ΠΡΟΣ ΜΕΝΟΙΚΕΑ

μία παυσίλυπος κωμωδία
ΟΜΑΔΑ ANGELUS NOVUS - Transcendance - αγωγός τέχνης , 2024
Συντελεστές

Συντελεστές:

Σύνθεση κειμένου παράστασης – Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά – Κοστούμια: Απόστολος Αποστολίδης
Μουσική: Γιώργος Χρυσικός
Κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα
Φωτισμοί: Σωτήρης Ρουμελιώτης

Ηθοποιοί:

Θάνος Διμηνάς
Ελένη Μακίσογλου
Γιάννης Μονοκρούσος
Αντιγόνη Μπάρμπα
Δανάη Τσιοπλή

Φωτογραφίες: Buba Soso Gabedava
Γραφιστικά: Nastyl
Stage manager: Αντωνία Γεωργιάδου
Οργάνωση και διεύθυνση παραγωγής: Στέλλα Τενεκετζή

Χώρος: Transcendance – αγωγός τέχνης
Πολυξένης Αντωνίου 4 – Θεσσαλονίκη

Πραγματοποιήθηκε με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.

Κείμενα:

α) η «Προς Μενοικέα» επιστολή του Επίκουρου

β) κείμενα των ηθοποιών και του σκηνοθέτη της παράστασης

γ) αποσπάσματα από μαρτυρίες και συνεντεύξεις ανθρώπων που νόσησαν από ψυχικές νόσους, ανώνυμων και επώνυμων: Έλενας Ακρίτα [1] , Φώτη Θαλασσινού [2] , Μαργαρίτας Καραπάνου και Φωτεινής Τσαλίκογλου [3], Νίκου Καρούζου, Λένας Κιτσοπούλου, Αύγουστου Κορτώ [4] , Βένης Παπαδημητρίου [5] , Ντάντε Αλιγκέρι, Σάμουελ Μπέκετ, Στιγκ Ντάγκερμαν, Ντόροθι Πάρκερ, Σύλβια Πλαθ, Ουίλλιαμ Στάιρον [6] , κ.ά.

δ) φύλλα οδηγιών χρήσης αντικαταθλιπτικών, αντιψυχωτικών, αγχολυτικών και συναφών φαρμάκων.

 

[1] Έλενα Ακρίτα, Μαμά, κοίτα, χωρίς χέρια, ΔΙΟΠΤΡΑ, Αθήνα 2022

[2] Φώτης Θαλασσινός, Τα Ημερολόγιά μου, ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Αθήνα 2015

[3] Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως;, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 2019

[4] Αύγουστος Κορτώ, Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 2020

[5] Βένη Παπαδημητρίου, Το Eκκρεμές του Nου, Ζώντας με τη Διπολική Διαταραχή, εκδόσεις ΆΛΛΩΣΤΕ, Αθήνα 2017 [Πηγή]

[6] William Styron, Θέα στο σκοτάδι, χρονικό μιας τρέλας, μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, ΠΟΤΑΜΟΣ, Αθήνα 2003

ΑΝΤΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ

α) Η γενική ιδέα
«Η ανάγκη μας για παρηγοριά», διαπιστώνει ο Στιγκ Ντάγκερμαν στο ομώνυμο σύντομο εξομολογητικό κείμενό του [1] , «είναι αδύνατον να κορεσθεί». «Είσαι στη γη, δεν υπάρχει θεραπεία γι’ αυτό», υπερθεματίζει ο Μπέκετ.
Εάν όντως έτσι συμβαίνει, τότε μια βαθιά, «άπατη» λύπη, στοιχειοθετεί ένα από τα κύρια συστατικά του ανθρώπινου είδους, της ψυχικής λειτουργίας του, από γενέσεώς του. Ο οντολογικός χαρακτήρας αυτής της λύπης, ή αυτής της αθεράπευτης αρρώστιας που είναι η ίδια η ζωή, η ίδια η ύπαρξη, είναι ολοφάνερος.
Υπάρχει δυνατότητα για παρηγοριά και θεραπεία; Υπάρχει δυνατότητα για απαλλαγή από τη λύπη; Υπάρχει δυνατότητα για ευτυχία; Αυτά τα παλιά όσο και ο άνθρωπος ερωτήματα, θέλει να θέσει εκ νέου η παράσταση Προς Μενοικέα, χωρίς την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να τα εξαντλήσει ή να τα απαντήσει πραγματικά.
Τα αναζητά εκεί όπου τίθενται με περισσότερη ενάργεια: από τη μια, σε έναν από τους πιο γνωστούς παραινετικούς λόγους της αρχαιότητας, την επιστολή προς τον Μενοικέα του Επίκουρου, από την οποία δανείζεται και τον τίτλο της, και από την άλλη, σε μαρτυρίες και συνεντεύξεις ανθρώπων, ανώνυμων και επώνυμων, οι οποίοι νόσησαν από ψυχικές νόσους, ήρθαν, επομένως, αντιμέτωποι με την οντολογική αγωνία (της θνητότητας, της «φθαρτότητας») σε όλο της το μεγαλείο, και κατάφεραν, κάποια στιγμή, αν όχι να απαλλαγούν από το ψυχικό άλγος, να βρουν τουλάχιστον μια διέξοδο και τη δύναμη να σταθούν πάλι στα πόδια τους. Να ζήσουν.

β) Η επιστολή του Επίκουρου

Από τις τρεις σωζόμενες επιστολές του Επίκουρου (Σάμος 341 π.Χ. – Αθήνα 271 π.Χ.), η τρίτη με αποδέκτη τον Μενοικέα [2] , είναι η σημαντικότερη και συνοψίζει την Ηθική του φιλοσοφία [3].

Ο Επίκουρος ευαγγελίζεται μια «τέχνη αλυπίας» και προτείνει έναν οδηγό «ευδαιμονίας», η οποία πηγάζει από την αταραξία της ψυχής. Αυτή επιτυγχάνεται με την απελευθέρωση από κάθε πόνο και κάθε φόβο, κυρίως από τον φόβο των θεών και τον φόβο του θανάτου, καθώς και με την ιεράρχηση των επιθυμιών με γνώμονα τη φρόνηση που είναι για τον αρχαίο φιλόσοφο η μέγιστη αρετή. [«Απ’ αυτήν γεννιούνται οι υπόλοιπες αρετές και η φιλοσοφία διδάσκει ότι δεν μπορεί κανείς να ζει ευχάριστα χωρίς φρόνηση, καλοσύνη και δικαιοσύνη∙ ούτε, αντίστροφα, μπορεί να ζει με φρόνηση, καλοσύνη και δικαιοσύνη, χωρίς να ζει ευχάριστα» [4] .

Δεν πρέπει να φοβόμαστε τους θεούς, λέει ο Επίκουρος, γιατί οι θεοί είναι αμέτοχοι στη ζωή των ανθρώπων. Δεν επεμβαίνουν σε αυτήν ούτε ως τιμωροί ούτε ως επιβραβευτές. Άλλωστε δεν διακατέχονται από ανθρώπινα πάθη. Η «αδιαφορία» τους αυτή, η «απάθειά» τους, είναι στοιχείο της μακαριότητάς τους, και οφείλουμε να τους μοιάσουμε σε αυτό, ώστε και εμείς να έχουμε πρόσβαση στην μακαριότητα. Ούτε τον θάνατο πρέπει να φοβόμαστε, γιατί δεν αφορά ούτε τους ζωντανούς ούτε τους πεθαμένους. Όταν υπάρχουμε εμείς δεν υπάρχει αυτός και όταν υπάρχει αυτός, όταν δηλαδή πεθάνουμε, δεν υπάρχουμε εμείς.

