ΛΟΥΝΑ
Θέατρο στο λεωφορείο
ΟΜΑΔΑ ANGELUS NOVUS - Αφετηρία: Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο - Εν κινήσει στους δρόμους της Θεσσαλονίκης , 2022
Συντελεστές
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Ρίκα Μπενβενίστε
Σκηνοθεσία – Σύνθεση κειμένου παράστασης: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά, κοστούμια: Απόστολος Αποστολίδης
Μουσική: Γιώργος Χρυσικός
Κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα
Βοηθός σκηνοθέτη: Σωτήρης Ρουμελιώτης
Ηθοποιοί/αφηγητές: Ελένη Μακίσογλου (Λούνα), Αλέξης Κότσυφας, Αντιγόνη Μπάρμπα, Σωτήρης Ρουμελιώτης
Φωτισμοί: Buba Soso Gabedava
Stage manager: Αντωνία Γεωργιάδου
Τραγούδι: Eljona Eleni Sinjari, Κατερίνα Επαμεινώνδα
Μουσικοί: Λυδία Ανεστοπούλου Λυδία Ανεστό (ακορντεόν), Γιώργος Χρυσικός (κιθάρα)
Η παράσταση
Η θεατρική δράση Λούνα, που αντλεί το υλικό της από το ομότιτλο δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας της Ρίκας Μπενβενίστε, διέπεται από μια βαθύτερη τριπλή ανάγκη: της δραματουργικής συνέπειας, της προσαρμογής στις τρέχουσες συνθήκες, της δημιουργίας μιας ουσιαστικής θεατρικής εμπειρίας.
Η ιδέα γεννήθηκε –και δεν είναι τυχαίο- μέσα στην καραντίνα, μια περίοδο που ήταν κλειστά τα θέατρα και «ανοιχτά» τα λεωφορεία.
Επιβάτες λοιπόν ενός λεωφορείου, διατρέχουμε τη Θεσσαλονίκη από τα ανατολικά προς τα δυτικά περνώντας από τα μέρη που έζησε η Λούνα, φτωχή Εβραία ράφτρα που επιστρέφει στη γενέτειρά της μετά τα στρατόπεδα κατοχής.
Την ιστορία της, που καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον 20ό αιώνα, επιχειρούμε να ανασυστήσουμε. Την πορεία της μέσα στον χρόνο και τους τόπους. Θέλουμε να την βγάλουμε από την αφάνεια και παράλληλα να την εντάξουμε στο παρόν της πόλης.
Γιατί η Θεσσαλονίκη είναι η άλλη μεγάλη πρωταγωνίστρια αυτής της δράσης.
Τι θυμάται η πόλη που θεωρήθηκε «Μάνα του Ισραήλ» και «δεύτερη Ιερουσαλήμ» από το πολλές φορές ένοχο παρελθόν της;
Τι θέλει να ξεχάσει;
Και η βία που διαποτίζει σήμερα τους δρόμους και τις γειτονιές της τι σχέση έχει με τη βία της εκτόπισης και του ολοκαυτώματος;
Το βιβλίο
Το βιβλίο
Στο βιβλίο αυτό, η βιογραφία της Λούνας ανοίγει ένα μονοπάτι για να ξανασκεφτούμε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης στην πόλη τους, τη Shoah, τη φτώχεια και τα ανάποδα μεταπολεμικά χρόνια. Επειδή ήταν φτωχή, αγράμματη και γυναίκα, τα ίχνη της εύκολα χάνονται ανάμεσα στους αφανείς της ιστορίας. Αρχειακά τεκμήρια, καταγεγραμμένες μαρτυρίες, φωτογραφίες και προσωπικές αναμνήσεις συναρμόζονται ως ισότιμες «πηγές» που καλούν σε ίση κριτική διάθεση. Εισβάλλουμε στον κόσμο και στη σιωπή των αφανών με λέξεις που δεν είναι δικές τους, γιατί τα λόγια τους δεν ακούστηκαν, πάρα πολλές φορές αγνοήθηκαν ή λησμονήθηκαν. Ακολουθούμε τα ίχνη ενός βίου που δέθηκε με τις περιπέτειες του 20ού αιώνα, διατρέχοντας τους τόπους από όπου πέρασε η Λούνα, εκείνους που κατοίκησε. Τα ίχνη της αναζητούνται σε κτίρια, οικοδομές, τοπία της πόλης. Οι ιστορίες που λέγονται είναι ιστορίες που δέθηκαν με αυτούς τους τόπους, με την κατοίκησή τους από τη Λούνα και από τους δικούς της.
Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου,
εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2017
Αντιφώνηση της συγγραφέα, Ρίκας Μπενβενίστε, για το βραβείο Νίκου Θέμελη
του Περιοδικού Αναγνώστης, 12/06/2018
«Είναι, νομίζω, εύλογο το ερώτημα που μου τέθηκε αρκετές φορές «Γιατί ένα βιβλίο σαν τη Λούνα, σήμερα;». Πιστεύω πως η απάντηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι η γενιά των ανθρώπων που επέζησαν από τις εκτοπίσεις και από τα ναζιστικά στρατόπεδα σιγά-σιγά φεύγει από τη ζωή. Ενώ γνωρίζουμε, πλέον, την ιστορία της εφαρμογής του ναζιστικού σχεδίου για την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης, διαθέτουμε δηλαδή και τα τεκμήρια και τις ερμηνείες, συνειδητοποιούμε ότι μπορεί να μας διαφεύγουν τα βάσανα ανθρώπων που έζησαν κοντά μας, που στα ανάποδα μεταπολεμικά χρόνια δεν έπαψαν να τυραννιούνται, και οι οποίοι δεν άφησαν μαρτυρίες με τη δική τους φωνή. Ένα βιβλίο σαν τη «Λούνα» προσπαθεί, εκ των υστέρων πάντα, να τους πλησιάσει και να δείξει ότι, μολονότι «αφανείς», αποτέλεσαν ξεχωριστό αλλά αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου μας και πως αν δεν σταθούμε στην εμπειρία τους, αν δεν επιχειρήσουμε να την αφηγηθούμε, δηλαδή να την κατανοήσουμε, πάντοτε θα μας διαφεύγει ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του πρόσφατου παρελθόντος.
Θέλησα, λοιπόν, να εξιστορήσω τον βίο της γνωστής μου και άγνωστής μου Λούνας, βίο που εκτυλίχθηκε μέσα στην οικογένειά της, μέσα στην εβραϊκή κοινότητα, μέσα στην πόλη της, στη γειτονιά της, στο στρατόπεδο, στα λιγοστά της ταξίδια, στα χρόνια πριν από τον πόλεμο, κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά από αυτόν. Κανένας άνθρωπος δεν είναι μοναχικός κομήτης και η ιστορία της Λούνας, δεν μπορούσε παρά να μιλά και για τις ιστορίες άλλων γυναικών, άλλων ανδρών, που έζησαν κοντά της. Θέλησα με άλλα λόγια, να συνθέσω μια ιστορική αφήγηση, τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο από αυτό. Κάθε αφήγηση, κατά συνέπεια και η ιστορική αφήγηση, χρειάζεται μια πλοκή ∙ αποφάσισα, λοιπόν, σχεδόν αμέσως, ότι οι τόποι κατοίκησης θα μου έδιναν την πλοκή που θα αναδείκνυε τους όποιους καρπούς της έρευνας. Προφανώς, δεν αγνοούσα ότι όσα μου διέφευγαν ήταν πολλά. Έτσι όμως κάνουμε ιστορία: με γεγονότα αδιάσειστα, αλλά και με συσχετισμούς, με επαγωγές, με απουσίες. Χαράσσοντας τις γραμμές εκείνες που συνδέουν τη Λούνα με άλλους βίους και άλλους λόγους.
Συχνά με διακατείχε το αίσθημα ότι βαδίζω σε ολισθηρό έδαφος, ότι έπρεπε, δηλαδή, να γράφω προσεκτικά, όχι τόσο γιατί αμφέβαλα για την τεκμηρίωση της αφήγησής μου, για τις επιμέρους συνδέσεις και ερμηνείες, για την τοποθέτηση των όποιων ευρημάτων σε ένα πλαίσιο ή στην ιστοριογραφική συζήτηση (δηλαδή, όχι τόσο για τους λόγους που συνιστούν τις σταθερές έγνοιες και αγωνίες των ιστορικών) όσο επειδή η ιστορία που αφηγούμουν, ιστορία βασάνων και μοναξιάς, κάποτε φρικιαστική, είναι πολύ λυπητερή, πολύ πονεμένη. Από μια άποψη, το εγχείρημα της συγγραφής ήταν εξαρχής –εν μέρει τουλάχιστον- καταδικασμένο: Κανείς δεν θα ξέρει ποτέ πώς ένιωθε η Λούνα, μια αφανής επιζήσασα. Δεν παραδόθηκα σε τούτη την αυτόδηλη διαπίστωση. Οι νεκροί ζουν μονάχα με τη ζωή που τους αποδίδουν οι ζωντανοί. Όταν η ιστορική αφήγηση δεν προϋποθέτει μια δήθεν γνωστή ιστορία, όταν προσπαθεί να δώσει συνοχή και ολότητα στα αποσπάσματα και στα απομεινάρια της ζωής, τότε μπορεί να αποκτήσει στοχαστική λειτουργία. Αλλά ακόμη κι αν αυτό δεν συμβεί, τότε ας είναι –έτσι κι αλλιώς- kaddish για τη Λούνα.»
Από συνέντευξη της συγγραφέα στον Κώστα Στοφόρο
Λούνα: μια συγκλονιστική μαρτυρία για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης
edromos.gr, 04/01/2018.
Πιστεύετε ότι οι σημερινοί Έλληνες αντιλαμβάνονται στο βάθος του τι σήμαινε το Ολοκαύτωμα;
Δύσκολη ερώτηση, ίσως επειδή δεν ξέρουμε, ή εγώ δεν ξέρω, πώς μετριέται το βάθος της αντίληψης. Με μνημονικές τελετές που πολλαπλασιάζονται; Με εκπαιδευτικά προγράμματα; Με την τέχνη που αντλεί από το Ολοκαύτωμα; Με την αντίσταση στο νεοναζισμό και στον αντισημιτισμό γενικότερα; Ίσως με όλα αυτά, χωρίς όμως τίποτα από αυτά να εγγυάται τη βαθιά κατανόηση. Θέλω να πω, ότι παραμένω κάπως επιφυλακτική στις εκδηλώσεις του συρμού ή στην επιφανειακή ευπρέπεια, ότι παρακολουθώ ανήσυχη λεπτομέρειες στα λόγια που «ξεφεύγουν» κι ακόμη χειρότερα πολιτικές στάσεις που «εκτρέπονται», ξύνοντας το εβραϊκό τραύμα, την ευρωπαϊκή πληγή, την ελληνική πληγή που δεν λέει να κλείσει.(…)
Διαλέξατε να μη βάλετε φωτογραφίες της Λούνας στο βιβλίο σας. Γιατί αυτό;
Ήταν μια επιλογή που έγινε καθοδόν. Προβληματίστηκα γύρω από μια εικόνα του όμορφου νεανικού προσώπου της προπολεμικά, του πρησμένου από το οίδημα, σημαδεμένου από τα ναζιστικά εγκλήματα προσώπου της, το προσώπου που ξαναβρίσκει(;) τη φυσικότητά του και γερνάει. Προτίμησα να κρατήσω το πρόσωπό της, τα πρόσωπά της, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, μακριά από τον κίνδυνο να συνοψίζεται για κάποιους ο βίος σε μια τραυματισμένη όψη. Ήταν μια επιλογή, δεν ισχυρίζομαι ότι είναι η μοναδική ορθή αλλά ούτε μετανιώνω γι’ αυτήν.
Χρονολόγιο
Χρονολόγιο
1910; [ή: 1904;]
Γέννηση της Λούνας στη Θεσσαλονίκη, πόλη ακόμη της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
1912
Προσάρτηση της Θεσσαλονίκης στο Ελληνικό Κράτος.
1917
Μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης. Η Λούνα μένει στον συνοικισμό «151», με την οικογένειά της, που αριθμεί άλλα έξι παιδιά.
1918
Σχέδιο ανοικοδόμησης της πόλης από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ.
1922-1923
Άφιξη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία
1927-1931
Έξαρση της αντισημιτικής προπαγάνδας. Η Λούνα δουλεύει ως μοδίστρα ήδη από δεκαπέντε χρονών
1931
Αντισημιτικό πογκρόμ στον εβραϊκό συνοικισμό «Κάμπελ» (περιοχή Βότση). Γάμος της Λούνας με τον Σαμουήλ Γκατένιο, λιμενεργάτη. Οι νιόπαντροι μένουν στα καινούρια σπίτια που φτιάχτηκαν πάνω από τον συνοικισμό «151»
1932; [ή ενδεχομένως λίγο αργότερα] – αρχές 1943
Η Λούνα και ο Σαμ μετακομίζουν στην οδό Διοικητηρίου 5, στο Μέγαρο Ψωμά (σήμερα: Καραολή και Δημητρίου των Κυπρίων 11).
1936
Απεργιακές κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη. Τον Μάιο η Χωροφυλακή διαλύει βίαια μεγάλη συγκέντρωση των καπνεργατών. Δώδεκα νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες.
1 η Σεπτεμβρίου 1939
Εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία. Δυο μέρες αργότερα η Αγγλία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο στη Γερμανία.
28 Οκτωβρίου 1940
Ιταλικό τελεσίγραφο. Ξεσπά ο Ελληνο-ιταλικός πόλεμος.
6 Απριλίου 1940
Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα.
1941
9 Απριλίου
Είσοδος των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη.
Απρίλιος – Μάιος
Κλιμάκιο του Sonderkommando Rosenberg εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη και αρχίζει τη δράση του: επιβλέπει τη λεηλασία των εβραϊκών βιβλιοθηκών και των συναγωγών, η οποία θα συνεχιστεί έως τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Χειμώνας – καλοκαίρι 1941-1942
Ασιτία και ελονοσία πλήττουν τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης και η εβραϊκή κοινότητα γνωρίζει ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό θνησιμότητας.
