Οράτιος / Mauser
(πανελλήνια πρώτη)
ΟΜΑΔΑ ANGELUS NOVUS - ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΚΟΙΤΩΝΕΣ, ΠΡΩΗΝ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΚΟΔΡΑ, 2004-2005
Συντελεστές
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Χάινερ Μύλλερ
Μετάφραση / Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά / Κοστούμια: Απόστολος Αποστολίδης
Μουσική: Γιώργος Βασικαρίδης
Κινησιολογία: Έφη Δρόσου
Φωτισμοί: Στράτος Κουτράκης
Διανομή:
Θόδωρος Γρηγοριάδης, Δημήτρης Καρτόκης, Δήμητρα Μαυρίδου, Μαρίζα Τσάρη, Τσαμπίκα Φεσάκη
Τα έργα
ΤΑ ΕΡΓΑ
«Το διδακτικό έργο διδάσκει επειδή παίζεται, και όχι επειδή κάποιοι το βλέπουν.
Θεωρητικά κανείς θεατής δεν είναι απαραίτητος στο διδακτικό έργο,αλλά μπορούμε φυσικά να επωφεληθούμε από τηνπαρουσία του. Στη βάση του διδακτικού έργου βρίσκεται η ελπίδαότι εκείνος που παίζει μπορεί ναεπηρεαστεί κοινωνικά από την εκτέλεση πολύ συγκεκριμένων τρόπων δράσης (…)
Η μίμηση υψηλώνπροτύπων παίζει σ’ αυτό σημαντικό ρόλο,όπως και η κριτική που ασκούμε σ’ αυτά τα πρότυπα μέσα απόένα παίξιμο ηθελημένα διαφορετικό»
Μπ. Μπρεχτ
Οράτιος – Mauser: πρόκειται για τα 2 μέρη μιας τριλογίας διδακτικών έργων του Χάινερ Μύλλερ, που εγκαινιάζει ένας εξαίρετος Φιλοκτήτης. Και στα δύο αυτά σύντομα έργα έχουμε να κάνουμε με δίκες ατόμων – «ηρώων» (ενός επώνυμου: του Οράτιου, και ενός ανώνυμου: του Α), που με μια τους πράξη κινδυνεύουν να βλάψουν το σύνολο στο οποίο ανήκουν (την Ρώμη, την Επανάσταση), και το οποίο μέχρι τότε υπηρετούσαν πιστά. Και στις δύο περιπτώσεις, οι δίκες εκτυλίσσονται εν μέσω περιόδου κρίσεως (επικείμενος πόλεμος με τους Ετρούσκους, εμφύλιος πόλεμος), και σφραγίζονται με την εκτέλεση του ατόμου – «ήρωα» (εκτέλεση που χρησιμεύει ως παράδειγμα: αφ’ ενός της σταθερότητας της επανάστασης στις αρχές της και αφ’ ετέρου της απόλυτης προσήλωσης του (ρωμαϊκού) λαού στην αλήθεια και της ακριβοδίκαιης κρίσης του).
Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ένα θέατρο με μεγάλη ποιητική, αισθητική και συγκινησιακή δύναμη, με εμφανή την φιλοσοφική / οντολογική διάσταση και τον παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Στον Οράτιο, ο Μύλλερ παραλλάσσει σημαντικά την ιστορία των Οράτιων και Κουριάτιων, έτσι όπως την παραλαμβάνει από τον Τίτο Λίβιο, αλλά και από τον Κορνέιγ και τον Μπρεχτ που επεξεργάστηκαν σε θεατρικά τους έργα το ίδιο θέμα. Κρατάει το γενικό πλαίσιο, την εμφύλια διαμάχη Ρώμης και Άλβας που ξεσπά ενώ υπάρχει η απειλή ενός πολέμου με τους Ετρούσκους, καθώς και την λύση που προτείνεται, να μην πολεμήσουν οι δύο στρατοί μεταξύ τους, αλλά μόνο κάποιοι άντρες που θα αντιπροσωπεύουν τις δύο πόλεις.
