Ηρακλείδαι

ΟΜΑΔΑ ANGELUS NOVUS - ΑΘΗΝΑ, ΘΕΑΤΡΟ ΒΑΦΕΙΟ, Β'ΣΚΗΝΗ - 2008 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΘΕΑΤΡΟ ΚΗΠΟΥ (ΓΙΟΡΤΕΣ ΑΝΟΙΧΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ, 2008) - ΘΕΑΤΡΟ ΑΜΑΛΙΑ (ΦΕΣΤΙΒΑΛ «Προτάσεις», 2009)
Συντελεστές

Συντελεστές:

Συγγραφέας: Ευριπίδης
Μετάφραση: Ελένη Μερκενίδου
Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά / Κοστούμια: Απόστολος Αποστολίδης
Μουσική: Κωστής Βοζίκης
Κίνηση: Έφη Δρόσου
Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου – Χαρίτων Παπαδόπουλος

 

Διανομή (με αλφαβητική σειρά):

Στέλιος Ανδρονίκου* : Κήρυξ, Θεράπων, Χορός
Κώστας Ανταλόπουλος: Ιόλαος, Κορυφαίος Β’
Γιάννης Δρακόπουλος: Κορυφαίος Α’, Ευρυσθέας
Αντώνης Κρόμπας: Δημοφών, Αλκμήνη, Χορός
Δημήτρης Μακαλιάς: Μακαρία, Άγγελος, Χορός

Ακορντεόν: Κώστας Κοράκης

*Αντικαταστάθηκε από τον Νικόλα Στραβοπόδη, για την παράσταση στο Φεστιβάλ «Προτάσεις» (2009)

ΤΟ ΕΡΓΟ

Τα παιδιά του Ηρακλή, κυνηγημένα από τον βασιλιά του Άργους Ευρυσθέα, φτάνουν στον με τον Ιόλαο, τον πιστό σύντροφο του πατέρα τους, και την Αλκμήνη, την γιαγιά τους. Εκεί προσπέφτουν ικέτες στον βωμό του Δία. Ο βασιλιάς της Αττικής Δημοφώντας τους υπόσχεται βοήθεια και διώχνει τον κήρυκα του Ευρυσθέα, που έρχεται να τους πάρει με την βία. Για να τους προστατέψει, δέχεται να μπει σε πόλεμο με τους Αργείους. Οι χρησμοί όμως λένε ότι, για να κερδηθεί η μάχη, χρειάζεται ανθρώπινη θυσία. Η κόρη του Ηρακλή Μακαρία προσφέρεται να θυσιαστεί η ίδια, προκειμένου να σωθούν τα αδέρφια της. Στη μάχη που ακολουθεί νικούν οι Αθηναίοι. Ο Ιόλαος, που παίρνει μέρος σ’ αυτήν, με θαύμα ξαναγίνεται νέος. Ο Ευρυσθέας αιχμαλωτίζεται και οδηγείται στην Αλκμήνη, η οποία, παρακούοντας τους αθηναϊκούς νόμους που προστατεύουν τους αιχμαλώτους, τον θανατώνει. Ο Ευρυσθέας, πριν πεθάνει, προφητεύει ότι ο τάφος του θα προστατεύει την Αττική από μελλοντική επίθεση των απογόνων των Ηρακλειδών.

ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ

Η σύνθεση της τραγωδίας του Ευριπίδη τοποθετείται ανάμεσα στο 430 και το 427 π.Χ. Ο σπαρτιατικός στρατός έχει ήδη πατήσει και λεηλατήσει την Αττική, εκτός από την Τετράπολη που είχε φιλοξενήσει τους προγόνους του Ηρακλείδες.

Λόγω αυτής κυρίως της ιστορικής συγκυρίας, έχει λεχθεί πως το έργο είναι μια «πατριωτική» τραγωδία και πως έχει ως στόχο να εξάρει την ευσέβεια, το πνεύμα δικαιοσύνης και την μεγαλοψυχία των Αθηνών και να στιγματίσει την αχαριστία των απογόνων του Ηρακλή Δωριέων της Πελοποννήσου, που είχαν επιτεθεί στην Αθήνα, την μόνη από τις πολιτείες της Ελλάδας που προστάτεψε τους προγόνους τους και που για να το πράξει έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την ακεραιότητά της. Παράλληλα θίγονται τα θέματα του ασύλου των προσφύγων, της ιερότητας των ικετών, της μεταχείρισης των αιχμαλώτων, της ανθρώπινης θυσίας.

