήρως την σκηνική διευθέτηση που ο ίδιος ο συγγραφέας θα επιθυμούσε, -τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για κείμενο που έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να ερμηνευτεί με ποικίλους τρόπους-. Η σκηνοθετική γραμμή έμεινε επίσης πιστή και σε μια άλλη επιθυμία του Στρίντμπεργκ που χαρακτήριζε το έργο «δράμα δωματίου» και με μια άκρως επιμελημένη σκηνική αποδόμηση, φορτισμένη συναισθηματικά και ψευδαισθητικά, αιωρούμενη ανάμεσα στο φαντασιακό και το αληθινό, πετυχαίνει μια ποιητική μετατόπιση της διττής πραγματικότητας της ανθρώπινης φύσης αλλά και της κοινωνίας, πάντα με ευλαβική πιστότητα στο κείμενο, στο ύφος, στο ρυθμό του και στο ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων-ψυχών τους. Οι ηθοποιοί λίγο πριν το τέλος της παράστασης βγάζουν τα κουστούμια τους μένοντας με εσώρουχα σε χρώμα του δέρματος, τονίζοντας συμβολικά την απογύμνωση της ψυχής τους. Κάπου εκεί βρίσκεται και η λύτρωση. Σε ερμηνευτικό επίπεδο, όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί κινήθηκαν σωστά, με συνέπεια, συγχρονισμό, και έντονη θεατρικότητα. (…) Υπάρχει μια απόλυτη αρμονία στην όλη αισθητική της παράστασης με αποτέλεσμα ο θεατής να μεταφέρεται ψευδαισθητικά στον σκηνικό τόπο. (…) Μια πολύ καλοδουλεμένη και σε κάποια σημεία «επιμελώς ατημέλητη» παράσταση, με ευχάριστες νότες διακριτικού χιούμορ που απαλύνουν τις τραγικές προεκτάσεις. Το όλο εγχείρημα είναι ίσως το αποτέλεσμα ενός μεγάλου στοιχήματος ανάμεσα στον σκηνοθέτη Δαμιανό Κωνσταντινίδη και τον εαυτό του, στοίχημα το οποίο φαίνεται ότι τελικά κέρδισε. Και το κυριότερο, μας κάνει ευτυχείς γιατί μπορέσαμε να κατανοήσουμε καλύτερα ένα τεχνικά δυσπρόσιτο (κυρίως στην σκηνική πραγμάτωση του), αριστούργημα της θεατρικής γραφής. Το μόνο που θα αλλάζαμε, είναι το motto της παράστασης μετατρέποντας το, από «μια κωμωδία με τραγικό βάθος», σε «μια τραγωδία (εξ ορισμού και μόνο…) με κωμικό βάθος» Μια παράσταση που μας «ταξιδεύει» από το πραγματικό στο φαντασιακό-ονειρικό, από το καλό στο κακό, από τη λογική στην παράνοια.

 

Κορνήλιος Ρουσάκης, «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών!», ΕΞΩΣΤΗΣ, Κυριακή 03/02/2013


(…) Στη μικρή σκηνή του Studio Όρα ο θεατής συναντά μια καθαρή, καίρια σκηνική αντιμετώπιση του κειμένου. Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης φέρνει στη σκηνή τις παράξενες, γκροτέσκες, σουρεαλιστικές και ενίοτε κωμικές φιγούρες δίχως να τις τυποποιήσει, χωρίς να τις παρουσιάσει σχηματικά. Μέσα από εικόνες αισθητικής τελειότητας (χαρακτηριστικό της σκηνοθετικής παρουσίας του Κωνσταντινίδη) που «παίζουν» με τη φωτιά, το νερό, την επενέργεια του φωτός στα ημίγυμνα σώματα, τον εκτροχιασμό των ήχων, αναδεικνύεται η απώλεια της απατηλής όμορφης όψης. Στα θετικά του εγχειρήματος προσμετράται και η επιλογή να επωμιστούν τους ρόλους νεαροί ηθοποιοί, όλοι τους απόφοιτοι και φοιτητές του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., παρόλο που οι ρόλοι απαιτούν ηθοποιούς μεγαλύτερης ηλικίας. Ένα παιχνίδι με το παράδοξο του χρόνου που κι αυτό κρίνεται επιτυχημένο.