Στην αρχική εκδοχή της ιστορίας επιλέγονται τρεις Κουριάτιοι ως αντιπρόσωποι της Άλβας και τρεις Οράτιοι ως αντιπρόσωποι της Ρώμης. Ο Μύλλερ κρατάει μόνον έναν Οράτιο και έναν Κουριάτιο. Η έκβαση είναι η ίδια: νικάει ο Οράτιος, σκοτώνει τον Κουριάτιο και, στη συνέχεια, σκοτώνει την ίδια την αδελφή του, επειδή τολμά να θρηνήσει τον νεκρό εχθρό που τυχαίνει να είναι ο αρραβωνιαστικός της.
Ο Οράτιος δικάζεται γι’ αυτόν τον δεύτερο φόνο και, σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο, απαλλάσσεται από την κατηγορία, με την μεσολάβηση του πατέρα του και του βασιλέα Τούλιου. Η νίκη του θεωρείται ικανή να σβήσει το έγκλημά του και αφήνεται ελεύθερος, με μόνη υποχρέωση – τιμωρία: η οικογένειά του να κάνει κάποιους καθαρμούς, κι αυτούς, με έξοδα του Κράτους.
Στον Μύλλερ τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά: ο Οράτιος υφίσταται την κρίση ενός λαϊκού δικαστηρίου, το οποίο αποφασίζει και να τον τιμήσει ως νικητή της Άλβας, αλλά και να τον εκτελέσει ταυτόχρονα ως δολοφόνο της αδερφής του. Ο πατέρας υπερασπίζεται μάταια τον γιο του. Αυτός ο τελευταίος παρίσταται βουβός στη δίκη του. Ο λαός κρίνει και αποφασίζει μόνος του, χωρίς την μεσολάβηση κανενός βασιλιά. Δεν είναι όχλος αλλά αποτελείται από ανθρώπους του καθημερινού μόχθου που μπορούν να σκέφτονται ορθά, χωρίς φανατισμό και χωρίς να φοβούνται την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή. Και όντως, η λύση που δίνουν είναι απόλυτα σύμφωνη μ’ αυτή την διπλή, την μη- καθαρή, όπως την λέει ο Μύλλερ, αλήθεια του νικητή – δολοφόνου. Εκείνο που μετράει κι εκείνο που διακυβεύεται είναι η ύστερη φήμη της Ρώμης, το παράδειγμα που μέσα από αυτή την δίκη θα δώσει στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, η καθαρότητα των λόγων και της μνήμης απέναντι στο γεγονός.
Σε ένα άλλο δικαστήριο παρουσιάζεται ο ανώνυμος ήρωας του Mauser, σ’ εκείνο που στήνουν για να τον δικάσουν οι επαναστάτες σύντροφοί του. Ο Α, όταν διαπιστώνει πως οι εχθροί είναι άνθρωποι και είναι όμοιοι μ’ αυτόν, δεν μπορεί πλέον να φέρει σε πέρας το έργο που του έχουν αναθέσει: να σκοτώνει τους εχθρούς της επανάστασης, και ζητά από τους συντρόφους του να τον απαλλάξουν από αυτό. Ωστόσο, υπό την πίεσή τους, υπαναχωρεί και συνεχίζει να σκοτώνει, μέχρι που εκτροχιάζεται, κυλάει μέσα στην ηδονή του φόνου και την παράνοια, αποκτηνώνεται εντελώς, πράγμα που τον καθιστά κι αυτόν έναν εχθρό της επανάστασης που πρέπει να αφανιστεί. Στο τέλος, οφείλει να συναινέσει ο ίδιος στην καταδίκη του, δικαιώνοντας έτσι, ακόμη και μέσα από τον θάνατό του, την επανάσταση, στην οποία δεν έπαψε να πιστεύει, τους στόχους της, αλλά και τα μέσα που επέλεξε για να τους πετύχει.