Προτείνουμε μια κάπως διαφορετική ανάγνωση: ο Ευριπίδης, πέρα από ένα απλό εγκώμιο του ανθρωπιστικού πολιτισμού της πατρίδας του, χωρίς να αμφισβητεί την ορθότητα των θεσμών της, αλλά και χωρίς να διακατέχεται από οποιονδήποτε φόβο απέναντι στο ξένο, προσπαθεί να επιστήσει την προσοχή των συμπολιτών του στο ευμετάβολο και το αντιστρέψιμο των ανθρωπίνων πραγμάτων. Οι εχθροί μπορεί να αποδειχθούν ευεργετικοί και οι φίλοι να γίνουν εχθροί. Οι νέοι, που η ζωή ανοίγεται μπροστά τους, βρίσκονται πιο κοντά στον θάνατο απ’ όσο θα μπορούσαμε να το φανταστούμε. Οι γέροι μπορούν να ξανανιώσουν. Το θαύμα είναι μία δυνατότητα της ύπαρξης, η κωμωδία εκείνη της τραγωδίας και η θυσία, ο απαραίτητος όρος για την σωτηρία. Το χρέος της ευνομούμενης Πολιτείας, η διαρκής επαγρύπνηση.

ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ

«Αυτό το θέατρο μας αφορά όχι χάρη στον εξωτισμό του αλλά χάρη στην αλήθεια του, όχι μόνο χάρη στην αισθητική του αλλά χάρη στην τάξη του. Και αυτή ακόμη η αλήθεια δεν μπορεί παρά να είναι μια και μόνο λειτουργία, η σχέση που ενώνει το δικό μας βλέμμα με μια πολύ παλιά κοινωνία. Αυτό το θέατρο μας αφορά χάρη στην απόστασή του.» Roland Barthes, «Le theatre grec», Histoire des spectacles, (ouvrage collectif), Gallimard-NRF, Paris,1965, p.536.

Ξέρω το μοντέλο για πάντα χαμένο και μάταιη κάθε προσπάθεια αναβίωσης. Όσες γνώσεις κι αν έχω, δεν φτάνουν για να φτιάξουν την αρχαία παράσταση. Πάντα κάτι θα λείπει. Κυρίως θα λείπει ο πολιτισμός που την γέννησε. Ό,τι έδινε νόημα στην αρχαία φόρμα. Κι έπειτα τι έχει να μας πει μια παλιά παράσταση πέρα από την αποξενωτική ομολογία της παλαιότητάς της; «Εκείνο που επικρίνω στην αναβίωση», λέει ο Antoine Vitez, «είναι αυτή η επιβεβαίωση μιας απροσπέλαστης απόστασης ανάμεσα στο έργο και σε μας, η επιβεβαίωση μιας αρχαίας ουσίας.» Αν πάω στο θέατρο, κι αν κάνω θέατρο, είναι για να δω, για να πω, κάτι που με αφορά.

Επικαιροποίηση λοιπόν; Εκσυγχρονισμός;. Αν θέλω να είμαι τίμιος, με μένα, με τους άλλους, με το ίδιο το αντικείμενο, δε μπορώ να δεχτώ την απόλυτη σύμπτωση παρελθόντος και παρόντος, την αβασάνιστη ταύτισή τους, την απάλειψη της ιστο ρικής προοπτικής του συγγραφέα. «Ξέρετε πόσο συνηθισμένο είναι το αμάρτημα αυτό, σημειώνει κάπου ο Stein. Το κείμενο λέει π.χ. : ‘Κρατώ στο ένα χέρι ένα ραβδί και στο άλλο ένα μαχαίρι’ και ο σκηνοθέτης βάζει στο ένα χέρι ένα ντουφέκι και στο άλλο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Πράγμα ανυπόφορο.»