1942
11 Ιουλίου
Όλοι οι άρρενες Θεσσαλονικείς Εβραίοι ηλικίας από 18 έως 45 ετών καλούνται να παρουσιαστούν στην πλατεία Ελευθερίας. Συγκεντρώνονται 9.000 άντρες, που υφίστανται μαρτύρια και εξευτελισμούς κάτω από τον καυτό ήλιο. Οι συγκεντρωμένοι καταγράφονται προκειμένου να αποσταλούν σε καταναγκαστικά έργα (οδοποιία, μεταλλεία, σιδηροδρομικά έργα, κ.λπ.), για λογαριασμό των γερμανικών τεχνικών εταιρειών Müller και Todt. Η καταγραφή συνεχίζεται για τρεις ημέρες (13-15 Ιουλίου). Οι «εργάτες» στέλνονται σε εργοτάξια, όπου οι συνθήκες εργασίας έχουν ως αποτέλεσμα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά θνησιμότητας.
Δεκέμβριος
Καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης, όπου υπήρχαν παραπάνω από 500.000 τάφοι. Η κοινότητα συντονίζει τις εκταφές νεκρών για τις οποίες μεριμνούν οι συγγενείς τους. Τρεις μήνες αργότερα, με αποφάσεις της Γενικής Διοίκησης, τα τούβλα και τα μάρμαρα του εβραϊκού νεκροταφείου διαμοιράζονται, έπειτα από σχετικό αίτημα, στους φορείς της, για να χρησιμοποιηθούν σε δημόσια κτίρια, εκκλησίες, επισκευές δρόμων, κ.λπ.
1943
Φεβρουάριος
Επιτροπή της Υπηρεσίας Ασφαλείας (SD), οι «άνθρωποι του Άιχμαν», οι λοχαγοί των SS Dieter Wisliceny (Ντήτερ Βισλιτσένυ) και Alois Brunner (Αλόις Μπρούνερ), φτάνουν στη Θεσσαλονίκη στις 2 Φεβρουαρίου για να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο της εκτόπισης των Εβραίων της πόλης. Εφαρμογή των φυλετικών νόμων στη Θεσσαλονίκη. Στις 6 Φεβρουαρίου η Γερμανική Διοίκηση Θεσσαλονίκης – Αιγαίου διατάζει κάθε Εβραίος ελληνικής υπηκοότητας να φέρει το κίτρινο άστρο του Δαβίδ. Στις 7 και 10 Φεβρουαρίου πωλούνται υποχρεωτικά όλα τα αποθέματα λευκού χαρτιού στην ελληνο-γερμανική Εταιρεία Χάρτου και επιτάσσονται καταστήματα σιδηρικών και μηχανημάτων, εβραϊκής ιδιοκτησίας. Στις 11 Φεβρουαρίου οι Εβραίοι καλούνται να απογραφούν, και την επομένη καθορίζονται τα διακριτικά σήματα που πρέπει να φέρουν τα καταστήματα και οι κατοικίες των Εβραίων. Στις 13 Φεβρουαρίου απαγορεύεται στον εβραϊκό πληθυσμό να αλλάζει κατοικία, να χρησιμοποιεί δημόσια μεταφορικά μέσα, να κυκλοφορεί μετά τη δύση του ήλιου και να χρησιμοποιεί τηλέφωνο. Στις 25 Φεβρουαρίου λήγει η προθεσμία για τη συγκέντρωση του εβραϊκού πληθυσμού σε συνοικίες-γκέτο.
Την ίδια ημέρα, με νέα διαταγή της γερμανικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης-Αιγαίου, οι επαγγελματικές οργανώσεις υποχρεώνονται να αποβάλουν όλα τους τα μέλη που είναι Εβραίοι. Απολύονται όλοι οι Εβραίοι υπάλληλοι του Δημοσίου, Δήμων, ΝΠΔΔ, κ.λπ. Στα τέλη Φεβρουαρίου, όλοι οι Εβραίοι καλούνται να υποβάλουν λεπτομερέστατη δήλωση για την κινητή και ακίνητη περιουσία τους.
Μάρτιος
Στις 4 Μαρτίου ο συνοικισμός Βαρώνου Χιρς, δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό, κατεξοχήν εβραϊκή φτωχογειτονιά, περιφράσσεται με σανίδες και συρματοπλέγματα, και απαγορεύεται στους κατοίκους του η έξοδος. 6 Μαρτίου, οι εβραϊκές συνοικίες-γκέτο της Θεσσαλονίκης οριοθετούνται με κίτρινη ταινία. Η Λούνα και ο Σαμ μεταφέρονται στην οδό Ντουντουλάρ 6 (σήμερα: οδός Κολωνιάρη, περιοχή Ξηροκρήνης), στο γκέτο του συνοικισμού Ρεζή Βαρδάρ. Από 15 Μαρτίου μέχρι και 10 Αυγούστου, μεταφορά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο γκέτο του συνοικισμού Βαρώνου Χιρς και από εκεί εκτοπισμός τους, σε 19 αποστολές, στο Άουσβιτς και στο Μπέργκεν Μπέλσεν. Στις 27 Μαρτίου η Λούνα και ο Σαμ αναχωρούν για το Άουσβιτς.
Απρίλιος
3 Απριλίου, άφιξη στο Άουσβιτς 2800 Εβραίων, μεταξύ των οποίων η Λούνα και ο Σαμ. Χαράσσουνστον αριστερό βραχίονα της Λούνας το νούμερο 40077. Ο Σαμ πρέπει να θανατώθηκε αμέσως.Η Λούνα περνάει την πρώτη της «σελεξιόν», κατά την οποία 2.208 άνδρες, γυναίκες και παιδιά τηςπέμπτης αποστολής από τη Θεσσαλονίκη οδηγήθηκαν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων.Κάποια στιγμή η Λούνα μεταφέρεται από το Άουσβιτς ΙΙ-Μπίρκεναου στο Άουσβιτς Ι, που απέχει τρία χιλιόμετρα. Στις 28 Απριλίου η Λούνα μαζί με άλλες 128 Ελληνίδες στέλνεται στο Μπλοκ 10, για να χρησιμεύσει ως «πειραματόζωο» σε ιατρικά πειράματα. Παραμένει εκεί δεκαοκτώ μήνες. Αρρωσταίνει συχνά από τύφο και υψηλό πυρετό. Μεταφέρεται στο «Revier», λιγότερο αναρρωτήριο και περισσότερο «κέντρο μελλοθανάτων». Από την παραμονή της στο Μπλοκ 10 αποκτά χρόνια νευροπάθεια, ρευματισμούς, ισχυρούς πόνους στις ωοθήκες, χρόνιες ημικρανίες, πρησμένα πόδια και απόλυτη αναφροδισία.
1944
Νοέμβριος
Η Λούνα στέλνεται σε ένα από τα κομάντο εργασίας: Schneiderei, ραφείο.
21 Δεκεμβρίου
Δίδεται διαταγή για εκκένωση του Άουσβιτς. Το τέλος του πολέμου μοιάζει να πλησιάζει.
1945
18 Ιανουαρίου
Αρχίζει η εκκένωση του Άουσβιτς. Οι κρατούμενοι μεταφέρονται πεζή σε διάφορα στρατόπεδα. Η Λούνα οδηγείται στο Μπέργκεν-Μπέλσεν.
Μάρτιος
H American Jewish Joint Distribution Committee (JOINT) αρχίζει να δραστηριοποιείται στην Ελλάδα για την αρωγή των επιζώντων Εβραίων και την ανασυγκρότηση των εβραϊκών κοινοτήτων.
8 Μαΐου
«Άνευ όρων συνθηκολόγηση» της Γερμανίας.
15 Απριλίου
Ο βρετανικός στρατός απελευθερώνει το Μπέργκεν-Μπέλσεν.
Ιούλιος
Στις Βρυξέλλες όπου έχει μεταφερθεί, η Λούνα μαζί με άλλους 351 Έλληνες Εβραίους περιμένει τον επαναπατρισμό της στην Ελλάδα.
4 Σεπτεμβρίου
Η Λούνα φτάνει αεροπορικώς στην Αθήνα, κι από εκεί, με τρένο, στη Θεσσαλονίκη. Πρώτη διεύθυνση κατοικίας: Συγγρού 37, στη Συναγωγή Μοναστηριωτών.
Φθινόπωρο 1945 ή Χειμώνας 1946
Πρώτη συνάντηση της Λούνας με τη Βαλερή, μακρινή της εξαδέλφη, μετά την επιστροφή από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η οικογένεια της Βαλερής θα γίνει η οικογένεια της Λούνας.
1945 – 1968
Η Λούνα στεγάζεται στο «Υπνωτήριο Αλλατίνη», στην οδό Παρασκευοπούλου 3 (σήμερα: 13), στον δεύτερο όροφο. Μοιράζεται ένα δωμάτιο με την Ίντα Νισσήμ, για 23 ολόκληρα χρόνια.
1946
Στην απογραφή του 1946 η Λούνα είναι ανάμεσα στα 1.068 ονόματα της κατηγορίας Α (πλέον άποροι). Το 1947 παραμένει στην ίδια κατηγορία.
1950
Η Λούνα έχει τη δική της καρτέλα στους φακέλους της Γενικής Επιτροπής Περίθαλψης. Δηλώνει επάγγελμα οικοκυρά (το «ράψιμο» δεν θεωρείται επάγγελμα σαν τα άλλα) Εμφανίζεται στην κατηγορία Β: «Γκατένιο Λούνα, ετών 39. Υψηλή, παχειά.»
1951
Η Κοινότητα βεβαιώνει ότι η Λούνα «διατελεί εισέτι εν χηρεία».
4 Σεπτεμβρίου
Κάνει αίτηση στο Β’ Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης για χορήγηση «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων».
Οκτώβριος
Ένα πιστοποιητικό του Δήμου Θεσσαλονίκης: «Τη αιτήσει της χορηγείται το παρόν, ίνα χρησιμεύσει δι’ αποδημίαν.» Η Λούνα τελικά δεν «απεδήμησε». Δεν μετανάστευσε ποτέ.
1961
Οι γυναίκες ψηφίζουν για πρώτη φορά στις εκλογές της Κοινότητας. 268 γυναίκες, και η Λούνα ανάμεσά τους, κάνουν αίτηση για την απόκτηση εκλογικού βιβλιαρίου.
1967-1974
Δικτατορία των Συνταγματαρχών.
1968
Δημοπρατείται το «Υπνωτήριο Αλλατίνη». Η Λούνα παραμένει στην ίδια γειτονιά και μετακομίζει στην παράπλευρη οδό Σπάρτης, για πρώτη φορά σε ένα δικό της μικρό διαμέρισμα. Από την οδό Σπάρτης, μετακομίζει σε καινούργιο διαμέρισμα, στην ίδια πάντοτε γειτονιά, στην οδό Σαρανταπόρου.
1971
Εκδίδεται το πρώτο της διαβατήριο.
1981
Εκδίδεται το τελευταίο της διαβατήριο. Μοναδική τους χρήση, δυο-τρία ταξίδια στο Ισραήλ.
1982
Ιανουάριος
Έναρξη λειτουργίας του Γηροκομείου «Σαούλ Μοδιάνο», οδός Κίμωνος Βόγα 83. Η συνταξιούχος πια Λούνα, περασμένα τα εβδομήντα της χρόνια, είναι μια από τους πρώτους τρόφιμους. Θα ζήσει εκεί παραπάνω από δεκαπέντε χρόνια.
4 Απριλίου
Ταξιδεύει στο Ισραήλ, όπου μένει ως τις 27 Μαΐου.
1998
Η Λούνα πεθαίνει και οδηγείται στο νέο εβραϊκό νεκροταφείο στη Σταυρούπολη, την «τελευταία της κατοικία».
Βίντεο
Συνεντεύξεις
The Opinion, 05/09/2024 , Άλκηστις Σπυρέλλη
Δαμιανός Κωνσταντινίδης στο TheOpinion: «Λούνα, Ένα ταξίδι στη μνήμη»
Thessalonikiguide, 07/10/2022
Ρωτάμε τον Δαμιανό Κωνσταντινίδη να μας πει Ποια είναι η Λούνα
Typosthes, 16/10/2022, Λεμονιά Βασβάνη
«Λούνα»: Η παράσταση των 57ων Δημητρίων με τα sold out και τις λίστες αναμονής
Κριτικές
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Μίλτος Τόσκας, OLAFAQ, 11/09/2024, Πηγή
“Λούνα”, Ένας ύμνος στους κατατρεγμένους
Η βραβευμένη παράσταση του Δαμιανού Κωνσταντινίδη ξεκινάει σήμερα τις διαδρομές της και θα βρίσκεται εν κινήσει μέχρι τις 13 Οκτωβρίου.
Η σύλληψη του τρόπου με τον οποίο μεταφέρεται το ομώνυμο βιβλίο της Ρίκα Μπενβενίστε σε μία πρωτόγνωρη θεατρική παράσταση αποτελεί το κλειδί της επιτυχίας. Ο σκηνοθέτης, Δαμιανός Κωνσταντινίδης, επιλέγει ως αφετηρία το Βαφοπούλειο, ακολουθεί η περιήγηση στους σταθμούς που σημάδεψαν τη ζωή της βασανισμένης ηρωίδας, μεσολαβεί ο δρόμος και καταλήγει αυτή τη φορά στην πλατεία Ζεφύρων με τη συνοδεία ενός ποτηριού κρασιού. Με αυτόν τον τρόπο το μήνυμα απλώνεται σε όλη την πόλη που καλείται να επουλώσει ένα σοβαρό τραύμα της. Βασική προϋπόθεση να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα, είναι ακόμα και σήμερα καταφύγιο των αδυνάτων, μωσαϊκό των λαών. Αρκετοί μπορεί να προβληματιστούν λόγω του χρόνου, καθώς η εισβολή του Ισραήλ στην Παλαιστίνη έχει πυροδοτήσει αντιπολεμικό κίνημα, είναι ξεκάθαρο όμως πως ο δημιουργός αν έκανε μία αναγωγή στο παρόν η πρωταγωνίστριά του θα ήταν Παλαιστίνια.