Ύψιστο αγαθό, αντίδοτο στον πόνο και προϋπόθεση για την ευτυχία, ο Επίκουρος θεωρεί την «ηδονή». Δεν εννοεί τις σαρκικές απολαύσεις των ασώτων, όπως πολλές φορές του έχουν προσάψει, αλλά την ευχαρίστηση που προκύπτει από την ικανοποίηση των «αναγκαίων», των «φυσικών» επιθυμιών, αυτών που εξασφαλίζουν στον άνθρωπο την επιβίωση και ικανοποιούνται σχετικά εύκολα, και έπειτα εκείνων που αφενός είναι μέσα στις δυνατότητές του και αφετέρου θα του προσφέρουν περισσότερο ευχαρίστηση παρά πόνο. Αντιθέτως, συστήνει την αποφυγή των «μη αναγκαίων», των πλασματικών, «μη φυσικών» επιθυμιών (υπονοούνται η Δόξα, ο Πλούτος, η Εξουσία…), που είναι ακόρεστες, δύσκολα ικανοποιούνται και ακόμα πιο δύσκολα διατηρούνται και βυθίζουν τον άνθρωπο σε ανασφάλεια, καχυποψία, αγωνία, πόνο και δυστυχία χωρίς τέλος.

Καταλήγοντας, ο Επίκουρος εναντιώνεται σε αυτούς που πρεσβεύουν ότι η «μοίρα» κυβερνά τα πάντα. Μια τέτοια πίστη καθιστά τον άνθρωπο ανεύθυνο για ό,τι του συμβαίνει, ενώ θα πρέπει αυτός να αποφασίζει ελεύθερα για την πορεία της ζωής του και να αναλαμβάνει την ευθύνη των επιλογών του, συνυπολογίζοντας, εννοείται, κάθε φορά τα δεδομένα της συγκυρίας, όπου εκεί βέβαια παίζουν ρόλο και οι αναγκαιότητες και το τυχαίο.

*

Η «Προς Μενοικέα» επιστολή, όπως και το συνολικό έργο του Επίκουρου, έρχεται να απαντήσει στα βασανιστικά προβλήματα μιας ιδιαίτερα ταραγμένης, ανήσυχης και ανασφαλούς περιόδου. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Χάινριχ Σμιτ [5] , για μια «εποχή στιγματισμένη από εμφύλιους πολέμους, υπερφίαλους δυνάστες, πολιορκίες, στερήσεις και βάσανα για τον απλό λαό. Απέναντι στην αριστοκρατική Ακαδημία του Πλάτωνα, στο πάμπλουτο και πανίσχυρο Λύκειο του Αριστοτέλη και στην ευνοούμενη από τους βασιλιάδες Στωική σχολή, μόνον ο επικούρειος Κήπος [6] νοιάστηκε να απαλλάξει τον απλό λαό, τον καθημερινό άνθρωπο, από το άγχος του θανάτου και τον τρόμο των θεών, και να του διδάξει μια ηθική – εκείνη της χαράς της ζωής – βασισμένη όχι επάνω σε σοφιστείες περί «ιδεών» ή ιδανικών «προτύπων αρετής», αλλά επάνω στη φυσική αλήθεια, την ατομική θεωρία, η οποία αποτελεί και τη μόνη πραγματική απεικόνιση του σύμπαντος κόσμου από την εποχή του Δημόκριτου μέχρι σήμερα.»

γ) Η παράσταση

Χώρος της δράσης: ένα σύγχρονο θεραπευτήριο. Μέσα στα δωμάτια και στους διαδρόμους του οι «Μενοικείς». Είναι άνθρωποι χωρίς χαρά, δυστυχισμένοι, ανικανοποίητοι. Σημερινοί. Πάσχουν από κατάθλιψη και άλλες παρεμφερείς ψυχικές νόσους. Έχουν άγχος, αυτοκτονικές τάσεις, άπειρες αμφιβολίες, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αγοραφοβία. Είναι καχύποπτοι. Ο κόσμος γύρω τους εχθρικός, τους επιβουλεύεται. Ή δεν τους καταλαβαίνει. Νιώθουν ενοχές. Νιώθουν ανεπιθύμητοι, απόβλητοι. Απομονώνονται. Μπορεί άραγε η φιλοσοφία να τους βοηθήσει; Διαβάζουν. Στο θεραπευτήριο υπάρχουν πολλά αντίτυπα της «Προς Μενοικέα» επιστολής του Επίκουρου. Μπορεί να τους βοηθήσει η ψυχανάλυση και η ψυχιατρική; Εξομολογούνται τα σκοτάδια του μυαλού τους. Χαπακώνονται.