Ούτε αναβίωση, ούτε εκσυγχρονισμός. Τότε τι; Δεν θέλω να δεσμεύσω την δουλειά μου κάτω από μιαν ετικέτα. Αντίθετα θέλω να αποφύγω κάθε αγκύλωση. Κάθε προκατασκευασμένη φόρμα. Σκέφτομαι πως μπορώ να χρησιμοποιήσω την αρχαιολογική πληροφορία μόνο αν είμαι σε θέση να την επανασηματοδοτήσω, να της δώσω ένα νόημα αντιληπτό και ακόμη ενεργό για τον σύγχρονο θεατή. Την επικαιρική νύξη μόνο αν δεν καταργεί τον χρόνο του έργου, μόνο αν δημιουργεί διαλεκτικές σχέσεις ανάμεσα στο σήμερα και το χθες, αν σέβεται την πολιτισμική διαφορά.
Σίγουρα, όταν προτείνω την αρχαία σύμβαση των ανδρών ηθοποιών για όλους τους ρόλους, ανδρικούς και γυναικείους, δεν το κάνω από διάθεση για αναβίωση, Απλά έτσι διαφαίνεται καλύτερα αυτό που είναι η τραγωδία, όχι μουσειακό ή φιλολογικό είδος, αλλά πάνω απ’ όλα θέατρο, και μάλιστα θέατρο, ας μου επιτραπεί η έκφραση, εμφανούς θεατρικότητας. Αυτή ακριβώς η επιλογή μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα πλούσια, αφού την στιγμή που δημιουργεί το υπόβαθρο για μιαν αποστασιοποίηση, την ίδια στιγμή επιτρέπει και ένα μη αποστασιοποιητικό, ένα πιο ρεαλιστικό, θα έλεγα, χειρισμό της ερμηνείας. Διότι η σύμβαση έχει ήδη δηλωθεί και δεν είναι επομένως αναγκαίο να δηλώνεται διαρκώς, ούτε και σε όλα τα επίπεδα. Ο ηθοποιός είναι εκεί στην θέση κάποιου άλλου, που αδυνατεί να είναι. Παραθέτει τα λόγια αυτού του άλλου. Είναι ελεύθερος να ταυτιστεί ή να μην ταυτιστεί μαζί του. Όπως και να ‘χει, θα παίζει πάντα. Όσο για τον χορό, προτιμώ να δείξω την λειτουργία του, το γιατί της ύπαρξής του στο δράμα, παρά να τον βάλω να χοροπηδάει και να τραγουδάει. Θα το έκανα ενδεχομένως εάν αυτοί οι χοροί και τα τραγούδια ήταν σε θέση να παράξουν κάποιο νόημα και εάν δεν κινδύνευαν, όπως συμβαίνει συνήθως, να συσκοτίσουν και το λίγο που έχει απομείνει. Παρόμοιοι λόγοι με οδηγούν και στη μείωση του αριθμού των χορευτών. Αρκεί, πιστεύω, να φανεί πως πρόκειται για ένα συλλογικό σώμα. Τώρα αν αυτό το σώμα αποτελείται από 5 ή από 15 άτομα, δεν ενδιαφέρει και πολύ. Τέλος, αν επιλέγω μια σύγχρονη ειδή για την παράσταση, δεν το κάνω παρασυρμένος από κάποια επιθυμία μοντερνισμού. Μ’ αυτόν τον τρόπο μειώνω τις πιθανότητες κακογουστιάς, ενώ ταυτόχρονα αποφεύγω να θαμπώσω το μάτι με τον εξωτισμό της όψης και κατά συνέπεια να μπλοκάρω την ακοή του θεατή. Όπως και οι προηγούμενες επιλογές μου, έτσι κι αυτή συνηγορεί στο να δοθεί το προβάδισμα στο κείμενο, στον λόγο, καθώς και στην λειτουργία των διαφόρων στοιχείων που δρουν για να επιτευχθεί το δράμα, στις μεταξύ τους σχέσεις.

Επιθυμώ μια κατανόηση. Ένα νόημα. Να δώσω νόημα. Η δουλειά μου αρχίζει κάπου εδώ. Και κάπου εκεί τελειώνει. Το νόημα αυτό να είναι καθαρό και για τους άλλους. Δεν αγνοώ πως η κατανόηση είναι μια μορφή κατάκτησης, ιδιοποίησης του ξένου. Το ρήμα καταλαμβάνω – καταλαβαίνω είναι ενδεικτικό της διεργασίας που απαιτείται για την κατανόηση. Δεν αγνοώ ότι, ως εκ τούτου, η κατανόηση δεν μπορεί παρά να είναι μια παρανόηση. Την προτιμώ από οποιαδήποτε αναμασήματα του ιδίου τραγικού μοντέλου, από όλα τα κατασκευάσματα προς τουριστική εκμετάλλευση, από τις φορμαλιστικές προσεγγίσεις ή από τα πυροτεχνήματα προς εντυπωσιασμό μιας ήδη παλιωμένης πρωτοπορίας.