Το πρώτο μέρος στο Βαφοπούλειο μας εισάγει με ένα εξαιρετικό σκηνικό στο δράμα. Η αναχώρηση μας οδηγεί στο λεωφορείο. Εκεί η υποδοχή γίνεται με νότες. Κρύβουν πόνο κι ίσως μέσα τους μία αχτίδα ελπίδας. Η λυτρωτική δύναμη της μουσικής αποτελεί πάντα μία διέξοδο στις πιο δύσκολες καταστάσεις, όταν φλερτάρουμε με τα όριά μας. Ξεκινάει η περιήγηση χωρίς γραμμική αφήγηση. Σύντομα θα ακουστεί η ιστορία το γηροκομείου Σαούλ Μοδιάνο. Εκεί έζησε η Λούνα από το 1982 μέχρι και το τέλος της ζωής της το 1998. Μία Εβραία που πήγε στην κόλαση των στρατοπέδων συγκέντρωσης και κατάφερε να επιστρέψει. Την αφήγηση διακόπτει το τραγούδι που χρωματίζει τις στάσεις. Η Λουνίκα, η θεία Λούνα, το δέσιμο, η αγάπη, η προκοπή, η αξία του να φάμε όλοι μαζί το Σάββατο. Το μήνυμα οπτικοποιείται κι ισχυροποιείται μέσα από τις φωτογραφίες που μοιράζουν οι ηθοποιοί.
Την σπουδαία Ελένη Μακίσογλου πλαισιώνουν εξαιρετικά οι Ανδρομάχη Μπάρδη, Σωτήρης Ρουμελιώτης και Γιάννης Μονοκρούσος. Στο τραγούδι είναι η Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη και στη μουσική οι Λυδία Ανεστοπούλου και Αναστάσης Κατσαρός. «Στη Λούνα συνυπάρχουν και συνομιλούν διαφορετικές θεατρικές γενιές, καθώς και διαφορετικοί θεατρικοί τρόποι, διαφορετικές θεατρικές εκφράσεις. Χωρίς ποτέ να ακυρώνει η μια την άλλη. Αλλά υποδεχόμενη η μια την άλλη. Και αγκαλιάζοντάς την». Συνθέτουν ένα υποδειγματικό παζλ που αναδεικνύει μία ιστορία που αφορά την ίδια την πόλη. Σε κάθε στάση κοιτώντας έξω από το παράθυρο, έχουμε μία μοναδική ευκαιρία να δούμε τη Θεσσαλονίκη του σήμερα, καθώς η συνθήκη των λεωφορείων στην καθημερινότητα είναι βασανιστική. Το μυαλό αφήνεται, όπως κι οι αισθήσεις. Για να ένα διάστημα δύο ωρών ο θεατής “διαβάζει” πίσω από τις ερμηνείες και τα γεγονότα και εξηγεί με τον δικό του τρόπο αυτό που θέλει να του μεταδώσει ο Κωνσταντινίδης.
Ανεξίτηλα τραύματα έρχονται στην επιφάνεια. Η Λούνα έχει μάθει να αντέχει. «Ο θάνατος σκιάζει κάθε στιγμή». Όσον η μνήμη μένει ζωντανή, τόσο το αλάτι θυμίζει τις πληγές. “Όμηροι” ενός οδυνηρού παρελθόντος. Εγκλωβισμός και ματαιότητα. Οι νεότεροι διστακτικοί να πλησιάσουν, «φοβούνται μην κολλήσουν γηρατειά». Η μετατροπή του δοκιμίου σε θεατρικό έργο δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ειδικά με τον τρόπο που συμβαίνει. Απαιτεί έμπνευση, σύνθεση και μαεστρία. Η πλήρης εναρμόνιση των εμπλεκομένων οδηγεί στην επιτυχία. Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης θέλει να κάνει κοινωνούς του έργου τους θεατές του. Να είναι κομμάτι του, καθώς αποχωρούν γεμάτοι. Η αναζήτηση των υπευθύνων της τραγωδίας θα υπάρχει άλλωστε όσο υπάρχει η μνήμη και η δύναμη του συναισθήματος.
Πρόκειται για μια παραγωγή της Angelus Novus που την σχεδίασε και την οργάνωσε η Electra Social Company. Συνδιοργανωτής είναι ο Δήμος Θεσσαλονίκης: η Αντιδημαρχία Πολιτισμού και το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Όπως αναφέρουν οι συντελεστές, η δράση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την πολύτιμη στήριξη και χορηγία της ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Α.Ε., ενώ η παραγωγή πραγματοποιείται με την οικονομική στήριξη του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον και υποστηρίζεται από την 88η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκη.
Παύλος Λεμοντζής, Thesspress, 22/09/2024 Πηγή
«Πώς ζει κανείς με έναν αριθμό στο μπράτσο μετά τον πόλεμο; Διάφοροι άνθρωποι έζησαν ανάμεσά μας με διαφορετικό τρόπο αυτό το ορατό, αδιάψευστο, χειροπιαστό και ανεξίτηλο σημάδι των μαρτυρίων του παρελθόντος. Κάποιοι θέλησαν αργά ή γρήγορα να το σβήσουν, να το κάψουν, ή να ζητήσουν την αφαίρεσή του με πλαστική χειρουργική επέμβαση. Άλλοι το έκρυβαν πάντα, ή κατά περίσταση, με κάποια ντροπή. Άλλοι το επιδείκνυαν με θυμό, με οδύνη, χωρίς ντροπή. Πόσοι γύρω τους το αναγνώριζαν; Πόσα παιδάκια απόρησαν; Πόσα εγγόνια πείστηκαν για λίγο ότι ήταν ο αριθμός τηλεφώνου του παππού; Πόσα δάχτυλα χάιδεψαν ένα χέρι σε αυτό ακριβώς το σημείο; Πόσους τέτοιους αριθμούς έχω δει, τα καλοκαίρια, σε άνδρες που φορούσαν κοντομάνικα πουκάμισα, σε γυναίκες με ελαφρά αμάνικα φορέματα; Πώς έζησε η Λούνα με τον δικό της αριθμό 40077;»
Ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης και οι τέσσερεις ηθοποιοί του -Ελένη Μακίσογλου, Ανδρομάχη Μπάρδη, Σωτήρης Ρουμελιώτης, Γιάννης Μονοκρούσος- ξαναφέρνουν στην επιφάνεια την ιστορία της Λούνας, μιας φτωχής Εβραίας ράφτρας που επέστρεψε στη γενέτειρά της μετά τα στρατόπεδα κατοχής. Το υλικό αντλείται από το βραβευμένο ομότιτλο δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας της Ρίκας Μπενβενίστε.
Το λεωφορείο, διατρέχοντας την πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά, τερματίζει στην οδό Ζεφύρων. Εκεί παρουσιάζεται η τελευταία σκηνή- έκπληξη του έργου.
Η πόλη είναι η άλλη μεγάλη πρωταγωνίστρια.Τι θυμάται και τι θέλει να ξεχάσει από το παρελθόν της; Και η βία που διαποτίζει σήμερα τους δρόμους και τις γειτονιές της, τι σχέση έχει με τη βία της εκτόπισης και του ολοκαυτώματος;
Από το Βαφοπούλειο στο λεωφορείο με συνοδεία μουσικής. Η μουσική ταξιδεύει, αναζωογονεί, εμπνέει, ηρεμεί, συγκινεί, δυναμώνει. Η μουσική είναι γλώσσα που ενώνει τον κόσμο. Είναι ένας τρόπος να συνομιλούμε μεταξύ μας οι άνθρωποι, να εκφράζουμε σκέψεις και συναισθήματα και, εν προκειμένω, γίνονται οι νότες εισιτήριο στο ταξίδι που μας χαρίζει η Λούνα– Μακίσογλου, με όχημα τις ιστορίες της σε πρωτοπρόσωπη ανεπιτήδευτη αφήγηση, πάνω σε τροχούς ενός λεωφορείου και με οδηγό τον έμπειρο σκηνοθέτη Δαμιανό Κωνσταντινίδη.
Η λυρική τραγουδίστρια Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη μεγεθύνει τη μέθεξη με την έξοχη φωνή της. Μας υποδέχεται με χαρούμενα εβραϊκά τραγούδια, διανθίζει τη διαδρομή του λεωφορείου μέσα στα ανάκατα χρόνια με θρήνους και μοιρολόγια, ανάλογα την περιπέτεια που οι εξαιρετικοί αφηγητές: Αντιγόνη Μπάρμπα, Σωτήρης Ρουμελιώτης, Γιάννης Μονοκρούσος, μοιράζουν στο κοινό με λόγια και φωτογραφίες. Στον τελευταίο σταθμό η μουσική κομπανία κλείνει το χρονικό και πάλι με χαρούμενα τραγούδια, όπως στην αρχή του κύκλου.
Στην ιδιαίτερη αφηγηματική παράσταση, η βιογραφία της Λούνας στρώνει δρόμους στη μνήμη, για να ξαναφέρουμε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης στην πόλη τους, τη Shoah, την ένδεια και τα ανάποδα μεταπολεμικά χρόνια. Επειδή ήταν φτωχή, αγράμματη και γυναίκα, τα ίχνη της εύκολα χάνονταν ανάμεσα στους αφανείς της πορείας της. Αρχειακά τεκμήρια, καταγεγραμμένες μαρτυρίες, φωτογραφίες και προσωπικές αναμνήσεις συναρμόζονται, ως ισότιμες «πηγές», που καλούν σε ίση κριτική διάθεση.
Εισβάλλουμε στον κόσμο και στη μοίρα των αφανών με λέξεις που δεν είναι δικές τους, γιατί τα λόγια τους δεν ακούστηκαν αλλά αγνοήθηκαν ή λησμονήθηκαν. Ακολουθούμε τα ίχνη ενός βίου που δέθηκε με τις περιπέτειες του 20ού αιώνα, διατρέχοντας τους τόπους απ’ όπου πέρασε η Λούνα, εκείνους που κατοίκησε. Τα ίχνη της αναζητούνται σε κτίρια, οικοδομές, τοπία της πόλης.
Η βιογραφία της ανασυντίθεται μέσα από τα λιγοστά χνάρια που άφησε αυτή η γυναίκα, όπως η δικαστική κατάθεσή της, η ταυτότητά της ως μέλους της Ένωσης Ομήρων, οι φωτογραφίες, ο φάκελός της στη Γενική Επιτροπή Περίθαλψης, αλλά και από τις προσωπικές αναμνήσεις της συγγραφέως.
Όλα αυτά αποκτούν το νόημά τους εξαιτίας της σχέση τους με ένα ευρύ φάσμα πηγών. Η ερμηνεία προκύπτει από την ισότιμη αντιμετώπιση των πηγών –χαρακτηριστικό της μικροϊστορίας– η οποία φωτίζει μέσα από τη σχέση των συμφραζομένων (πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών, πολιτισμικών) με τη μαρτυρία της Λούνας, το πώς βιώθηκε η επιστροφή των επιζώντων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε μια άδεια από Εβραίους αλλά και σε μια εχθρική Θεσσαλονίκη.
Η αφήγηση οργανώνεται με βάση τους τόπους από τους οποίους πέρασε η Λούνα αρχικά προπολεμικά και κατά τη διάρκεια του πολέμου: το Συνοικισμό 151 –μια από τις αμιγώς εβραϊκές γειτονιές της Θεσσαλονίκης–, το Ρεζή Βαρδάρ, το συνοικισμό του Βαρόνου Χιρς, από τον οποίο εκτοπίστηκε με τον σύζυγό της, Σαμ, στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου στις 27 Μαρτίου 1943.
Στο κεφάλαιο για το Άουσβιτς, το οποίο διερευνά την εμπειρία όσων υπέστησαν τα ναζιστικά πειράματα στο Μπλοκ 10 του στρατοπέδου, το ερώτημα «Πώς ζει κανείς με έναν αριθμό στο μπράτσο μετά τον πόλεμο;» μας υπενθυμίζει τη διαρκή προσπάθεια της ιστορικού να δει με τα μάτια θυμάτων την εμπειρία των βασανιστηρίων και του εγκλεισμού στο στρατόπεδο εξόντωσης και, ταυτόχρονα, τη ριζική διαφορά που χωρίζει τους ανθρώπους της μετά τη Shoah εποχής, από όσους και όσες βίωσαν τη φρίκη.
Η Λούνα, «δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας» της Ρίκας Μπενβενίστε, αφορά ένα πραγματικό πρόσωπο, μια μακρινή συγγενή της συγγραφέως. Καλύπτει όλο σχεδόν τον 20ο αιώνα, από τη γέννησή της το 1910 στη Θεσσαλονίκη, έως τον θάνατό της το 1998, εστιάζοντας κυρίως στη μεταπολεμική περίοδο, όπου είναι ακόμη ορατές οι ολέθριες συνέπειες της ναζιστικής κυριαρχίας.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το 2017. Απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας και το βραβείο του Νίκου Θέμελη.
Σημείωμα σκηνοθέτη
«Η Ελένη Μακίσογλου είναι η Λούνα. Κουβαλάει μνήμες από μια άλλη Θεσσαλονίκη, τη μεταπολεμική, τη μετεμφυλιακή. Και κουβαλάει 60 χρόνια θεατρικής ιστορίας αυτής της πόλης. Μαθήτρια και ηθοποιός του Ζήσου Χαρατσάρη, ιδρυτικό μέλος του ΦΟΘΚ και του –ιστορικού πλέον- Θεατρικού Εργαστηριού, ηθοποιός για πολλά χρόνια στο Κ.Θ.Β.Ε. Μαζί της η Αντιγόνη Μπάρμπα, ο Αλέξης Κότσυφας, ο Σωτήρης Ρουμελιώτης, τρεις νεότεροι ηθοποιοί, που αφηγούνται τη ζωή της Λούνας.
Έτσι, παράλληλα με έναν «υπόγειο» διάλογο που αναπτύσσεται στη διάρκεια της δράσης και αφορά το παρελθόν της Θεσσαλονίκης και το παρόν της, αναπτύσσεται και ένας δεύτερος, που αφορά το θέατρο αυτής της πόλης.
Στη Λούνα συνυπάρχουν και συνομιλούν διαφορετικές θεατρικές γενιές, καθώς και διαφορετικοί θεατρικοί τρόποι, διαφορετικές θεατρικές εκφράσεις. Χωρίς ποτέ να ακυρώνει η μια την άλλη. Αλλά υποδεχόμενη η μια την άλλη. Και αγκαλιάζοντάς την.»
Δαμιανός Κωνσταντινίδης.
Η ιστορία της Λούνας είναι η ιστορία των αφανών, η ιστορία που ο κανόνας έχει περιθωριοποιήσει και την οποία φέρνει στο προσκήνιο η αφήγηση της ιστορικού Μπενβενίστε, προκαλώντας ρωγμή στον κανόνα και υπονομεύοντάς τον.