Όπως σε όλα σχεδόν τα έργα του, έτσι και εδώ, ο Μύλλερ ξεπερνάει την στενή πολιτική και διδακτική εκμετάλλευση του μύθου ή του ιστορικού γεγονότος, προσδίδοντάς του μια φιλοσοφική προοπτική, μια οντολογική και μεταφυσική διάσταση: τι είναι ο άνθρωπος, τι μπορεί να είναι ή τι μπορεί να γίνει, ή ακόμη: τι έρχεται πίσω από τον θάνατο, αποτελούν μερικές από τις κεντρικές -και συχνά αναπάντητες- ερωτήσεις του Mauser και του Οράτιου, διδακτικά έργα χωρίς εν τέλει θέση.
Το ον συνιστά ένα άλυτο πρόβλημα. Παρουσιάζεται πολλαπλό και γεμάτο αντιφάσεις. Κινούμενο ανάμεσα στη συνείδηση του κοινωνικού ή πολιτικού χρέους και εκείνη του καθαρά ανθρώπινου, πεδίο μιας διπλής διεκδίκησης, συλλογικής και ατομικής, ουρλιάζοντας απελπισμένο ή μένοντας βωβό και ανίκανο να αντιδράσει μπροστά στον επικείμενο και σίγουρο θάνατο, ξαναβρίσκει την χαμένη τραγικότητά του, ή πιο σωστά προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει το νόημα του τραγικού στην εποχή μας.
Η σκηνοθεσία
Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
ολίγα σκηνοθετικά και μη
Ανάμεσα Mauser και Οράτιο, κοινότητες, κυρίως θεματικές, που ήδη έχουν επισημανθεί, αλλά και διαφορές, υφολογικές: το ένα είναι διάλογος ενός προσώπου και ενός χορού (τραγωδία), το άλλο αφήγηση διανθισμένη με μικρούς διαλόγους και παραθέσεις φράσεων των εμπλεκομένων προσώπων (έπος). Η παράσταση υπακούει, θα έλεγα μοιραία, σε αυτή την διαφορά, προσπαθεί να την υπογραμμίσει, και ταυτόχρονα να δείξει την κρυφή συγγένεια των έργων. Να ρίξει γέφυρες ανάμεσά τους.
Θέλησα να χαρακτηρίσω αυτή την παράσταση ως «work in progress»: αυτό δεν σημαίνει δουλειά πρόχειρη ή μισοτελειωμένη (πώς θα μπορούσε άλλωστε μετά από 4 μήνες προβών;), αλλά όντως μια δουλειά σε εξέλιξη, δηλαδή συνεχώς υποκείμενη στην κρίση των δημιουργών της και των θεατών, επιδεκτική αναθεωρήσεων και αλλαγών, αφαιρέσεων ή προσθηκών, μεγάλων ή μικρών ανατροπών, μέρος ίσως, ή προϊδεασμός, μιας ευρύτερης δουλειάς που πρόκειται να ακολουθήσει, δηλαδή, εν ολίγοις, αυτό που θα έπρεπε να είναι η κάθε δουλειά.
Μια συνεχής – συνεχιζόμενη μαθητεία: γιατί η έννοια του «work in progress» το επιβάλλει, γιατί τα κείμενα που ανεβάζουμε φέτος είναι διδακτικά, αλλά κυρίως γιατί έχω την τύχη να δουλεύω με μαθητές μου που είναι ακόμη μαθητές, και που θέλουν ακόμη να μαθητεύσουν και να μάθουν.
Θέλω κι εγώ να συνεχίσω να μαθαίνω, από ένα βλέμμα πιο ανυποψίαστο από το δικό μου, όπως είναι το δικό τους, ή πιο υποψιασμένο, όπως του Μύλλερ, ενός συγγραφέα που μ’ έχει απασχολήσει και στο παρελθόν. Ομολογώ πως συχνά ανεβάζω κείμενα για να τα κατανοήσω, κι όχι επειδή ήδη τα κατανοώ, πως αυτή η κοινή, συλλογική πορεία προς την παράσταση με βοηθάει να καταλάβω καλύτερα, να οικειοποιηθώ περισσότερο. Με βάζει στην διαδικασία της μάθησης. Της ερώτησης.