Δαμιανός Κωνσταντινίδης

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

 

Γ. Σαρηγιάννης στα ΝΕΑ («Το Τέταρτο Κουδούνι»), 5 Ιουνίου 2008.

«Ηρακλείδαι: τραγωδία του Ευριπίδη, για άγνωστους λόγους ελάχιστα παιγμένη. Και την πιάνει ο σκηνοθέτης, επικεφαλής της -με έδρα τη Θεσσαλονίκη- ομάδας Angelus Novus, Δαμιανός Κωνσταντινίδης, κατεβαίνει στην Αθήνα και με προσοχή χωρίς εξυπνακισμούς, μας αποκαλύπτει στα μισογκρεμίδια της Β’Σκηνής του «Βαφείου» ένα έργο με θέμα τη βία, τον πόλεμο, την εξορία, την αίτηση ασύλου – άρα σημερινό όσο τίποτα. Μια παράσταση -μόνο με άντρες ηθοποιούς, με εξαιρετική αισθητική, μ’ ένα σπαρακτικό ακορντεόν επί σκηνής- που αξίζει την προσοχή μας. Ελπίζω να ξαναπαιχτεί.

 

Σοφία Φελλοπούλου: «Ηρακλείδαι, ένα ανθρώπινο και πολιτικό δράμα», THESSART, τεύχος 1