Στόχος της μικροϊστορίας, άλλωστε, είναι να προκαλέσει ρωγμές σε μια υποτιθέμενη ομοιογενοποιημένη εμπειρία που συνιστά τον κανόνα.
Η συγγραφέας είχεδηλώσει για το βιβλίο «Λούνα», όταν βραβεύτηκε με το βραβείο «Νίκου Θέμελη»: «Από μια άποψη, το εγχείρημα της συγγραφής ήταν εξαρχής –εν μέρει τουλάχιστον- καταδικασμένο: Κανείς δεν θα ξέρει ποτέ πώς ένιωθε η Λούνα, μια αφανής επιζήσασα. Δεν παραδόθηκα σε τούτη την αυτόδηλη διαπίστωση. Οι νεκροί ζουν μονάχα με τη ζωή που τους αποδίδουν οι ζωντανοί. Όταν η ιστορική αφήγηση δεν προϋποθέτει μια δήθεν γνωστή ιστορία, όταν προσπαθεί να δώσει συνοχή και ολότητα στα αποσπάσματα και στα απομεινάρια της ζωής, τότε μπορεί να αποκτήσει στοχαστική λειτουργία».
Ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης αυτό ακριβώς έκαμε. Θέλησε κι έδωσε στοχαστική λειτουργία στη δραματοποίηση των βιογραφικών στοιχείων της ηρωίδας. Καταρχάς βάζει τη σπουδαία ηθοποιό Ελένη Μακίσογλου να γίνει η Λούνα μέσα σ’ ένα λεωφορείο, ανάμεσα σε πολίτες- συνεπιβάτες της. Κυλάει η βιωματική της ιστορία, το λεωφορείο διασχίζει κομβικά σημεία της ζήσης της στη Θεσσαλονίκη, οι συνοδοιπόροι θεατές αρχικά είναι παθητικοί δέκτες, αλλά πολύ γρήγορα μετατρέπονται σε μύστες μιας τελετουργίας.
Η θεατρική πράξη συνιστά τελετουργία – κατά τον σπουδαίο καθηγητή θεατρικών σπουδών Βάλτερ Πούχνερ- και οι τελετουργίες δεν εξηγούνται με τη λογική. Οι τελετουργίες μόνον τελούνται.
Στη θεατρική πράξη συντελείται μία ανθρωποθυσία. Ο ηθοποιός θυσιάζεται, «σφαγιάζεται» στον βωμό του ήρωα τον οποίον ερμηνεύει. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά αυτό συμβαίνει μπροστά στα μάτια των θεατών που παρακολουθούν μεν, μετέχουν δε στο τελετουργικό θυσίας της Μακίσογλου, ιδίως στο τελευταίο μέρος.
Στη συγκεκριμένη διασκευή – σύνθεση κειμένου της παράστασης του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, ο ορθολογισμός δεν κυβερνάει. Στον ορθολογισμό τα όρια της αλήθειας είναι κοινά. Ταυτίζονται με τα όρια που θέτει η λογική απόδειξη. Στα έργα σαν κι αυτό η μεγάλη τους αλήθεια δεν αποδεικνύεται, μόνο δείχνεται.
Στο λεωφορείο της διαδρομής της Λούνας θριαμβικά εμφανίζεται το διασκευασμένο κείμενο και μαζί του ο θεατής δε συνευρίσκεται ανώδυνα. Καθίσταται συμμέτοχος – συνένοχος. Εδώ συνυπάρχουν ο μοντερνισμός, ο υπερρεαλισμός, το παράλογο, η εκτροπή από την καθεστηκυία θεατρική μορφή, η αλλαγή δηλαδή στη γεωμετρία της φόρμας. Συνυπάρχει το μυστηριώδες και το τρομώδες χιούμορ , η αγωνία και οι εφιάλτες της ηρωίδας, οι χαρακτήρες που συναλλάσσονται μαζί της, οι μουσικές που την τυλίγουν.
Αυτό που είναι άξιο αναφοράς, είναι ο συνειρμός που κάνει ο θεατής- επιβάτης, καθώς φέρνει σε παράλληλη διαδρομή των Εβραίων θυμάτων του Ναζισμού, την αντιστροφή του ρόλου του σημερινού ηγέτη των Ισραηλινών, ο οποίος θάβει το παρελθόν στη φρίκη του παρόντος πολέμου, με τα χιλιάδες αθώα θύματα.
Ένας περιοδεύων θίασος εξαιρετικών καλλιτεχνών στο λεωφορείο, που σηματοδοτούν κρίσιμες καμπές, οριακές περιόδους, θεατρικά, μουσικά ιντερμέδια, αλλά και αποτελούν συνδετικούς κρίκους θέματος και θεάματος είναι μαζί με τη Λούνα και μαζί μας. Τους αναφέρω και πάλι : Γιάννης Μονοκρούσος, Ανδρομάχη Μπάρδη, Σωτήρης Ρουμελιώτης, η Ελιόνα – Ελένη Σινιάρηστο τραγούδι και οι μουσικοί Λυδία Ανεστοπούλου και Αναστάσης Κατσαρός.
Ο τερματισμός της περιήγησης, της αφήγησης, της περιπέτειας, της αναδρομής και εγκεφαλικά αναβίωσης με λόγια και εικόνες, με καταθέσεις ψυχής και μουσικές ταξιδιάρικες των πέτρινων χρόνων, σε μια αυλή πέτρινη από τείχη Βυζαντινά. Ευτυχής κατάληξη.
Μια τέτοια περιθωριακή ιστορία, όπως αυτή της Λούνα, μάς βοηθάει να κατανοήσουμε παρόμοιες που έχουν εξοβελιστεί από την κυρίαρχη αφήγηση. Το πένθος, η μελαγχολία, ο θρήνος, η θλίψη, η μοναξιά ήταν δυνατές εμπειρίες στη ζωή αυτών που φαίνονταν ότι είχαν προσχωρήσει σε μια κανονικότητα. Κάτω από την εικόνα της επιτυχίας υπήρχε ο «πλανήτης Άουσβιτς». Ζούσαν δίπλα σ’ αυτόν, στοιχειωμένοι από τις εμπειρίες του διωγμού και του στρατοπέδου, καταβεβλημένοι από το πένθος για το χαμό των δικών τους. Το μήνυμα οπτικοποιείται κι ισχυροποιείται μέσα από τις φωτογραφίες που μοιράζουν οι ηθοποιοί.
Η τάση, ωστόσο, για επιστροφή σε μια θετικιστική ιστορία, η οποία μελετά το διωγμό των Εβραίων από τη σκοπιά των Αρχών Κατοχής και των συνεργατών τους, ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο να υιοθετήσουμε την οπτική του θύτη. Από μια τέτοια ματιά μάς απομακρύνει ο σκηνοθέτης, συνυφαίνοντας την ιστορία της Λούνας με τη συλλογική εμπειρία και την ιστορία των μεταπολεμικών χρόνων.
Το λεωφορείο δεν εξυπηρετεί μόνο την παράσταση ως σκηνή και όχημα μεταφοράς στους τόπους όπου έζησε και κινήθηκε η ηρωίδα του έργου, αλλά ικανοποιεί και μια προσωπική ανάγκη του ίδιου του σκηνοθέτη να γνωρίσει καλύτερα την πόλη, η οποία τον φιλοξένησε ως φοιτητή και στην οποία επέστρεψε, ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, για εργασιακούς λόγους.
«Δεν είμαι από τη Θεσσαλονίκη, έκανα τις σπουδές μου εδώ, μετά έφυγα για πολλά χρόνια κι όταν επέστρεψα έμεινα στη Θεσσαλονίκη για τη δουλειά μου. Κατά έναν τρόπο είναι μια πόλη που μισογνωρίζω ή μάλλον αλλιώς τη γνώριζα ως φοιτητής, αλλιώς τώρα. Και ήθελα να τη γνωρίσω καλύτερα. Πιθανόν να οφείλεται και σ’ αυτό μια τέτοια επιλογή. Δηλαδή, κάθε τι που διαλέγουμε δεν είναι ένας μόνο ο λόγος. Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα συνήθως. Είναι περίεργες οι διασυνδέσεις που μπορούν να δημιουργηθούν ανάμεσα στις διάφορες αιτίες ή λόγους που μας οδηγούν κάπου», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης.
Ζωή Βερβεροπούλου στο Facebook 26/10/2022
Για ΛΟΥΝΑ
Χθες ήταν η τελευταία παράσταση της ΛΟΥΝΑ θέατρο στο λεωφορείο και πολύ χαίρομαι που την πρόλαβα.
Επιτέλεση εν κινήσει, αφού το μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίχθηκε σε λεωφορείο με επιβάτες εμάς τους θεατές, το εγχείρημα του Δαμιανού Κωνσταντινίδη ήταν, σε πρώτο επίπεδο, μια αφηγηματική διαδρομή εμβύθισης στην ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Στο επίκεντρο, η παραδειγματική βιογραφία της ηλικιωμένης Λούνας, που επέζησε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επέστρεψε στην πόλη και ξεκίνησε τη ζωή της από την αρχή, ολομόναχη, προσπαθώντας να συμβιώσει με το ανεξίτηλο τραύμα τής Shoah.
Παράλληλα όμως, η παράσταση στάθηκε και μια ιδιότυπη ξενάγηση στους χωροχρόνους της παλαιότερης Θεσσαλονίκης και στις αρχιτεκτονικές μνήμες της, ξετυλίγοντας μια αφηγηματικά, φωτογραφικά και τοποσημικά επαυξημένη, παρελθούσα πραγματικότητα. Μου ήρθε έντονα στον νου η «Dora Bruder» του Patrick Modiano, αν και η λιτή και υπόκωφα συγκινητική «Λούνα» του Κωνσταντινίδη θέλησε, θαρρώ, να μας μιλήσει περισσότερο για το φως που η ηρωίδα επαναδιεκδίκησε παρά για τα σκοτάδια της.
Κατηφορίζοντας προς την Εγνατία από την πλατεία Μαβίλη όπου ολοκληρώθηκε η διαδρομή μας, ένιωσα σαν να ξαναέβγαινα στην επιφάνεια από κάπου βαθιά, σαν να διέσχιζα προς τα πάνω αλλεπάλληλες στρώσεις χρόνου και ιστορίας, για να αναδυθώ ξανά στην αληθινή, σημερινή πόλη μου. Και κάπως έτσι σωματικά βεβαιώθηκα ότι η παράσταση τον πέτυχε τον στόχο της.
Βικτωρία Ιωσηφίδου στο Facebook 19/10/2022
«ΛΟΥΝΑ», μια παράσταση στο λεωφορείο
Είδα κι εγώ τη «ΛΟΥΝΑ» της Ρίκα Μπενβενίστε, μια παράσταση μέσα στο λεωφορείο, το οποίο ταξιδεύει σε χαρακτηριστικές τοποθεσίες της Θεσσαλονίκης όπου έζησε η Λούνα, μια φτωχή Εβραιοπούλα μοδίστρα και μέσα από την ιστορία της αφηγείται ουσιαστικά την πορεία και την ιστορία όλων των Εβραίων της πόλης πριν , κατά και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η Λούνα δεν είναι μια οποιαδήποτε Εβραία αλλά μια τραγική ηρωίδα που επέζησε από το Άουσβιτς και επέστρεψε τσακισμένη και ενώ είχε χάσει όλους τους συγγενείς της στην πατρίδα της.
Πρόκειται για ένα δραματοποιημένο ιστορικό δοκίμιο εξαιρετικά κατατοπιστικό μα και ιδιαίτερα τρυφερό και ζεστό ταυτόχρονα, γεμάτο συναίσθημα και αγάπη για τη ζωή, που ερμηνεύουν εξαιρετικά οι Αλέξης Κότσυφας, Σωτήρης Ρουμελιώτης και Αντιγόνη Μπάρμπα ενώ στον ρόλο της Λούνα είναι η Ελένη Μακίσογλου Ήταν μια παράσταση εμπειρία, που μας κράτησε προσηλωμένους δύο περίπου ώρες και μέσα από το υποδειγματικό στήσιμό της, τις ωραίες ερμηνείες και την άψογη οργάνωση της όλης παραγωγής μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις και μια ιδιαίτερη γλυκιά γεύση παρόλο τον πόνο που κρύβει η υπόθεση. Ένα μάθημα ιστορίας και ένα ταξίδι της ψυχής ταυτόχρονα. Συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές και φυσικά στον πάντα πρωτοπόρο σκηνοθέτη της Δαμιανό Κωνσταντινίδη.
Η παράσταση ξεκινά από το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο και καταλήγει στην πλατεία Μαβίλη, στον χώρο της οποίας παίζεται και το τελευταίο μέρος της. Δυστυχώς τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί. Μακάρι να προκύψουν και άλλες παραστάσεις και να μπορέσουν να την δουν όσο περισσότεροι γίνεται.
Αναστασία Γρηγοριάδου στο Facebook 10/10/2022
Σάββατο βράδυ στην παράσταση “Λούνα” / ΛΟΥΝΑ θέατρο στο λεωφορείο. Προσπαθήστε να βρείτε θέση να παρακολουθήσετε αυτήν την παράσταση. Πόσο θα ήθελα να την δούμε όλοι οι Θεσσαλονικείς. Μακάρι και πολλά σχολεία.
Η παράσταση “Λούνα” βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο, βραβευμένο δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας, της ιστορικού Ρίκας Μπενβενίστε που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις. Είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, έγινε μια πολύ δυνατή παράσταση. Μέσα σε ένα λεωφορείο εν κινήσει, βράδυ, ζούμε την ιστορία της Λούνας και χιλιάδων εβραίων σαλονικιών, φτωχών ανθρώπων του μεροκάματου όπως εκείνη, ζωντανευει η πολη μεσα μας, μάς μιλάνε χιλιάδες ψυχές που δεν γύρισαν πίσω.
Η συγκίνηση πολύ μεγάλη.
Entremosotros. Αναμεταξύ μας.