Με τον Μύλλερ, όπως και με όλους τους συγγραφείς που είναι άξιοι αυτού του ονόματος, δεν κινδυνεύω να πλήξω. Απορρίπτει όλες τις έτοιμες λύσεις, με υποχρεώνει να αναρωτιέμαι διαρκώς, να ανακαλύπτω κάθε φορά και κάτι άλλο, με αιφνιδιάζει, με απελπίζει ή με γεμίζει χαρά, με ρίχνει σε περίεργα σκοτάδια ή σε ακόμη πιο περίεργα φώτα, με εξαγριώνει, με εναντιώνει ή με συμφιλιώνει (με τον εαυτό μου, με τον κόσμο), με υποχρεώνει τουτέστιν να ξεψαχνίζομαι. Ο Μύλλερ απαλλάσσει σκηνοθέτη, ηθοποιούς και λοιπούς συντελεστές από τον πειρασμό να καταντήσουν την δουλειά τους ρουτίνα, την ίδια στιγμή που δίνει σ’ αυτή τη δουλειά το ακριβές νόημα που πρέπει να έχει και που τόσο συχνά στις μέρες μας της λείπει.
Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Κριτικές
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Ζωή Βερβεροπούλου: «Η τραυματική ωραιότητα του θεάτρου», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 22/11/04
«Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης μεταφράζει ο ίδιος σε σίγουρα ελληνικά και ρυθμό ποιητικό τα δύο έργα, φροντίζοντας πριν από το θέαμα τον λόγο, ένα λόγο επικίνδυνα ακονισμένο που αξίζει να ακουστεί, που προσκρούει με ορμή στην ησυχία του θεατή και την κάνει κομμάτια. Αντιμετωπίζοντας το Mauser ως τραγωδία (…) και τον περισσότερο αφηγηματικό Οράτιο ως έπος, ο σκηνοθέτης επινοεί την οπτική τους διάσταση λιτή και γι’ αυτό πιο υποβλητική, σε μια παράσταση σφιχτή που δουλεύει πάνω στους παλμούς και την ένταση φωνών και σωμάτων. Στο πνεύμα του Μίλερ και σύμφωνα με τις επιταγές του καταλύεται η έννοια του υποκειμένου και της ταυτότητας, καθώς η πολυφωνική, εναλλασσόμενη εκφορά των κειμένων σπάνια επιτρέπει να ταυτιστεί συγκεκριμένο θεατρικό πρόσωπο με συγκεκριμένο ηθοποιό. Work in progress χαρακτηρίζει άλλωστε ο Κωνσταντινίδης τη δουλειά του και το έργο μοιάζει πράγματι να γράφεται ενώ παίζεται (με τη μορφή πρακτικών, όπως δηλώνει η παρουσία της γραφομηχανής στο Mauser), θεώρηση που υπογραμμίζει το καθεστώς ρευστότητας στο οποίο υπόκειται η παράσταση: πρωτεϊκή, εξελίξιμη, ακόμη και ανατρέψιμη. Σύστοιχη με την ιδιότυπη θεατρική λογική του Μίλερ και με τις σκηνοθετικές προθέσεις αποδεικνύεται η επιλογή νέων ηθοποιών, που βρίσκονται ακόμη σε περίοδο μαθητείας, αφού πρόκειται για τριτοετείς σπουδαστές δραματικής σχολής. Αυτό ωστόσο καθόλου δεν (τους) εμποδίζει (…) να επιδείξουν το ταλέντο τους, τη σοβαρότητα και τη σωστά διοχετευμένη ερμηνευτική δυναμική που απαιτεί το ενεργοβόρο δίπτυχο κείμενο που επωμίζονται…»