«Μία τραγωδία που παίζεται σπάνια επέλεξε να ανεβάσει στην Αθήνα ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης με την ομάδα Angelus Novus. Πρόκειται για τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, έργο γραμμένο ανάμεσα στο 430 και το 427 π.Χ., όταν οι Σπαρτιάτες είχαν ήδη επιτεθεί στην Αθήνα, τη μόνη πόλη που είχε δεχτεί να φιλοξενήσει τους ικέτες απογόνους του Ηρακλή και να μην τους παραδώσει στον Αργίτη βασιλέα για να τους θανατώσει. Πρόκειται για μια τραγωδία που είναι επίκαιρη, όσο ελάχιστες, και που θίγει προβλήματα τόσο στην ανθρώπινη, προσωπική ή καθολική, διάστασή τους, όσο και στην πολιτική. Από την υπεροψία και αλαζονεία του ισχυρού απέναντι στον αδύναμο, εν προκειμένω του σπαρτιάτη βασιλιά Ευρυσθέα απέναντι στην οικογένεια του Ηρακλή, την αδιαφορία για τους νόμους της χώρας φιλοξενίας, όπως συνέβη από την ικέτισσα μητέρα του Ηρακλή, Αλκμήνη, την αχαριστία και έλλειψη ευγνωμοσύνης που επέδειξαν οι Λακεδαιμόνιοι απόγονοι των Ηρακλειδών προς τους Αθηναίους, ως το θέμα των προσφύγων και του πολιτικού ασύλου, μέσω της συνεχούς εκδίωξης της οικογένειας του Ηρακλή από τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, τις απειλές μιας υπερδύναμης προς άλλες χώρες, τη μεταχείριση των αιχμαλώτων, με αφορμή την αιχμαλωσία του Ευρυσθέα από τον Ιόλαο, τον προστάτη-συνοδό των παιδιών, και το θέμα των μουσουλμάνων μαρτύρων, μια ακραία, ίσως, προέκταση της θυσίας της Μακαρίας, θυγατέρας του Ηρακλή, για να σωθούν τ’ αδέλφια της και η πόλη των Αθηνών.
Ο σκηνοθέτης δεν στάθηκε σ’ αυτήν την πρώτη, εύκολη ανάγνωση. Προτίμησε να δει στον Ευριπίδη, το ευρύ πνεύμα απέναντι στο διαφορετικό και το ξένο, αυτόν που πιστεύει πως η τύχη και η καταστάσεις αλλάζουν, πως τίποτε δεν είναι απίθανο και πως τα αντίθετα συνυπάρχουν. Όλα αυτά τα δίνει ο συγγραφέας, σύμφωνα με την Ελένη Μερκενίδου, τη μεταφράστρια του έργου, με έναν τρόπο ήρεμο, φυσιολογικό, χωρίς ακρότητες και διδακτισμούς, και αυτό περνάει στην παράσταση. Στο λιτό, λειτουργικό και υπαινικτικό σκηνικό του Απόστολου Αποστολίδη, στη μικρή σκηνή του «Βαφείου», όπου το φως του δρόμου ενώνεται και συνεπικουρεί το φωτισμό της παράστασης (Ελίζα Αλεξανδροπούλου, Χαρίτων Παπαδόπουλος), προεκτείνοντας το εξωτερικό στο εσωτερικό ή καλύτερα εγκαθιστώντας το έξω στο μέσα, οι Ηρακλείδες πέρασαν από την τραγωδία στο δράμα, με σύγχρονη προβληματισμένη ματιά, η οποία φροντίζει να φέρει σε διαλογική σχέση το παρόν με το παρελθόν και να το επανασηματοδοτήσει.
Η επανασηματοδότηση επιτεύχθηκε σε επίπεδο όψης, με τη χρήση του σκηνικού χώρου, και σε επίπεδο κειμένου, λέξης, διάνοιας με την ερμηνεία, τη μουσική, την ατμόσφαιρα. Ο μικρός χώρος χώρεσε την περιπλάνηση, το δρόμο, έγινε ναός, αγρός, παραπέμποντας όμως συνεχώς σε αφιλόξενο καταυλισμό προσφύγων. Η οριζόντια γέφυρα-σκαλοπάτι-μονοπάτι στο δεξί μέρος της σκηνής, με τις πολλαπλές και αντιθετικές συνδηλώσεις – ένωση, πέρασμα, εμπόδιο, διέξοδο και αδιέξοδο – μεταμορφωνόταν και σε φτωχικό κατάλυμα, σε χώρο ανάπαυσης και αγρύπνιας, φόβου και περισυλλογής. Τα κουστούμια, ουδέτερα, όχι αρχαία, αλλά ούτε και μοντέρνα, απλοϊκά και φτωχικά, έδωσαν το στίγμα του οικουμενικού και του διαχρονικού. Η επιλογή δε των ανδρών και για τους γυναικείους ρόλους σίγουρα δεν έγινε από διάθεση αναπαράστασης της αρχαίας τραγωδίας, λειτούργησε όμως άκρως θεατρικά και συμβολικά, με τα προβλήματα να μην γνωρίζουν φύλο και ηλικία, και την ανθρώπινη συμπεριφορά να είναι το ίδιο μεγαλόψυχη και μικρόψυχη, ανεξάρτητα Η συνύπαρξη των αντιθέτων, πέρα από τα συναισθήματα, τις καταστάσεις, τους χαρακτήρες, στοιχεία που αφορούν το κείμενο, ερμηνεύτηκε, σε επίπεδο παράστασης και με την κίνηση (Έφη Δρόσου), από τα βαριά βήματα του Ιόλαου μέχρι τον αέρινο στροβιλιστό χορό στο επινίκιο γλέντι, και τις στιγμιαίες εναλλαγές ύφους των προσώπων. Το κωμικό κατάφερνε να διεισδύει μέσα στο τραγικό και εκφράστηκε τέλεια με τις ερμηνείες όλων των ηθοποιών, που ήταν και το μεγάλο προσόν της παράστασης (Στ. Ανδρονίκου, Κ. Ανταλόπουλος, Γ. Δρακόπουλος, Αντ. Κρόμπας, Δ. Μακαλιάς). Ο λόγος και η εκφορά του κέρδιζε αμέσως το θεατή – η συμβολή της Ελένης Μερκενίδου σ’ αυτό ήταν μεγάλη, καθώς η γλώσσα της μετάφρασης πράγματι πέτυχε το στόχο της που ήταν να «μετεωρίζεται πάνω από τις εποχές και τις περιστάσεις», να αποδίδει την «αρχαιοελληνική λιτότητα και την καθημερινή ελληνική». Ακόμη, η μουσική του Κωστή Βοζίκη, με το ακορντεόν του Κώστα Κοράκη φώτιζε τις λέξεις, αναδείκνυε τα συναισθήματα, υπέβαλε την ατμόσφαιρα. Πρόκειται για μια παράσταση με ύφος και «ήθος».»