Αυτή η παράσταση – τι έκανες Δαμιανέ Κωνσταντινίδη! – πρεπει να παραμείνει σταθερα στο ρεπερτόριο της Angelus Novus τουλαχιστον για κάποια χρόνια, ίσως και να προσαρμοστεί και για κλειστό χώρο, να υπαρξει και μια διασκευή, μεχρι να την δουν όσοι περισσότεροι Θεσσαλονικείς μπορούν. Όταν θα εχουμε στην πόλη Μουσείο Ολοκαυτώματος, στο άνοιγμά του δεν μπορώ να φανταστώ να λείπει αυτή η παράσταση απο εκεί. Και επειδή την ξέρω την πολη μας και τα στραβά της, τότε στο ανοιγμα αυτού του Μουσείου δεν πρεπει να λείψει απο εκεί μια τετοια δουλειά ανθρώπων, όπως του Δαμιανού Κ. και των συνεργατιδών-συνεργατών του, που εκαναν αυθεντικά, ειλικρινά με τόση εντιμότητα, δουλειά και με την ψυχή τους μια τέτοια ουσιαστική και δυνατή παράσταση σήμερα κι όχι απλώς ίσως επί τη ευκαιρία και επί τούτου τότε με ό,τι θα σημαίνει αυτό.
Κυριακή πρωί, περνώντας από το πανεπιστημιακό κάμπους, μια στάση στο Μνημείο του Παλαιού Εβραϊκού Νεκροταφείου στο ΑΠΘ. Ιστορία της πόλης μας. Όλοι μπορούμε να το επισκεφθούμε. Μνήμη, υπόμνηση και αφορμή για σκέψη και τιμή στη μνήμη χιλιάδων συμπολιτών μας.
Γιώργος Τούλας στο Facebook 05/10/2022
Χθες βράδυ ακολούθησα τη διαδρομή ενός λεωφορείου που διέσχιζε την πόλη. Τόπους με βαριά Ιστορία, χωρίς καμιά σηματοδότηση για να τη γνωρίζουν οι νεότεροι. Πάνω στο λεωφορείο ξετυλίγονταν η ιστορία της Λούνα Γκαντένιο, της ελληνοεβραίας μοδίστρας που βρέθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και κατάφερε να διασωθεί και να γυρίσει στην πόλη και έξω από τα παράθυρα έβλεπα τις εικόνες του σήμερα.
Ένα τρομερό κοντράστ, ανατριχιαστικό σχεδόν.
Σε κάθε στάση μια ιστορία και μια σημειολογία σημερινή. Με αποκορύφωμα τον Παλιό Σταθμό που η Λούνα έφυγε για τα στρατόπεδα με το τρένο και απέναντι να βλέπουμε τα φωτισμένα γραφεία της Χρυσής Αυγής.
Όσα σκέφτηκα κατά τη διάρκεια αυτής της κινούμενης παράστασης που αξίζει πολύ ως μάθημα ιστορίας θα τα βρείτε στο πρώτο σχόλιο. Την Ελένη Μακίσογλου που παίζει τη Λούνα είχα πάνω από 30 χρόνια να τη δω και ας ζούμε στην ίδια πόλη. Δουλεύαμε κάποτε μαζί στο ραδιόφωνο. Και είναι συγκλονιστική στην παράσταση, λάμπει στα 77 της.
Σάββας Πατσαλίδης, Athens Voice, 28/09/2022 (Πηγή)
«Λούνα»: Το βαθύ τραύμα της Θεσσαλονίκης στους δρόμους
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα και τη βία που διαποτίζει σήμερα τους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης
Το πιο βαθύ και ανομολόγητο τραύμα της Θεσσαλονίκης είναι η ιστορία της εβραϊκής της κοινότητας, οι περιπέτειες που οδήγησαν στο ξεκλήρισμά της. Τραύμα γεμάτο ενοχές και μνήμες. Και θεωρώ απόλυτα θετικό το γεγονός ότι ολοένα και πυκνώνουν οι μαρτυρίες, οι δημοσιεύσεις και οι δράσεις, οι οποίες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, φέρνουν στο φως λεπτομέρειες και εμπειρίες που ο κόσμος αγνοεί. Πρόσφατο παράδειγμα, η περφόρμανς «Λούνα», το βραβευμένο έργο-βιογραφία της Ρίκας Μπενβενίστε, όπου πρωταγωνιστεί η Εβραία μοδίστρα, η φτωχή και αγράμματη Λούνα, η οποία καταλήγει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί την άνοιξη του 1943, επιβιώνει, και δύο χρόνια αργότερα επιστρέφει στη γενέθλια πόλη της, όπου βιώνει ξανά τον αποκλεισμό και τις διακρίσεις, δηλαδή βιώνει μια άλλη εκδοχή της «τελικής λύσης».
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης
Η σκηνοθεσία
Βασική έγνοια του σκηνοθέτη Δαμιανού Κωνσταντινίδη, η μετατροπή μιας απούσας «άλλης» ιστορίας σε δυναμική επιτελεστική παρουσία. Προς τον σκοπό αυτό εγκαταλείπει τα όρια της καθιερωμένης σκηνής, τους μηχανισμούς του τακτοποιημένου και απόλυτα ελεγχόμενου ψευδαισθησιακού ρεαλισμού, και μεταφέρει με λεωφορείο το προσωπικό δράμα της Λούνας στον άναρχο και εν πολλοίς απρόβλεπτο ρεαλισμό των δρόμων και των ανοικτών τοπίων της πόλης της Θεσσαλονίκης.
Από την εναρκτήρια σκηνή στο φουαγιέ του Βαφοπούλειου Πολιτιστικού Κέντρου μέχρι την καταληκτική στην πλατεία Μαβίλη στον Βαρδάρη, οι επιλογές του ήταν έτσι ρυθμισμένες ώστε να αντιμάχονται την απόσταση θεάματος και θεατή.
Ήταν σαφές πως ήθελε τους θεατές σε ρόλο συνεπιβατών, συνοδοιπόρων ή ακόμη και «μαρτύρων», όχι βέβαια με στόχο τη θεραπεία του τραύματος, αλλά την καλύτερη και πιο υποψιασμένη γνωριμία μαζί του, προκειμένου να αισθανθούν στο πετσί τους αυτά που βίωσε η αφανής ηρωίδα της Μπενβενίστε.
Περί εγγύτητας
Τώρα, το πώς εισπράττει κάθε θεατής αυτή την εγγύτητα, την εμπλοκή με τα δρώμενα και τις ιστορικές τους σημάνσεις, είναι θέμα αυστηρώς προσωπικό. Υπάρχουν θεατές που δεν θέλουν να αναστατώνεται η προστασία που τους προσφέρει το σκοτάδι της πλατείας. Νιώθουν πιο ασφαλείς παρακολουθώντας από απόσταση. Απόλυτα θεμιτό.
Είναι άλλοι όμως που θέλουν κάτι παραπάνω, μια πιο λοξή διερεύνηση των δυνατοτήτων του θεάτρου, ένα ταρακούνημα, ακόμη και μια αίσθηση ανασφάλειας. Και σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκει η περφόρμανς-περιήγηση της Λούνας. Είναι ένα αλλιώτικο δρομολόγιο που θα ονόμαζα μια «τραγωδία αναγνώρισης» με ευτυχισμένο όμως τέλος, μιας και η Λούνα κατορθώνει, σε πείσμα των καιρών, να επιβιώσει. Με μια ωστόσο διαφορά. Σε μια κλασική τραγωδία, ο αγγελιοφόρος ήταν εκείνος που επωμιζόταν τον ρόλο να φέρει στους θεατές της αναπαράστασης αφηγήματα και αλήθειες του κόσμου πέρα από τη σκηνή. Ο αγγελιοφόρος ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ο μέσος θεατής in absentia. Η αναφορά του συμπλήρωνε τα κενά και προωθούσε τη δράση. Αντίθετα, στη Λούνα, ο θεατής προ(σ)καλείται να γίνει μέρος μιας πορείας προς την «αναγνώριση» και το νόημα και όχι ένας απλός παθητικός υποδοχέας ενός ήδη διαμορφωμένου νοήματος (δηλ. ενός συμπεράσματος).
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης
Περί χειρισμού της εγγύτητας
Η παρουσία των τεσσάρων αφηγητών της ομάδας Angelus Nοvus, καθώς επίσης και η καταφυγή σε λύσεις και τακτικές ενεργοποίησης όλων των αισθήσεων των θεατών, κι όχι μόνο της ακοής και της όρασης, όπως για παράδειγμα οι φωτογραφίες που μοιράζονται στους επιβάτες του λεωφορείου με τα διάφορα κτίρια, το ποτό, οι καραμέλες και η διάταξη των καθισμάτων στην πλατεία Μαβίλη κ.λπ, καθώς επίσης και η συνεχής έκθεση στα αναπάντεχα συμβάντα του δρόμου με τα κορναρίσματα, τα αυτοκίνητα, τους πεζούς, τη φασαρία, ενισχύουν την αίσθηση (ή αν προτιμάτε, την ψευδαίσθηση) της «αδιαμεσολάβητης» φυσικότητας της δράσης και παράλληλα την αίσθηση του τόπου και των συνθετικών του υλικών.
Όσο εξελίσσεται χιλιομετρικά η δράση, το «εκεί και τότε» της ηρωίδας (η απουσία της δηλαδή) μορφοποιείται σε ένα δυναμικό «εδώ και τώρα» (μια παρουσία), που εισβάλλει στον χώρο του θεατή-συντελεστή διεκδικώντας την προσοχή όσο και την κατανόησή του. Την ίδια στιγμή του προσφέρει και μια ανανεωμένη οπτική γωνία πρόσληψης του αστικού τοπίου, που μολονότι το ζούμε δεν το παρατηρούμε, μας διαφεύγει η υλικότητά του, οι οσμές και οι ήχοι του, η πραγματικότητά του. Έχει σημασία αυτή η διάσταση της περφόρμανς. Και εξηγώ.
Η υλικότητα του εδώ και τώρα
Όσο περνά ο καιρός και η τεχνολογία βελτιώνεται, άλλο τόσο μεγαλώνει και η απόστασή μας από την πραγματικότητα. Κλεινόμαστε στον εαυτό μας. Βγαίνουμε ολοένα και λιγότερο έξω για να γνωρίσουμε κόσμο. Και όταν βγαίνουμε, σπάνια θα διερωτηθούμε για όλα εκείνα που συνθέτουν το περιβάλλον που ζούμε, πολλώ δε μάλλον τις ιστορικότητες που κρύβει. Και σαν να μη φτάνει αυτό, κάθε φορά που διασχίζουμε το αστικό μας τοπίο έχουμε πάντα μαζί μας τα αναγκαία εργαλεία (iPod, κινητά τηλέφωνα, earphones) που αποτρέπουν την επαφή μας είτε με το τοπίο είτε με άλλους ανθρώπους. Με άλλα λόγια, βγαίνουμε φορώντας την πανοπλία της απομόνωσής μας.
Είναι προφανές πως οι δημόσιοι χώροι έχουν πάψει προ πολλού να έχουν τη λειτουργικότητα της αρχαίας αγοράς, όπου ανταλλάσσονταν ιδέες, προβλημάτιζαν θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Και εκτιμώ πως ανάμεσα στους στόχους της Λούνας ήταν να μας επαναφέρει στον δημόσιο χώρο, στο οικοσύστημα, δημιουργώντας, έστω και προσωρινά, την αίσθηση της κοινότητας, της συλλογικότητας.
Όπως υποστηρίζει ο καλός Γάλλος στοχαστής De Certeau, αυτές οι παρεμβάσεις είναι σημαντικές καθώς αποδομούν τον χώρο και τον μετατρέπουν σε ένα πιο δημιουργικό, μη παγιωμένο και αισιόδοξο τόπο, αισιόδοξο υπό την έννοια ότι μας δίνουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα, να αποκτήσουμε μια βαθύτερη κατανόηση των λειτουργιών του και των ιδεολογημάτων του.
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης
Ένα ερώτημα περί πραγματικότητας και τέχνης
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα που με ταλανίζει κάθε φορά που η διαχωριστική γραμμή σκηνής/πλατείας, μύθου/πραγματικότητας καταλύεται ή γίνεται δυσδιάκριτη ή προκαλείται. Διερωτώμαι, λοιπόν:
Πόση άραγε δόση πραγματικότητας μπορεί να αντέξει η τέχνη για να συνεχίσει να λέγεται τέχνη και όχι ζωή; Όπως και το αντίστροφο: πόση δόση θεατρικότητας μπορεί να αντέξει η ίδια η ζωή για να συνεχίσει να λέγεται πραγματικότητα και όχι θέατρο;
Μολονότι πολύ θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες παραπάνω σκέψεις δεν θα υποκύψω στον πειρασμό (θα μας πάει η κουβέντα αλλού και πολύ μακριά), θα πω μόνο εν τάχει ότι το μπρα ντε φερ ανάμεσα στην παρουσία και απουσία, είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά όσο και προβληματικά/σύνθετα χαρακτηριστικά του θεάτρου γενικά και ειδικότερα εκείνο που κάνει το οδοιπορικό της Λούνας που συζητούμε εδώ τόσο ιδιαίτερο, γοητευτικό, αλλά και «επικίνδυνο». Και όταν λέω «επικίνδυνο», αναφέρομαι στις πιθανές αρνητικές προεκτάσεις που ενδέχεται να έχει η επιδιωκόμενη εγγύτητα. Επιτρέψτε μου δυο λόγια παραπάνω.
Σε ρόλο συνηγόρου του διαβόλου
Για παράδειγμα, μήπως τελικά η ολοένα και μεγαλύτερη ενίσχυση της εγγύτητας (και συνακόλουθης και εν πολλοίς αναπόφευκτης ταύτισης) του θεατή (ψυχοσυναισθηματική ή/και σωματική) με ένα πρόβλημα ή μια ιδιαιτερότητα ή ένα τραύμα, μπορεί να γίνει μπούμερανγκ, υπό την έννοια ότι αντί να οδηγεί σε ενεργοποίηση των κριτικών αντανακλαστικών μας, καταλήγει να λειτουργεί ως το «συμπαθές» άλλοθί μας για την απουσία δράσης, την απουσία ουσιαστικής πρόκλησης;
Πορευόμενος απορώντας, μου έρχεται στο μυαλό η άποψη της σπουδαίας Σούζαν Σόνταγκ, που λέει ότι, όσο νιώθουμε συμπάθεια, δεν αισθανόμαστε ότι είμαστε συνεργοί στην πράξη που προκάλεσε τον πόνο. Η συμπάθειά μας προδίδει την αθωότητά μας, αλλά και την ανικανότητά μας. Και σκέφτομαι, μήπως τελικά διά της συμπαθείας καταλήγουμε να γινόμαστε απλά «τουρίστες πολιτιστικών (και ενίοτε ριζοσπαστικών) δράσεων»; Είναι και αυτό ένα ζήτημα.