Φώτος Λαμπρικίδης: «Ασφυξία», City, Νο 171, 3-9 Δεκεμβρίου 2004
«Σε προηγούμενο κριτικό μου σημείωμα που αφορούσε στην εναρκτήρια παράσταση του θεάτρου Angelus Novus είχα τοποθετηθεί με έκδηλο ενθουσιασμό κινδυνεύοντας να αποσπάσω κακεντρεχή σχόλια από υστερόβουλη μερίδα του χώρου. Τούτη τη φορά καταθέτω τη βαθιά μου απογοήτευση για ένα σχήμα που ήλπιζα να επιτύχει τη θεμελίωση μιας εναλλακτικής θεώρησης του θεάτρου. Ο Δ. Κωνσταντινίδης επιχειρεί διαφοροποίηση που τον εκθέτει ενώπιόν μας. Βαπτίζει την παράσταση «δουλειά σε εξέλιξη» επιχειρώντας να συγκαλύψει το πρόχειρο, ημιτελές σκηνικό αποτέλεσμα. Δε χρειάστηκε καν να πληροφορηθώ (στο πρόγραμμα) πως συνεργάστηκε με μαθητές. Τούτο προέκυπτε άμα τη εμφανίσει τους. Πώς δίδεται τέτοιο εξαιρετικά απαιτητικό υλικό σε πρωτοεμφανιζόμενο, ανυποψίαστο και σκηνικά άπειρο ανθρώπινο δυναμικό; Αδιανόητο! Απορίας άξια και η μετάφραση των έργων από τον -γνωστό τοις πάσι- γαλλομαθή σκηνοθέτη. Απορίας συνέχεια και η συνολική αντιμετώπιση των δύο αυτοτελών έργων. Οι «γέφυρες» ανάμεσά τους επέτειναν τη σύγχυση που είχε, ήδη, δημιουργηθεί από την μονοτονία της αφήγησης, σε καμία των περιπτώσεων δεν θα τολμούσα να αποκαλέσω «ερμηνείες»…»
Ανυπόγραφη κριτική, «Μια πολύ καλή παράσταση στο Στούντιο ΚΟΙΤΩΝΕΣ», ΧΟΡΤΙΑΤΗΣ 570, αριθμός φύλλου 109, Δεκέμβριος 2004
«…Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης (…) δούλεψε με 5 νέα παιδιά ένα δύσκολο κείμενο και κατάφερε να μας προσφέρει μια θαυμάσια θεατρική παράσταση. Χωρίς περιττά σκηνοθετικά ευρήματα και «φτιασίδια», έθεσε τα ερωτήματα του Χ. Μύλλερ για το τι είναι ο άνθρωπος, τι μπορεί να είναι ή τι μπορεί να γίνει, αλλά και τι έρχεται πίσω από τον θάνατο…»
Σάββας Πατσαλίδης: «Με αφορμή μια παράσταση», Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 2, καλοκαίρι 2005
«…ο Κωνσταντινίδης κατάλαβε καλά την ‘γκρίΖα γραφή’ του Μίλερ και ορθά κίνησε τα νήματα στα όρια αυτής ακριβώς της διττότητας, της προσωπικής και κοινωνικής οδύσσειας του μεταμπρεχτικού γκέστους, κρατώντας έναν ήρεμο ρυθμό ροής των γεγονότων που αποκάλυπτε αλλεπάλληλα επίπεδα στοχασμών και συναισθημάτων (…). Ευτυχώς που έχουμε προτάσεις σαν κι αυτή, για να θυμόμαστε, τουλάχιστον εμείς εδώ στη Θεσσαλονίκη, ότι το καλό θέατρο δεν είναι εκείνο που γεμίζει το ταμείο αλλά εκείνο που σε αναγκάζει να σκεφτείς, να ανασκουμπωθείς, να δεις και τα δικά σου όρια και περιθώρια.»