Έλλειψη ερωτικής επιθυμίας, αδυναμία στύσης, έλλειψη οργασμού. Δεν έχουν διάθεση να κάνουν τίποτα. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Έντονη ανάγκη να πιαστούν από κάπου, σε κάποιον να αγκιστρωθούν να αποφασίζει στη θέση τους, να τους φροντίζει. Νιώθουν μέσα τους να μεγαλώνει το κενό. Βουλιμία. Δεν βρίσκουν κανένα νόημα στη ζωή. Όλα τους φαίνονται ανούσια. Νευρική ανορεξία. Αιφνίδιες αλλαγές διάθεσης. Από το ένα άκρο στο άλλο μέσα σε μια στιγμή. Παθαίνουν κρίσεις πανικού. Δεν μπορούν να ανασάνουν. Χτυπιούνται στους τοίχους. Ολοφύρονται. Στα καλά καθούμενα παραλύουν, σωριάζονται κάτω, λιποθυμούν. Ή δεν μπορούν με τίποτα να κάτσουν στα αυγά τους, πάσχουν από ακαθισία.

Αυτά πάνω κάτω συμβαίνουν στο πρώτο μέρος της παράστασης που, ακολουθώντας μετριόφρονα το παράδειγμα του Ντάντε και της Θείας Κωμωδίας του, αποκαλούμε «κόλαση», γιατί, όντως, οι «Μενοικείς» ζουν μια κόλαση.

Το δεύτερο μέρος είναι ασφαλώς η «κάθαρση», μια γέφυρα για κάτι καλύτερο: σύντομες συνεδρίες προς απάλυνση του άγχους, θεραπευτικές παρεμβάσεις και ασκήσεις που θα φέρουν μια κάποια ευεξία στους ψυχικά νοσούντες και βεβαίως λίγος Επίκουρος που θα πιστοποιεί πάντα το εφικτόν της ευτυχίας ή, έστω, της ευδαιμονίας.

Το τρίτο μέρος είναι απαραίτητα ο «παράδεισος»: ένας κήπος, εν ολίγοις, -αλλά «κήπο» δεν ονόμαζε τη σχολή του και ο Επίκουρος;-. Εκεί μαζεύονται οι «Μενοικείς» και μιλούν για τις κλινικές εμπειρίες τους και την αποθεραπεία τους, εμφορούμενοι από την ελπίδα αποκατάστασης της ψυχικής υγείας τους.

δ) Γιατί αυτή η παράσταση σήμερα

Η αρχική πρόθεση της σκηνοθεσίας, πέρα από την ανάπτυξη του μείζονος θέματος που συνιστά η επίτευξη ενός ευδαίμονος βίου, ήταν να συνδέσει τις ψυχικές ασθένειες, ή, πιο σωστά, το ευάλωτον της ανθρώπινης ψυχής, του ανθρώπινου μυαλού, όχι μόνο με γενετικούς (κληρονομικότητα), βιολογικούς (έλλειψη σεροτονίνης…) ή ψυχολογικούς καθαρά παράγοντες (δυσβάσταχτη απώλεια…), αλλά και με κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες, κάνοντας σαφείς αναφορές σε συγκεκριμένα γεγονότα που επηρέασαν και επηρεάζουν τις ζωές μας τα τελευταία χρόνια: οικονομική κρίση, κορωνοϊός, αύξηση βίας (ενδοοικογενειακή βία, οπαδική βία, ενδοσχολική βία, ρατσισμός…), άνοδος σε παγκόσμιο επίπεδο του φασισμού και της ακροδεξιάς, λόγοι μίσους που εκφωνούνται από επίσημα χείλη (κράτος, εκκλησία, ΜΜΕ…), υπέρμετρη χρήση και εξάρτηση από την τεχνολογία που οδηγεί στην (εθελούσια) απομόνωση και αποκοινωνικοποίηση του ατόμου…
Αν εγκαταλείφθηκε ένας οφθαλμοφανής συσχετισμός (π.χ., μέσω προβολών, ηχογραφήσεων…), αυτό έγινε μετά από δοκιμή και για δύο λόγους: υπήρχε από τη μια ο κίνδυνος της υπεραπλούστευσης και από την άλλη ο κίνδυνος της συσκότισης, της απομάκρυνσης από το βασικό μας θέμα. Δηλαδή κινδυνεύαμε να διαπράξουμε ένα σφάλμα γούστου και ένα σφάλμα λογικής. Αντίθετα, επιμένοντας ελάχιστα έως καθόλου στις αιτίες που βρίσκονται στη ρίζα μιας ψυχικής ασθένειας, αφήναμε ελεύθερο το πεδίο ώστε να λειτουργήσει καλύτερα η μεταφορική διάσταση της θεατρικής πράξης: ο μικρόκοσμος που παρουσιάζουμε δεν αντανακλά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία συνανθρώπων μας, αλλά παραπέμπει σε ολόκληρη τη σύγχρονη κοινωνία με τα άγχη της, τις αγωνίες της, τις κρίσεις της, τις επισφάλειές της, την επικρεμάμενη πάνω της απειλή ενός επικείμενου θανάτου, την κατάθλιψη που την μαστίζει…
Επιλέγουμε τον συγκεκριμένο μικρόκοσμο των νοσούντων, γιατί εκεί διακρίνεται καλύτερα, και στην έξαρσή του, το «πρόβλημα» και η ανάγκη επίλυσής του, η δυστυχία, το αδιέξοδο, η αγωνία, η ταραχή και η ανάγκη για ευτυχία, για μια διέξοδο, για ηρεμία… Ζητούμενο [7] : η επανένταξη στον ανθρώπινο χάρτη αυτών που η κοινωνία, θέλοντας να τους αποκλείσει από το σώμα της, σπρώχνει στο περιθώριο και τους στιγματίζει. Μήπως επειδή αποτελούν την πιστότερη εικόνα της;

Δαμιανός Κωνσταντινίδης

 

[1] Σε δική μου μετάφραση. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε σε μετάφραση Μαργαρίτας Μέλμπεργκ και με κουτσουρεμένο τον τίτλο: Η ανάγκη μας για παρηγοριά…, εκδ. ΜΕΛΑΝΙ, Αθήνα 2005.

[2] Ασφαλώς δεν πρόκειται για πραγματική επιστολή· η σύνταξη κειμένων με μορφή επιστολής, η επιστολογραφία, αποτελεί γραμματειακό είδος που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά την ύστερη ελληνική αρχαιότητα. Παραλήπτης της συγκεκριμένης επιστολής είναι ο Μενοικέας, πιθανόν μαθητής του Επίκουρου, αλλά ουσιαστικά αποδέκτης των στοχασμών που διατυπώνονται σ’ αυτήν είναι ο κάθε άνθρωπος.

[3] Οι άλλες δύο επιστολές εκθέτουν: η πρώτη την ατομική θεωρία του Επίκουρου που εξελίσσει εκείνη του Δημόκριτου (Προς Ηρόδοτον) και η δεύτερη, η γνησιότητα της οποίας αμφισβητείται, τις απόψεις του για τα αστρονομικά και μετεωρολογικά φαινόμενα (Προς Πυθοκλέα).

[4] Επίκουρος, Προς Μενοικέα, μτφρ. Ελένη Μερκενίδου (αδημοσίευτη)

[5] Χάινριχ Σμιτ, Επίκουρου: Η φιλοσοφία της χαράς της ζωής, μτφρ. Μάριος Βερέττας, εκδ. Βερέττα, 2011.

[6]Έτσι ονόμασε τη σχολή του στην Αθήνα ο Επίκουρος

[7] Πρώτη γραφή: Επιπλέον, έτσι (επαν-)εντάσσουμεστον ανθρώπινο χάρτη, αυτούς που η κοινωνία, θέλοντας να τους αποκλείσει από το σώμα της, σπρώχνει στο περιθώριο και τους στιγματίζει, ενώ αποτελούν την πιστότερη εικόνα της.