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης
Πίσω στη Λούνα
Αφήνω σκόπιμα μετέωρη και την παραπάνω απορία για τον καθένα που θα ήθελε να τη σκεφτεί, και συνεχίζω με τη Λούνα, την οποία ο Κωνσταντινίδης, ένας υποψιασμένος και δοκιμασμένος στα δύσκολα σκηνοθέτης, αγκάλιασε με τη γνώριμη έγνοια και βαθιά του αγάπη. Δεν έπεσε στην παγίδα του ψυχοσυναισθηματικού εγκλωβισμού του θεατή. Τον ήθελε παρόντα και σκεπτόμενο, όχι όμως παραδομένο. Οι (κατά τόπους μπρεχτικές) αποστασιοποιητικές επιλογές του κινήθηκαν επάνω σε καθαρούς και ελεγχόμενους διαδραστικούς αρμούς, που είχαν ως στόχο τη δημιουργία μιας κοινωνικής (κυρίως και μόνο δευτερευόντως αισθητικής) εμπειρίας, μιας εμπειρίας κριτικής (ας σημειωθεί αυτό) επανασύνδεσης του αποξενωμένου ατόμου με την τοπική του ιστορία (και τα όποια ενοχικά της κατάλοιπα) και την καθημερινότητά του.
Και μία γενική παρατήρηση: η διαχείριση του οικείου
Γνωρίζω ότι δεν υπήρξαν παρεμβάσεις στο έργο της συγγραφέως. Όμως, όταν ένα έργο που δεν έχει γραφτεί για να γίνει θέατρο καταλήγει να γίνει, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος κάπου να σκοντάψει. Όπως τώρα. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος.
Υπήρξε ένα κομμάτι της διαδρομής, λίγο πριν και λίγο μετά το «Υπνωτήριο Αλλατίνη» επί της Παρασκευοπούλου, για περίπου 10-15 λεπτά, όπου η αφήγηση με τα διάφορα ζιγκ-ζαγκ της αισθάνθηκα ότι με πετούσε έξω. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν εκείνο που έλειπε. Άρχισα να χάνω το ενδιαφέρον μου και την επαφή μου με τη γεωγραφία των δρωμένων. Αφού τελείωσε η περφόρμανς, το σκέφτηκα αρκετά, και κατέληξα στο εξής:
Τα οικεία στοιχεία που εμπεριείχε η αφήγηση στο συγκεκριμένο διάστημα που αναφέρω πιο πάνω, δεν είχαν επικοινωνιακά καύσιμα. Ναι μεν μας τροφοδοτούσαν με αναγκαίο πληροφοριακό υλικό ώστε να διαχειριστούμε τη συρραφή των επεισοδίων, ωστόσο εκτιμώ πως είχαν ανάγκη από ένα πιο δουλεμένο ή μάλλον καλύτερα πιο «αναπάντεχο» πλαίσιο φιλοξενίας τους, ώστε να καταγραφούν ακαριαία οι λεπτομέρειές τους στο σκληρό δίσκο της μνήμης μας (που εννοείται ήταν και το ζητούμενο).
Το υπογραμμίζω αυτό γιατί το οικείο έχουμε πάντα την τάση να το προσπερνάμε ακριβώς γιατί δεν μας ξαφνιάζει, δεν προκαλεί ούτε προσκαλεί την προσοχή μας. Άλλως πως, δεν αρκούν η απλή παρατήρηση, καταγραφή και μεταφορά του καθημερινού στο όποιο θεατρικό δρώμενο για να το μετατρέψει αυτόματα σε κάτι αξιοπρόσεκτο.
Για να παρατηρήσουμε και να αξιολογήσουμε το οικείο πρέπει να πάψει να είναι οικείο. Δηλαδή, όταν επιστρέψει στα δεδομένα της οικειότητας χωρίς όμως τις οικείες επικαλύψεις τους. Κι εδώ εκτιμώ πως απουσίαζε ένα ανοίκειο πλαίσιο που να στεγάζει, με τους δικούς του όρους, τα μικρά, οικεία και ανάκατα από τη ζωή της Λούνας. Και από τη στιγμή που ο σκηνοθέτης αποφάσισε να μείνει πιστός στην πρωτογενή γραφή, είχε ως αποτέλεσμα, πάντοτε κατά την εκτίμησή μου, να «καθίσει» η αφήγηση στα σημεία της διαδρομής που αναφέρω. Η γραφή της συγγραφέως δεν άντεξε το ειδικό βάρος που κουβαλά μια «εδώ και τώρα» προφορική/επιτελεστική απόδοση.
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης
Καταλήγοντας
Κρίνοντας την παράσταση στο σύνολό της και λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό δυσκολίας και τις ιδιαιτερότητές της, εκτιμώ πως ο Κωνσταντινίδης κατέθεσε έγνοια, αγωνία, γνώση, δουλειά και άποψη. Μαζί με τη μη γραμμική «θεατροποίηση» ψηγμάτων της ζωής της Εβραίας Λούνας, μπορούσες να διακρίνεις πίσω από όλα αυτά και τις ανησυχητικές συγκρίσεις της «τελικής λύσης» τότε, με τις τελικές λύσεις που διαγράφονται τώρα στον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Συμπτωματικά το κείμενο αυτό το τελείωσα το βράδυ της εκλογής της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία.
Όσο για τους συνεργάτες του σκηνοθέτη (τους αναφέρω: Ελένη Μακίσογλου, Αλέξης Κότσυφας, Αντιγόνη Μπάρμπα, Σωτήρης Ρουμελιώτης), αποδείχτηκαν αξιόπιστοι αφηγητές, με επικοινωνιακή άνεση, καθαρότητα φωνής, καθημερινοί στο παίξιμό τους, χωρίς μούτες, υπερβολές και αχρείαστες πόζες. Συγκινητικοί και απόμακροι όπου και όταν έπρεπε, έλεγξαν το παιχνίδι των αποστάσεων ανάμεσα στην απουσία και την παρουσία των παθημάτων της Λούνας. Στο τραγούδι η ωραία φωνή της Ελιόνας-Ελένης Σινιάρη, με τη μουσική υποστήριξη της Λυδίας Ανεστοπούλου (ακορντεόν) και του Γιώργου Χρυσικού (κιθάρα).
Κατακλείδα
Ένα δυναμικό ξεκίνημα για τη θεατρική Θεσσαλονίκη που εύχομαι να συνεχίσει σε πείσμα των δύσκολων καιρών. Το θέατρο μπορεί να βοηθήσει. Είναι πηγή ζωής, ελπίδας και κριτικής σκέψης. Μια καλή παράσταση πάντα βοηθά να γίνουμε καλύτεροι πολίτες, δηλαδή σκεπτόμενοι πολίτες, δηλαδή «επικίνδυνοι» πολίτες.
Νίκη Ζερβού, Rejected, 24/09/2022 (Πηγή)
Η Θεσσαλονίκη η άγνωστη, η «Λούνα»
Η εποχή μας δεν είναι σίγουρα, η ιδανική. Πόσο μάλλον, για όσους τώρα ξεκινούν να βγαίνουν στον κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που πεθαίνει, που παράγει περισσότερα προβλήματα απ’ όσα μπορεί να καταναλώσει με ανθρώπους βυθισμένους στο χάος και το μίσος, με πρώτο μέλημα την επιβίωση και την ζωή καταδικασμένη να συνεχίζει, να συνεχίζει, να συνεχίζει.
Πολλές φορές, μέσα σε όλη αυτήν την τρέλα, είναι δύσκολο να σταθούμε να αναλογιστούμε το γύρω μας. Τη γη που πατάμε και τις ιστορίες που φέρει. Ιστορίες από άλλη εποχή, ακόμη πιο σκληρή, με ανθρώπους που δεν διαφέρουν πολύ από εμάς. Με ανθρώπους που με κόπους, βάσανα και εκδιωγμούς απλά συνέχισαν στο μονοπάτι της ζωής και άφησαν πίσω, βαριά κληρονομιά, τα μαθήματα που δε θέλουμε να πάρουμε και κάποια ενθύμια στους δρόμους που βάδισαν.
Μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της Θεσσαλονίκης μας, λοιπόν, και βαθιά λησμονημένο, είναι η εβραϊκή κοινότητα, η οποία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκδιώχθηκε, δολοφονήθηκε μαζικά και επέστρεψε σε μια πόλη που δεν ήταν πια δική της. Η Θεσσαλονίκη μας, όμως, που πάντα βρίσκει τον τρόπο να είναι καλλιτεχνικά ενεργή και καινοτόμα, γέννησε μια παράσταση-οδοιπορικό μέσα σε ένα λεωφορείο, την «Λούνα» για να θυμίσει σε κάποιους και να εκπαιδεύσει κάποιους άλλους σε ένα ξεχασμένο αλλά μείζον κομμάτι της ιστορία της.
Η αληθινή αυτή ιστορία, γραμμένη από την Ρίκα Μπενβενίστε, αφορά μια αγράμματη εβραία, μοδίστρα της Θεσσαλονίκης, η οποία έφτιαξε την ζωή της και την είδε να γκρεμίζεται, όταν την απέσπασαν βίαια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και αφού είδε όσους αγάπησε να πεθαίνουν, επέστρεψε ξανά πίσω σε μια και πάλι βίαιη πραγματικότητα. Εμείς ξεκινώντας από το Βαφοπούλειο, ανεβήκαμε σε ένα λεωφορείο και ξεκινήσαμε μια πορεία στα μέρη που υπήρξε η «Λούνα» και είδαμε με τα μάτια μας την ιστορία της να παίρνει σάρκα και οστά. Συνοδοιπόροι και αφηγητές στην ιστορία μας, ο Αλέξης Κότσυφας, η Αντιγόνη Μπάρμπα, ο Σωτήρης Ρουμελιώτης και με την Ελένη Μακίσογλου στον ρόλο της «Λούνας», μας πήραν από το χέρι και μας κράτησαν παρόντες σε μια μαγική παράσταση. Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης σκηνοθέτησε μια βαθιά βιωματική εμπειρία που δεν αφήνει περιθώριο στον θεατή να αναλογιστεί αν όσα βλέπει συνέβησαν πραγματικά ή όχι: τα είδαμε όλα να συμβαίνουν πραγματικά, μπροστά στα μάτια μας. Στην ιδιαίτερα συγκινητική αυτή ατμόσφαιρα, ήρθαν να μας αποτελειώσουν οι μουσικοί Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη, Κατερίνα Επαμεινώνδα στην φωνή και οι Λυδία Ανεστοπούλου και Γιώργος Χρυσικός στα όργανα.
Η παράσταση καταλήγει, μετά μουσικής, στο μικροσκοπικό Café Chantant, στο οποίο μαζί με εμάς «κάθεται» και η εμπειρία μας. Γυρίσαμε όλη την πόλη, μάθαμε απίστευτα πράγματα, γελάσαμε, κλάψαμε και μετά βρεθήκαμε στον πιο ιδανικό προορισμό για να τελειώσει αυτό το ταξίδι μας σε μια Θεσσαλονίκη τόσο γνωστή μα τόσο άγνωστη. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Απόψεις
Ένα είδος γεωγραφικού θεάτρου
Ένα είδος γεωγραφικού θεάτρου Η χθεσινή εμπειρία λόγου, τόπου και...
Διαβάστε περισσότερα...Εικόνα θεατρική που δε θα ξεχάσω
Εικόνα θεατρική που δε θα ξεχάσω “Λούνα” ή αλλιώς το...
Διαβάστε περισσότερα...Μια πληγή της πόλης ανέβηκε σε ένα λεωφορείο
Μια πληγή της πόλης ανέβηκε σε ένα λεωφορείο Η παλιά...
Διαβάστε περισσότερα...Μοναδική η εμπειρία του θεατρικού γίγνεσθαι “εν κινήσει”
Μοναδική η εμπειρία του θεατρικού γίγνεσθαι “εν κινήσει” Πέρασαν δυόμισι...
Διαβάστε περισσότερα...
Αναφορές - Δημοσιεύσεις
Θέατρο στο Λεωφορείο: Η Λούνα της Ρίκα Μπενβενίστε εν Κινήσει
Thessaloniki guide
Λούνα…η Σαλονικιά που επέζησε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (AUDIO)
Ράδιο Θεσσαλονίκη
Συμμετοχή της ΛΟΥΝΑΣ [3ο μέρος] στις εκδηλώσεις για τα 80 χρόνια από τον εκτοπισμό των εβραίων της Θεσσαλονίκης
Το 3ο μέρος της παράστασής μας “Λούνα” στις εκδηλώσεις για τα 80 χρόνια από τον εκτοπισμό των Θεσσαλονικιών Εβραίων στο Άουσβιτς (1943-2023):
Τέχνη και μνήμη: 80 χρόνια από τον εκτοπισμό των Θεσσαλονικιών Εβραίων 22 Μαΐου 2023.
H ΛΟΥΝΑ επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη για δύο μόνο παραστάσεις, μη τη χάσετε!
Λούνα, τρίτο μέρος
Τι σημαίνει «επιστρέφω στη γενέθλια πόλη» μετά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Η ιστορία μέσα από τη ζωή μιας αφανούς ηρωίδας. Η Λούνα, φτωχή, αγράμματη Εβραία ράφτρα, από τους ελάχιστους επιζήσαντες του Άουσβιτς, επιλέγει να γυρίσει και να εγκατασταθεί στη γενέτειρά της, τη Θεσσαλονίκη, παρά τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες που έχει να αντιμετωπίσει.
Τρίτο μέρος της παράστασης ΛΟΥΝΑ, θέατρο στο λεωφορείο: «Τελευταία στάση. Καφέ. Yorando entre mozotros».
25.5.2023 & 26.5.2023, 19:00
Διάρκεια: 45′
Στο Καφέ του Λαογραφικού Μουσείου (Βασ. Όλγας 68)
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ, δεν απαιτείται κράτηση θέσης, ελάτε νωρίτερα για να βρείτε θέση στο καφέ
Το Τμήμα Θεάτρου Α.Π.Θ. με αφορμή τα 80 χρόνια από τον εκτοπισμό του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης οργανώνει τον Μάιο και τον Ιούνιο μια σειρά από δωρεάν καλλιτεχνικές και επιστημονικές εκδηλώσεις, ανοιχτές στο κοινό της πόλης, με στόχο να ανασύρει από τη μνήμη (και τη λήθη) όχι μόνο τη μαύρη σελίδα αυτής της επετείου, αλλά και τις πολλές φωτεινές σελίδες εκατοντάδων χρόνων εβραϊκής παρουσίας και δράσης στην πόλη.