 

Ζωή Βερβεροπούλου, «Η αφαίρεση ως προσόν», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Αύγουστος 2008

«Το στοιχείο που διαφοροποιεί την παράσταση του Δαμιανού Κωνσταντινίδη από τις υπόλοιπες παραγωγές αρχαίου δράματος του φετινού θέρους είναι η ικανότητα του εν λόγω σκηνοθέτη να δυναμώνει την πρότασή του, όχι προσθέτοντας και συσσωρεύοντας, όπως πολλοί ομότεχνοί του, αλλά λιγοστεύοντας, ξεφλουδίζοντας, αφαιρώντας και μετατρέποντας τελικά το ελάχιστο σε προτέρημα.
Συγκεκριμένα, οι ευριπιδικοί «Ηρακλείδαι», που παρακολουθήσαμε στο πλαίσιο των Γιορτών Ανοιχτού Θεάτρου, σηματοδοτήθηκαν θετικά χάρη σε όσα ακριβώς δεν είχαν: δεν είχαν πολυμελή χορό, δεν είχαν ηθοποιούς για όλους τους ρόλους, δεν είχαν φανταχτερές σκηνογραφικές κατασκευές, ούτε και πομπώδεις συμβολισμούς ή εντυπωσιοθηρικά ευρήματα. Κι όμως, σε εμάς τους θεατές τίποτα δεν έλειψε. Η παράσταση που είδαμε διέθετε μέτρο, συγκρότηση, ισορροπίες, ήταν συμπαγής και ξεκάθαρη. Εκσυγχρονίζοντας τόσο, ώστε το έργο να μοιάζει όχι ακριβώς επίκαιρο, αλλά, θα έλεγε κανείς, αενάως έγκαιρο, ο Κωνσταντινίδης προσανατολίστηκε στη διαχρονική ουσία του κειμένου και εντρύφησε σε αυτήν, φτάνοντας τελικά στον πυρήνα της.
Έτσι, πίσω από την εμφανή πρόθεση του Ευριπίδη να προβάλλει την υψηλόφρονα στάση των Αθηναίων, που ενεπλάκησαν σε πόλεμο με το Άργος προκειμένου να προστατέψουν τους απογόνους του Ηρακλή, όταν εκείνοι, κυνηγημένοι από τον Ευρυσθέα, έφτασαν ικέτες στον Μαραθώνα, αναδύθηκαν έκτυπα ζητήματα σημαντικά: η υποδοχή των προσφύγων και η παροχή (πολιτικού) ασύλου, η υπεράσπιση των αδυνάτων και ο σεβασμός προς τους ξένους και τους αιχμαλώτους (όταν πλέον ο Ευρυσθέας αιχμαλωτίζεται στη μάχη), η μεταβλητότητα του βίου, που εναλλάσσει απρόβλεπτα τα πεπρωμένα των δυνατών και των ανίσχυρων, των νέων και των γέρων, των νικητών και των ηττημένων. Και ακόμη, τα διλήμματα δικαίου της εξουσίας, όταν ο Δημοφών επιλέγει τον πόλεμο αντί για την αποπομπή των Ηρακλειδών, αλλά και η αυτοθυσία ως πράξη μέγιστης γενναιότητας, όταν η νεαρή Μακαρία, κόρη του Ηρακλή, προσφέρεται να θυσιαστεί για να σωθούν οι δικοί της.

Οι πέντε άντρες ηθοποιοί της ανανεωμένης ομάδας Angelus Novus ανέλαβαν ο καθένας από δύο έως τρεις ρόλους, υπηρετώντας ευέλικτα την οικονομία του θεάματος και μπαινοβγαίνοντας στα πρόσωπα και στα ρούχα τους ενώπιον των θεατών. Αποτέλεσμα, μια στιβαρή και εμφατικά θεατρική ροή, με λεπτότατες πινελιές ειρωνικού χιούμορ, που τάχυνε και πύκνωνε τη δράση, ενώ συγχρόνως ο τραγικός λόγος ηχούσε καίριος, στη λιτή και στακάτη μετάφραση της Ελένης Μερκενίδου. Εξαιρετικά λειτούργησε επίσης η διανομή των φωνών του χορού στους ίδιους ηθοποιούς, αποδεικνύοντας πόσο συμβατές με την ποιότητα μπορούν να είναι οι απλές και ανέξοδες λύσεις, όταν υπάρχει ολοκληρωμένο σκηνοθετικό σχέδιο. Με τη δραστική συνδρομή της Έφης Δρόσου (κίνηση), του Απόστολου Αποστολίδη (σκηνογραφία) και του Κωστή Βοζίκη (μουσική), έδωσαν καλοδουλεμένες ερμηνείες ο Αντώνης Κρόμπας, ο Στέλιος Ανδρονίκου, ο Γιάννης Δρακόπουλος, ο Δημήτρης Μακαλιάς (κυρίως ως Άγγελος) και, τέλος, ο Κώστας Ανταλόπουλος, ένας Ιόλαος άξιος ειδικής αναφοράς. »