Οι εκδηλώσεις περιλαμβάνουν πέντε παραστάσεις σε μνημονικούς τόπους της πόλης, μια ημερίδα για την «Εικόνα του Εβραίου στο Θέατρο» με τη συμμετοχή σημαντικών μελετητών και θεατρικών συγγραφέων και 3 podcasts σε συνεργασία με τα ΜΙΚΡΟΠΡΑΓΜΑΤΑ LIFO. Παράλληλα τον Μάιο και τον Ιούνιο θα προσφερθούν δωρεάν για το κοινό της πόλης έντεκα περιπατητικές ξεναγήσεις από τους διδάσκοντες στο Α.Π.Θ. Γιώργο Αντωνίου, Δημήτρη Γουλή και Τατιάνα Λιάνη, και την Thessaloniki Walking Tours.
Οι δράσεις πραγματοποιούνται με την ευγενική οικονομική χορηγία του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον και την διοικητική υποστήριξη της Επιτροπής Ερευνών (ΕΛΚΕ) Α.Π.Θ.
Βραβείο
Για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης
Για τους εβραίους της Θεσσαλονίκης
κατά και μετά τον πόλεμο
Εγκυκλοπαίδεια του Ολοκαυτώματος, «Σαλονίκη»
Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Θεσσαλονίκη είχε τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα στην Ελλάδα. Κατά τη γερμανική κατοχή, ο εβραϊκός πληθυσμός ήταν περίπου 50.000 άτομα. Από την πρώτη κιόλας βδομάδα της κατοχής, οι Γερμανοί συνέλαβαν την εβραϊκή ηγεσία, εκδίωξαν εκατοντάδες εβραϊκές οικογένειες και κατάσχεσαν τα διαμερίσματά τους, και επέταξαν το εβραϊκό νοσοκομείο για να εγκατασταθεί σε αυτό ο γερμανικός στρατός. Δεκάδες χιλιάδες πολύτιμα αντικείμενα της εβραϊκής κοινότητας και έργα τέχνης κατάσχονταν από εβραϊκές ακαδημίες, συναγωγές και ιδιωτικές κατοικίες και αποστέλλονταν στη Γερμανία.
Στα μέσα Ιουλίου 1942, οι Γερμανοί διέταξαν 9.000 άρρενες Εβραίους με ελληνική υπηκοότητα ηλικίας 18 έως 45 ετών να συγκεντρωθούν στην Πλατεία Ελευθερίας για να καταγραφούν σε καταλόγους καταναγκαστικής εργασίας. Όλη τη μέρα, οι Γερμανοί τους ταπείνωναν και τους χτυπούσαν. Δύο χιλιάδες Εβραίοι στάλθηκαν σε καταναγκαστικά έργα για το γερμανικό στρατό.
Οι γερμανικές αρχές ζήτησαν λύτρα για την απελευθέρωση των Εβραίων. Η εβραϊκή κοινότητα Θεσσαλονίκης συγκέντρωσε χρήματα στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα και πούλησε το εβραϊκό νεκροταφείο στη Θεσσαλονίκη για να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό. (Ο δήμος Θεσσαλονίκης αγόρασε το νεκροταφείο, το κατέστρεψε και χρησιμοποίησε τις μαρμάρινες πλάκες των τάφων ως οικοδομικά υλικά και αργότερα έχτισε πανεπιστήμιο στην περιοχή.)
Τον Φεβρουάριο του 1943, οι γερμανικές αρχές συγκέντρωσαν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης σε δύο γκέτο, ένα στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης και ένα στη δυτική συνοικία του Βαρώνου Χιρς. Οι Εβραίοι συγκεντρώθηκαν στη δυτική συνοικία, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, εν όψει των επικείμενων απελάσεων. Από τον Μάρτιο μέχρι και τον Αύγουστο του 1943, οι Γερμανοί απέλασαν περισσότερους από 45.000 Εβραίους από τη Θεσσαλονίκη στο κέντρο εξόντωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Οι περισσότεροι από τους απελαθέντες δολοφονήθηκαν στους θαλάμους αερίων αμέσως μετά την άφιξή τους στο Άουσβιτς.
Οι Εβραίοι που είχαν στην κατοχή τους δελτία ταυτότητας ή τους παραχωρήθηκαν βίζες από ουδέτερες κυβερνήσεις δεν απελάθηκαν. Περισσότεροι από 300 Εβραίοι με ισπανική υπηκοότητα μεταφέρθηκαν στην Ισπανία μέσω του στρατοπέδου Bergen-Belsen στη βόρεια Γερμανία. Κάποιοι Εβραίοι διέφυγαν από την κατεχόμενη Ελλάδα στην ιταλική ζώνη κατοχής ή στην Παλαιστίνη. Περίπου 500 Εβραίοι από τη Θεσσαλονίκη απέφυγαν τις απελάσεις διαφεύγοντας στα κοντινά βουνά, όπου εντάχθηκαν σε αντάρτικες μονάδες αντίστασης κατά των Γερμανών.
Λιγότεροι από 2.000 Εβραίοι απέμειναν στη Θεσσαλονίκη μετά τον πόλεμο. Κατά τα έτη 1941 με 1943 η αρχαία και ακμαία εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης καταστράφηκε.
Πηγή: https://encyclopedia.ushmm.org
Ιστορία των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη
Η εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης
Στις 6 Απριλίου 1941 οι γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην Ελλάδα από το Βορρά και μετά από διάστημα τριών ημερών μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη και η τριγύρω περιοχή θεωρήθηκε ζωτικής στρατηγικής σημασίας και για αυτό τον λόγο την κράτησε υπό τον έλεγχό του ο γερμανικός στρατός. Συνελήφθη όλο το συμβούλιο της εβραϊκής κοινότητας και ο αρχιραβίνος Κόρετς στάλθηκε στη Βιέννη. Η Γκεστάπο πραγματοποιούσε εφόδους σε εβραϊκές λέσχες και η φασιστική ΕΕΕ ανασυστάθηκε. Οι εβραϊκές εφημερίδες έκλεισαν, ενώ ενθαρρύνθηκαν οι ντόπιοι αντισημίτες να κολλήσουν αντιεβραϊκές αγγελίες στα μαγαζιά, στα καφενεία. Αρκετοί Εβραίοι συνελήφθησαν και πολλοί από αυτούς τουφεκίστηκαν ως «κομμουνιστές».
Στις 29 Ιουνίου 1941 επιτάχθηκαν εβραϊκά σπίτια στις οδούς Μιαούλη και Μισραχή για τη στέγαση γερμανικών οικογενειών. Στελέχη που υπάγονταν στην δικαιοδοσία του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ιδεολογικού καθοδηγητή των Ναζί, απογύμνωσαν εβραϊκές βιβλιοθήκες, λέσχες, συναγωγές, κατάσχεσαν δεκάδες χιλιάδες βιβλία, αρχεία, χειρόγραφα και σπάνια αντικείμενα τα οποία έστειλαν στη Γερμανία. Σε αντίθεση με άλλα μέρη της Ευρώπης στην Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε γκέτο για τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης γεγονός που φάνηκε παράξενο στις δυνάμεις κατοχής.
Το πρώτο οργανωμένο χτύπημα κατά των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε ύστερα από πρωτοβουλία του συνεργάτη των ναζί Αθανάσιου Χρυσοχόου, διορισμένου από τις ναζιστικές αρχές έμμισθου γενικού διευθυντή Νομαρχιών Μακεδονίας, που καταγόταν από την Ήπειρο. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Χάγκεν Φλάισερ, ο Χρυσοχόου προέβη σε διαβήματα στη γερμανική στρατιωτική διοίκηση, διαμαρτυρόμενος ότι οι Εβραίοι δεν υποχρεώθηκαν να συμμετέχουν σε αναγκαστικές εργασίες ή να καταβάλλουν εισφορές σε είδος, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού χριστιανικού πληθυσμού. Έτσι, μετά από αυτά τα διαβήματα, στις 8 Ιουλίου 1942, ο διοικητής της Βέρμαχτ στη Θεσσαλονίκη έδωσε εντολή να παρουσιαστούν όλοι οι άρρενες Εβραίοι ικανοί για εργασία ηλικίας 18 έως 45 ετών ώστε να γίνει απογραφή τους.
Η συγκέντρωσή τους έλαβε χώρα στην Πλατεία Ελευθερίας στις 11 Ιουλίου 1942. Την ημέρα εκείνη συγκεντρώθηκαν 9.000 Εβραίοι στην Πλατεία από τις 8:00 η ώρα το πρωί για να δηλώσουν τα ονόματά τους. Στους άντρες απαγορεύτηκε να πιούν νερό και ορισμένοι υποβλήθηκαν σε εξευτελιστικές ασκήσεις γυμναστικής. Η φιλοναζιστικη εφημερίδα Απογευματινή εξακολουθούσε να κατηγορεί τους Εβραίους ως παράσιτα και μαυραγορίτες. Σκοπός της συγκέντρωσης ήταν η αποστολή τους σε καταναγκαστικά έργα σε όλη την επικράτεια. Οι Εβραίοι δεν είχαν τα κατάλληλα προσόντα και εμφάνισαν μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας. Οι λόγοι ήταν η σκληρή δουλειά, η ελλιπής τροφή και οι ακατάλληλες συνθήκες υγιεινής σε περιοχές με έξαρση ελονοσίας. Για να απελευθερωθούν όλοι αυτοί οι εργάτες, η Ισραηλιτική Κοινότητα αναγκάστηκε να αποδεχθεί δύο πολύ σκληρούς όρους: την καταβολή 2,5 δις δραχμών ως λύτρα και την καταστροφή του αρχαίου εβραϊκού νεκροταφείου της πόλης. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1942 άρχισε η πλήρης καταστροφή και ισοπέδωση του εβραϊκού νεκροταφείου με τη σύμπραξη της ελληνικής γενικής διοίκησης (στη θέση τουβρίσκεται σήμερα το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο). Το ΕΑΜ τον Γενάρη του 1943 κατήγγειλε το επιχειρούμενο πογκρόμ καθώς βοήθησε στην έξοδο μερικών εκατοντάδων Εβραίων από τη πόλη.
Τον Ιανουάριο του 1943 ο Άντολφ Άιχμαν των Ες Ες, έστειλε στην Θεσσαλονίκη τον υπαρχηγό του Ρόλφ Γκίντερ ο οποίος ζήτησε πληροφορίες για την κοινότητα και επέστρεψε αμέσως στο Βερολίνο. Το Σάββατο, 6 Φεβρουαρίου 1943, οι Λοχαγοί των Ες Ες Ντίτερ Βισλιτσένι και Αλόις Μπρούνερ εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη με τη συνοδεία εκατό Γερμανών αστυνομικών. Τη Δευτέρα ανακοίνωσαν στον αρχιραβίνο Κόρετς πως όλοι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης πάνω από πέντε χρονών έπρεπε να φέρουν το κίτρινο αστέρι του Δαβίδ, να σημαδέψουν τα μαγαζιά τους και να περιοριστούν σε γκέτο. Αποφασίστηκε τελικά να δημιουργηθούν δύο εβραϊκές συνοικίες. Την 1η Μαρτίου όλοι οι Εβραίοι διατάχθηκαν να δηλώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Ο εγκλεισμός των Εβραίων είχε φανερό αντίκτυπο στη ροή της εμπορικής δραστηριότητας της πόλης, με τις τιμές των προϊόντων να τινάσσονται στα ύψη.
Την Κυριακή 14 Μαρτίου ανακοινώθηκε στους Εβραίους της συνοικίας-γκέτο Χιρς, ο εκτοπισμός τους στην Κρακοβία. Στο πρώτο τρένο έφυγαν 2.800 άτομα στοιβαγμένα ογδόντα-ογδόντα σε κάθε βαγόνι με τελικό προορισμό το στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς ΙΙ Μπίρκεναου. Με τον δεύτερο συρμό που έφυγε από τη Θεσσαλονίκη στις 17 Μαρτίου εκτοπίστηκαν οι κάτοικοι των συνοικιών Αγία Παρασκευή και Stazion Chiko. Εκδιώχτηκαν επίσης 15.000 από την συνοικία Ρεζί Βαρδάρ σε λιγότερο από μία ώρα.Στις 15 Ιουλίου και οι τελευταίοι 2.000 Εβραίοι είχαν αποσταλεί στο Άουσβιτς. Λιγότερο του 5% του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης γλίτωσε την εκτόπιση.
Συνολικά σαράντα πέντε χιλιάδες Θεσσαλονικείς Εβραίοι έφτασαν στο Άουσβιτς από τη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι λίγες ώρες μετά την άφιξή τους θανατώθηκαν στους θαλάμους αερίων.
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki
Γιώργος Ιωάννου, «Εν ταις ημέραις εκείναις…», Η πρωτεύουσα των προσφύγων
Είναι γνωστή, ή μάλλον αρκετά γνωστή, η διαδικασία, που τηρήθηκε για να επιτευχθεί, χωρίς ιδιαίτερη αναταραχή, το μάντρωμα τόσων χιλιάδων ανθρώπων. Ακόμα και τα εγκλήματα που γίνονται με πλήρη άνεση από πάνοπλους εις βάρος αόπλων, ακόμα κι αυτά έχουν τις δυσκολίες τους. Και άμα είσαι σχολαστικός και μανιακός με την τάξη, τότε η ακαταστασία μπορεί να σε αρρωστήσει. Έτσι κι εδώ· υπήρχαν προβλήματα για την τρομοκράτηση, προβλήματα για την περιφρόνηση, προβλήματα για τον εξευτελισμό, την απογραφή, το σημάδεμα, την καταλήστευση των περιουσιών, το μάντρωμα, τη μεταφορά στο σταθμό, την παραμονή κοντά στο σταθμό, ώσπου να ετοιμασθεί τρένο, τη μεταφορά με τα τρένα, την τελική καταλήστευση καθ' οδόν, τη διαλογή, την κάποια χρησιμοποίηση, την άμεση εξόντωση των αδύναμων, την εξόντωση τελικά όλων. Αυτά‚ έπρεπε να λυθούν, ήθελαν δουλειά, σχέδια. Και λύθηκαν, πράγματι, κατά ιδανικό τρόπο.
Πεζογραφήματα, Κέδρος, Αθήνα 1987 (5η έκδ.), σ. 58-70.
Γιάννης Μπουτάρης, όπως παρατίθεται από τον Γιάννη Πανταζόπουλο στο «Γιάννης Μπουτάρης: Η μεσαία τάξη έχει βαθιά ριζωμένο τον αντισημιτισμό μέσα της»
Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν; Ποιες τελετές έγιναν; Μόνη η κοινότητα, καθημαγμένη και ρακένδυτη, πάλευε να ανασυστήσει την ύπαρξή της και να θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Έκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτεψε, όταν άλλοι, πολλοί, γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων και των λιγοστών παρόντων. Ο θρήνος άλλωστε ήταν ατομικός.
Πηγή: https://www.lifo.gr/guide/news/i-was-there , 08/02/2018
Η στάση των Ελλήνων στον διωγμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης
Έχουν καταγραφεί μόνο 78 περιπτώσεις χριστιανών ιδιωτών Θεσσαλονικέων που παρείχαν βοήθεια στους υπό διωγμό εβραίους της πόλης. Επίσης τα μέλη του τοπικού συλλόγου αναπήρων πολέμων του αλβανικού μετώπου του 1940 ζήτησαν να εξαιρεθούν από τον εκτοπισμό όσοι από τους Εβραίους συντρόφους τους είχαν πολεμήσει στην Αλβανία. Όμως απειλήθηκαν με εκτέλεση. Οι δικηγόροι Σπηλιάκος, Δίγκας, Λεβής και ο καθηγητής Βιζουκίδης τάχθηκαν κατά των εκτοπισμών, αλλά γενικά η ελίτ των διανοουμένων της πόλης δεν συμπαραστάθηκε. Όπως σχολιάζει ο Γιώργος Μαυρογορδάτος, «[…] στην ιδιαίτερη περίπτωση των Σεφαραδιτών Εβραίων, δικαιώθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο η πολιτική της αφομοίωσης που πρέσβευαν ο βενιζελισμός και οι οπαδοί του στο εσωτερικό της μειονότητας. Για τον μεγάλο όγκο της, την κρίσιμη ώρα, η έλλειψη αφομοίωσης εσήμανε την απουσία όχι μόνο πρακτικών δυνατοτήτων διαφυγής, αλλά και έμπρακτης αλληλεγγύης εκ μέρους του χριστιανικού πληθυσμού». Κάτι που δεν ίσχυσε με τους ισραηλίτες της Παλαιάς Ελλάδας.
Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Θεσσαλονίκης έδωσε οδηγίες στους Χριστιανούς της πόλης να μην προβούν σε καμία διάκριση προς τους Εβραίους συμπολίτες τους όταν οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις να φορούν το κίτρινο άστρο, ενώ έκανε έντονα διαβήματα για να σταματήσουν οι εκτοπίσεις των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος προσπάθησε μάλιστα να ματαιώσει τον εκτοπισμό των Εβραίων με έντονα διαβήματα προς τις κατοχικές αρχές. Επίσης ζήτησε την ανθρώπινη μεταχείριση των εκτοπισμένων (περίπτωση αναπήρων του αλβανικού μετώπου), υποστήριξε τη διανομή χρηματικής βοήθειας (με τη μεταφορά χρημάτων από την Αθήνα) και αξίωσε την προστασία των εκχριστιανισθέντων Ελληνοεβραίων και των Ελλήνων Εβραίων που διέθεταν βεβαιώσεις βάπτισης (οι οποίες δόθηκαν κρυφά για να παρουσιασθούν ακολούθως στις αρχές και να αποτραπεί η δίωξή τους). Για τη δράση του αυτή, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος ανακηρύχθηκε – μετά θάνατον – το 1969 «Δίκαιος των Εθνών» στο Ισραήλ, τίτλος που αποδίδεται σε όσους έσωσαν τη ζωή σε Εβραίους στον πόλεμο.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου
Οι Γερμανοί αποχώρησαν από τη Θεσσαλονίκη στα τέλη Οκτωβρίου 1944. Από τους 54.000 Θεσσαλονικείς Εβραίους που μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης επέζησαν μόνο 1950 και ξαναγύρισαν στην Ελλάδα σε κατάσταση εξαθλίωσης χωρίς περιουσίες και πόρους διαβίωσης. Μόνο το 1/3 εξ αυτών είχε τη δυνατότητα να ασκήσει μία τέχνη για να επιβιώσει.
Το Ελληνικό κράτος δήλωσε αδυναμία να παράσχει βοήθεια με τη δικαιολογία πως θα μπορούσαν να απευθυνθούν στις διεθνείς εβραϊκές οργανώσεις. Η πρώτη ελληνική κυβέρνηση ωστόσο αποφάσισε με νόμο του Παπανδρέου τον Νοέμβριο του 1944, την επιστροφή των εβραϊκών περιουσιών. Στα Δεκεμβριανά, Εβραίοι επιζώντες μέσα στα πλαίσια της Εθνικής Πολιτοφυλακής είχαν εκδιώξει κάποιους καταπατητές, όμως τα γεγονότα ματαίωσαν τη δημοσίευση του σχετικού νόμου, ενώ η υπηρεσιακή Κυβέρνηση Βούλγαρη αρνήθηκε να επικυρώσει το νόμο και τον Ιανουάριο του 1946 η Κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη δημοσίευσε το νόμο 846 με τον οποίο έπαυε να ασκεί κάθε έλεγχο το ελληνικό δημόσιο στις εβραϊκές περιουσίες και τις παραχωρούσε σε μια ειδική εβραϊκή οργάνωση.
Το διάταγμα όμως που θα ενέκρινε τη σύστασή της δεν υπογράφηκε από τον τότε βασιλέα.Σε αυτό έπαιξαν ρόλο κυρίως οι 12.000 επιτηρητές των εβραϊκών περιουσιών οι οποίοι σύστησαν ένα ταμείο 600.000 δολαρίων για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Επρόκειτο για μη Εβραίους Έλληνες που είχαν αναλάβει τη διαφύλαξη των εβραϊκών περιουσιών και αρνούνταν να τις επιστρέψουν.Η Κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη δεν ακύρωσε το διάταγμα 846 αλλά δεν προώθησε και την εφαρμογή του από το φόβο των αντιδράσεων των βουλευτών της Μακεδονίας. Τον Απρίλιο του 1947 ο Παναγής Τσαλδάρης επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη με σκοπό τη διευθέτηση του ζητήματος των περιουσιών. Την ίδια περίοδο εφημερίδα δημοσίευσε μια συκοφαντική είδηση περί επανόδου στην Ελλάδα 300 λιποτακτών Εβραίων κατά τον πόλεμο του 1940 οι οποίοι θα συνωμοτούσαν για την ανατροπή της κυβέρνησής του. Η κυβέρνηση διέψευσε το δημοσίευμα και η κυβέρνηση Σοφούλη παραχώρησε προσωρινά τη διαχείριση των εβραϊκών περιουσιών στην κεντρική οργάνωση των εβραίων στην Ελλάδα.
Το 1945-1946 διεξήχθηκαν δίκες από το Ειδικό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης για τους συνεργάτες των Γερμανών, Βουλγάρων και Ιταλών και κλήθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας και Εβραίοι: συνολικά 11 δίκες με Εβραίους μάρτυρες έχουν καταγραφεί και μόνο σε μία κλήθηκαν από το συνήγορο υπεράσπισης. Στις δίκες αυτές δικάστηκαν και Εβραίοι που συνεργάσθηκαν με τις αρχές κατοχής, όπως ο πολιτοφύλακας Βιτάλ Χασών ο οποίος βασάνιζε ομοθρήσκους του για να τους αποσπάσει χρήματα και παρέδιδε Εβραίους που κρύβονταν, ενώ προσπαθούσε να εμποδίσει την εξαίρεση Ιταλών ή Ισπανών Εβραίων από τα αντισημιτικά μέτρα. Στις αρχές του 1946 διεξήχθησαν εκλογές στην κοινότητα όπου υπερίσχυσε η πολυπληθέστερη παράταξη των «Πολωνών» που αποτελούνταν από 1.157 επιζώντες του Άουσβιτς. Οι Εβραίοι δεν έμειναν κι αυτοί ανεπηρέαστοι από το πολιτικό κλίμα της περιόδου. Έτσι άλλες παρατάξεις ήταν οι Σιωνιστές και η αριστερότερη Λαϊκή Εβραϊκή Αναγέννηση, φιλοβασιλικοί.Αμερικανική οργάνωση με σκοπό την αρωγή των απανταχού Εβραίων θυμάτων του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου βοήθησε 21 από τις 26 κοινότητες στην Ελλάδα και χρηματικά 4000 Εβραίους.
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki
Mark Mazower
Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων. Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430-1950 /μτφρ. Κώστας Κουρεμένος
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Αθήνα 2006, σ. 528-530
Οι επιζώντες βρήκαν τη Θεσσαλονίκη μεταμορφωμένη και αγνώριστη. Ο Γεχούντα Περαχιά, ένας καπνέμπορος που είχε περάσει τον πόλεμο κρυμμένος, κατέγραψε τα αισθήματά του σε στίχους:
Πώς σε σκουριασμένο σίδερο μεταστοιχειώθηκε το λαγαρό χρυσάφι!
Πώς αυτό που ήταν δικό μας έγινε ξένο σύμβολο!
Στους δρόμους περπατώ της βλογημένης τούτης πόλης.
Αν και λιακάδα, θαρρείς κι είν’ τυλιγμένη στο σκοτάδι.
Εβραϊκές ταφόπλακες ανευρίσκονταν στα ουρητήρια και στους δρόμους και είχαν χρησιμοποιηθεί για την πίστα χορού μιας ταβέρνας χτισμένης σε μια γωνιά του παλιού νεκροταφείου. Επειδή οι τάφοι είχαν ανασκαλευτεί για να βρεθούν οι θησαυροί που υποτίθεται έκρυβαν, «είναι ορατά πολλά κρανία και κόκαλα Εβραίων». Ο συνοικισμός Χιρς ήταν κατεδαφισμένος, εκτός από τη συναγωγή και το φρενοκομείο, που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες. Άλλες συναγωγές τις είχαν ανατινάξει οι Γερμανοί και κείτονταν σε ερείπια. Οι τοπικές αρχές, εξαντλημένες από την προσπάθειά τους ν’ αντιμετωπίσουν την οξεία έλλειψη στέγης -υπήρχαν στην πόλη 60.000 πρόσφυγες από την ανατολική Μακεδονία στα μέσα του 1945-, δεν παρείχαν ειδική βοήθεια στους Εβραίους που επέστρεφαν. Οι επιζώντες, άστεγοι και οι περισσότεροι άνεργοι, βρίσκονταν σε μεγάλη φτώχεια. Οι υπεύθυνοι ανθρωπιστικής βοήθειας ανέφεραν επείγουσα ανάγκη για ρουχισμό, στρώματα και κουβέρτες. Πολλοί κοιμόνταν σε παγκάκια ή στο πάτωμα των λιγοστών συναγωγών που είχαν απομείνει.
Η πρώτιστη βραχυπρόθεσμη προτεραιότητα -όπως και σε όλη την Ελλάδα τότε- ήταν η τροφή, η στέγη και η ιατρική βοήθεια. Το Γραφείο Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA [ell. OYNRA]) ήταν δραστήριο στην πόλη και βοηθούσε Εβραίους και Χριστιανούς. Ένα από τα στελέχη του, η Μπέλα Μαζούρ, με τη συνδρομή της Αμερικανοεβραϊκής Επιτροπής Ενιαίας Διανομής [γνωστότερη ως «Joint»], περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της προσπαθώντας να βοηθήσει «να οργανωθεί η κοινότητα, ώστε ν’ αποκτήσει τα εξωτερικά τουλάχιστον γνωρίσματα μιας τυπικής και επίσημης συγκρότησης». Όπως πολλοί άλλοι στην πόλη, οι Εβραίοι επιζώντες εξαρτιόνταν από την UNRRAγια το φαΐ και το ρουχισμό τους. Η Μαζούρ έδινε στον κάθε πρώην τρόφιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν τίποτε άλλοεκτός από τα ρούχα μέσα στα οποία είχαν επιστρέψει, εσώρουχα και διπλές κουβέρτες δίκην στρώματος. Κάποιοι πήραν και παλιά ζευγάρια παπούτσια. Καθαρίστηκαν κάμποσα κτίρια της κοινότητας, ανακαινίστηκαν και ασβεστώθηκαν -στη διάρκεια του πολέμου έμεναν μέσα πρόσφυγες από τη βουλγαρική ζώνη-, για να στεγάσουν τους πιο ενδεείς ενοίκους.
Η απογοήτευση, ο θυμός και η πίκρα που ένιωθαν πολλοί μόλις επέστρεφαν ήταν αδύνατο να κρυφτούν. «Ο εκτοπισμένος ήταν γεμάτος ελπίδες, οι οποίες εξιδανίκευαν την επιστροφή του στην πατρίδα, στους φίλους, στους συγγενείς, σ’ έναν τόπο όπου θα ζούσε, θα δούλευε και θα ‘φτιαχνε το μέλλον του», έγραφε ένας παρατηρητής. «Οι ελπίδες αυτές γίνονται θρύψαλα με το που φτάνει». Όσο περίεργο κι αν μας φίνεται, εκείνοι που είχαν επιζήσει από τον πόλεμο μέσα στην Ελλάδα «υποδέχονταν ψυχρά» όσους επέστρεφαν από το Άουσβιτς. Τους ρωτούσαν γιατί αυτοί τα είχαν καταφέρει να βγουν ζωντανοί από τα στρατόπεδα και όχι άλλοι -με το σιωπηρό, και κάποτε όχι τόσο σιωπηρό, υπονοούμενο ότι είχαν συνεργαστεί και αφήσει τους άλλους να πορευτούν προς το θάνατο. «Πάντα σχεδόν τίθεται το εξής ερώτημα: γιατί έζησες εσύ και όχι ο συγγενής μου – η μάνα μου, ο πατέρας μου, η αδερφή μου και ούτω καθεξής», έγραφε ένας που δούλευε στην ανθρωπιστική βοήθεια το 1945. «Αυτό οδήγησε στην ασύστατη γενίκευση εκ μέρους των ανθρώπων της ηγεσίας… ότι σε γενικές γραμμές μονάχα τα χειρότερα στοιχεία των Εβραίων επέζησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης».