Insenso
ΟΜΑΔΑ ANGELUS NOVUS - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, STUDIO ΌΡΑ, 2012 - ΘΕΑΤΡΟ ΑΝΕΤΟΝ, ΦΕΣΤΙΒΑΛ «ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΚΗΝΗ» ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2013 - ΘΕΑΤΡΟ "ΠΟΡΕΙΑ", ΑΘΗΝΑ 2013 - ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΩΔΕΙΟ ΔΡΑΜΑΣ 2013 - ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. ΚΑΒΑΛΑΣ 2014
Συντελεστές
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Κοστούμι-φωτισμοί: Έλενα Κώτση
Επιμέλεια κίνησης: όλη η ομάδα με τη βοήθεια της Ελίζας Γκιλιοπούλου
Μακιγιάζ: Μελίνα Γλαντζή
Ερμηνεία: Αναστάσης Δημήτρης Ροϊλός
Αντί σκηνοθετικού σημειώματος
ΑΝΤΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ
Αν υπάρχουν τόσα λόγια είναι γιατί τα λόγια δεν φτάνουν, είναι ανεπαρκή. Αν υπάρχουν τόσες σιωπές, είναι γιατί το σώμα, το κάθε όργανό του, το μυαλό, η καρδιά, το στομάχι, το αιδοίο, το πέος, ψάχνει απελπισμένα, μανιασμένα, να βρει τα λόγια για να εκφράσει το πάθος. Ή γιατί δεν μπορεί να βρει άλλα. Κι άλλα. Δεν μπορεί να βρει τον άλλον. Και μένει αποσβολωμένο. Αμήχανο. Σαν κομμένο. Γιατί ο άλλος δεν θα ήταν ο άλλος, αν δεν ήταν πάντα αλλού και άπιαστος. Ακόμη και νεκρός, ιδίως νεκρός, ξεφεύγει. Ο άλλος κινητοποιεί λόγο και σιωπή, ο άλλος τα πυροδοτεί, και ο άλλος τα καθιστά και τα δύο παράφορα και άστοχα. Η απώλειά του. Το αδύνατο της κατάκτησής του. Της ένωσης και της απόλυτης ταύτισης μαζί του.
Ο παθιασμένος μονόλογος, «όπερα χωρίς μουσική» κατά τον συγγραφέα του, αλλά και δοκίμιο πάνω στον έρωτα, που είναι το Insenso, ήδη απ’ τον τίτλο του δηλώνει αυτή την παραφορά σώματος και αισθήσεων, λογικού και λόγου. Η λέξη είναι επινοημένη από το γαλλικό insense (άφρων, παράφρων, ανόητος, παράλογος, παράδοξος) και παραπέμπει στην πηγή έμπνευσης του συγγραφέα, στην ταινία του Λουκίνο Βισκόντι Senso (=αίσθηση) που κι αυτή με τη σειρά της διασκευάΖει την ομώνυμη νουβέλα του Μπόιτο, του 19ου αιώνα.
«Το αρχικό ερέθισμα, λέει ο Δημητριάδης, ήταν η ίδια η ταινία και ειδικά το τέλος της, όταν η κόμισα Λίβια Σερπιέρι καταγγέλλει τον εραστή της Φραντς Μάλερ ως λιποτάκτη και οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Έχοντας ζήσει προηγουμένως μια ερωτική ιστορία μαζί του που την έκανε να φτάσει στο σημείο να προδώσει την πατρίδα της, προσφέροντάς του χρήματα που της εμπιστεύτηκαν επαναστάτες για να εξαγοράσει τη θητεία του, ο έρωτάς της έχει φτάσει στο σημείο της προδοσίας και τελειώνει με αυτήν να περιφέρεται ως χαμένη, τρελή, αποπροσανατολισμένη στους δρόμους της Βερόνας. Αυτή η εικόνα μ’ έκανε να σκεφτώ τι θα μπορούσε να είναι η ζωή αυτής της γυναίκας από τη στιγμή που τελειώνει η ταινία και μετά. Στο κείμενο που έγραψα η κόμισσα Σερπιέρι ζει ακόμα, διότι ο εραστής της δεν πέθανε από τα ίδια της τα χέρια. Δηλαδή, δεν έφτασε στο σημείο να κάνει μια πράξη με την οποία θα της ανήκε ολοκληρωτικά ο άνθρωπος αυτός με τον θάνατό του. Αυτό την κρατάει μέχρι σήμερα ζωντανή, διότι δεν μπόρεσε να τον κάνει δικό της, σκοτώνοντάς τον, πράγμα που είναι η ολοκλήρωση της ερωτικής επιθυμίας…»
Μιλάει η κόμισσα Λίβια Σερπιέρι, έτσι τουλάχιστον συστήνεται στην αρχή το υποκείμενο του λόγου. Ως βαμπίρ, διασχίζει τους αιώνες παραδομένη στο λυσσαλέο πάθος της για τον Φραντς Μάλερ, αυτόν τον αδιάφορο άλλον, με τον οποίον καταλήγει να ταυτιστεί στην προσπάθειά της να τον ιδιοποιηθεί. Ακολουθώντας αυτή την σύγχυση ταυτοτήτων που υπάρχει στο κείμενο, καθώς και την υπόδειξη του ίδιου του συγγραφέα ότι «τον ρόλο της κόμισσας Λίβιας Σερπιέρι θα μπορούσε, ίσως και θα έπρεπε να επιδιωχθεί, να τον υποδυθεί και ο Φραντς Μάλερ», η σκηνοθεσία αναθέτει αυτόν τον μονόλογο σ’ έναν νεαρό άνδρα ηθοποιό (Αναστάσης Δ. Ροϊλός) και τον τοποθετεί σ’ έναν απροσδιόριστο γυμνό σκηνικό χώρο, βυθισμένο στη νύχτα των αιώνων μοναξιάς της κόμισσας, στη νύχτα των σωμάτων. Ταυτόχρονα επιχειρείται μια σύζευξη: αυτή ενός λόγου ποιητικού και άκρως απαιτητικού και μιας εξαντλητικής σχεδόν επιτόπιας κινησιολογίας, μιας ολοκληρωτικής σωματικής δέσμευσης εκ μέρους του ερμηνευτή. Χάρη στην επιλογή του άνδρα ηθοποιού για τον ρόλο της Λίβιας Σερπιέρι, αυτή η παράσταση διαφοροποιείται ριζικά από τα μέχρι τώρα ανεβάσματα του έργου [1] και φέρει στην επιφάνεια αυτό που ο ίδιος ο Δημητριάδης θεωρεί τον βαθύτερο πυρήνα του:
«Οι αλλαγές που έχει υποστεί η νουβέλα του Μπόιτο στην κινηματογραφική εκδοχή της, λέει ο Δημητριάδης, κινητοποιούνται και οφείλονται κυρίως στην ομοφυλοφιλία του Βισκόντι και των Τένεσι Ουίλιαμς και Πολ Μπόουλς, που έγραψαν τους διαλόγους. Στην πραγματικότητα η σχέση της Σερπιέρι και του Μάλερ είναι μια ομοφυλόφιλη σχέση, με ό,τι φέρει επιπλέον σε δραματικότητα, καταδίκη, αποτυχία, δυσκολίες, και με κατάληξη την απόλυτη απώλεια. Για μένα αυτή είναι η ερμηνεία του έργου του Βισκόντι και ο βαθύς πυρήνας του δικού μου κειμένου. Γιατί δεν μπορεί ποτέ να μιλήσει μια γυναίκα για έναν άντρα όπως μιλάει η Σερπιέρι. Μόνο ένας άντρας για έναν άλλο άντρα. Υπάρχει δηλαδή μια ιδιομορφία στην ερωτική σχέση, η οποία συνδέεται και με την ακραία της πράξη, κι εδώ κάπου συναντάμε τον Ζενέ με το θέμα της προδοσίας, της καταδίκης και της κατάδοσης. Ο έρωτας εμπεριέχει την καταδίκη του, όπως και την αναίρεσή του, που είναι η προδοσία. Βέβαια, στην περίπτωση της Λίβιας Σερπιέρι η κατάδοση δεν γίνεται γιατί δεν τον αγαπάει, αλλά, αντίθετα, γιατί τον αγαπάει παράφορα. Όταν εκείνη πηγαίνει να τον αναζητήσει στη Βερόνα, εκείνος, σε μια δυνατή και απίστευτα φορτισμένη σκηνή, την απαρνείται και την ταπεινώνει μπροστά σε μια πόρνη. Η Λίβια έχει καταλάβει οριστικά ότι αυτός ο άνθρωπος την πρόδωσε και την εξαπάτησε και πως ό,τι έκανε γι’ αυτόν πήγε χαμένο. Αυτό την οδηγεί στην απελπισία και στο να τον καταδώσει, οδηγώντας τον στον θάνατο. Αυτό διαφοροποιεί και μια ετεροφυλόφιλη σχέση από μια ομοφυλόφιλη, η οποία ενέχει το σπέρμα της καταστροφής και του τέλους, δηλαδή της απιστίας. Μια εκμετάλλευση που γίνεται από το πιο δυνατό πρόσωπο προς το αδύναμο. Από εκείνο που είναι λιγότερο ή καθόλου ερωτευμένο προς τον άλλον, που είναι παράφορα ερωτευμένος, ευάλωτος ώστε να κάνει τα πάντα. Οπότε, η πράξη της Λίβιας του δίνει ό,τι έχει και δεν έχει. Κάνει την υπέρτατη πράξη προδοσίας στο όνομα του έρωτα και μόνο. Τόσο στην ταινία, αλλά ειδικά στο κείμενό μου, ηττάται η πατρίδα από τον έρωτα. Ο έρωτας γίνεται μεγαλύτερη αξία από την πατρίδα ή, τουλάχιστον, ισχυρότερη δύναμη. Και η πατρίδα παραχωρεί τη θέση της στον έρωτα. Ο έρωτας γίνεται πια πατρίδα. Κι εγώ υποστηρίζω κάτι που μπορεί να μη γίνει ευμενώς δεκτό, ότι πρέπει ν’ αντικαταστήσουμε την πατρίδα από τον έρωτα. Αυτό πιστεύω ότι είναι βαθύτερο. Ένα είδος ισχυρότερης δύναμης, έως η πραγματική πατρίδα όλων μας. Με ό,τι συνέπειες έχει αυτό. Γιατί και στην ταινία του Βισκόντι ο έρωτας δεν εμφανίζεται ως κάτι εύκολο κι ευχάριστο. Είναι μια κατάσταση που εμπεριέχει κινδύνους και η οποία οδηγεί ακόμα και στην καταστροφή. Αλλά είναι μια δύναμη που υπερέχει ως ανθρώπινη διάσταση από αυτό που ονομάζουμε πατρίδα. Θα μου πεις, και τι θα κάνουμε χωρίς πατρίδα; Και τι θα κάνουμε χωρίς έρωτα; Πρέπει να κατοικήσουμε στην πατρίδα που λέγεται έρωτας. Όλα τα άλλα, πέρα από ηρωισμούς και διακηρύξεις, έχουν οδηγήσει πάμπολλες φορές την ανθρωπότητα σε χειρότερες καταστροφές. Ακόμα και με την έννοια του πατριωτισμού, που έχει τις μορφές του εθνικισμού, του σοβινισμού και του φανατισμού. Πρέπει να καταργηθούν τα σύνορα και ν’ αποκτήσουμε μια μοναδική πατρίδα που ούτε γεωγραφικά υπάρχει ούτε είναι ενός εσωτερικού συναισθηματισμού, που να είναι μόνο ο έρωτας».
[1] Με μία ηθοποιό (2007, υπό μορφή αναλογίου, σκηνοθεσία Σ. Κρασανάκη), με δύο (2011, σκηνοθεσία Εμμ. Κουτσουρέλη) και με είκοσι μία γυναίκες ηθοποιούς (2012, σκηνοθεσία Μ. Μαρμαρινού).
Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Κριτικές
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Κορνήλιος Ρουσάκης, «Έρωτας όπως θάνατος…», ΕΞΩΣΤΗΣ-Τεύχος 500+445 – εβδομάδα 3-9 Δεκεμβρίου 2012
Ο έρωτας μεταμορφώνει, εξουσιάζει, καθηλώνει, απογειώνει. Συχνά, γεννά ανθρωποφαγικά ένστικτα, τάσεις επιβολής, σε οδηγεί στην τρέλα, στη παραφορά. Χωρίς αυτόν, όμως, δεν ζεις. Όπως συχνά επαναλαμβάνει η κόμισσα Λίβια Σερπιέρι, στο έργο του Δημητριάδη: «Ο έρωτας είναι αλύπητος». Στο έργο παρακολουθούμε την πορεία μιας γυναίκας προς την απόλυτη εκμηδένιση της ύπαρξής της. Ο συγγραφέας εμπνέεται από την ταινία του Βισκόντι, Senso και δημιουργεί μια άρια που αποκρυσταλλώνει τα διαδοχικά στάδια μιας συναισθηματικής απονέκρωσης.
Η κόμισσα κατέδωσε τον εραστή της, υπαξιωματικό Φραντς Μάλερ, για λιποταξία από τον αυστριακό στρατό, επειδή την πρόδωσε για μια άλλη γυναίκα. Ο άνδρας εκτελείται και η κόμισσα περιπλανιέται στους δρόμους της Βερόνας, μετανιωμένη όχι για την πράξη της, αλλά γιατί δεν τον σκότωσε εκείνη, ώστε να ξεριζώσει την ύπαρξη του από μέσα της. Αυτό ακριβώς το δισυπόστατο πνεύμα και σώμα —τα δύο κορμιά που είναι ένα— αναδεικνύονται στο έργο. Η ποιητική διάσταση της γραφής του συγγραφέα, δίνει βροντερό παρόν και σε αυτό το κείμενο. Ένας λυρισμός αιχμηρός, βίαιος και ευθύβολος, με λέξεις που επαναλαμβάνονται, μέσα σε παραληρηματικά ξεσπάσματα, και που αποτυπώνουν το ανεκπλήρωτο, ασίγαστο πάθος.
Τον μονόλογο αυτό τον ερμηνεύει άνδρας, ο νεαρός ηθοποιός Αναστάσης Δ. Ροϊλός, σε μια καθηλωτική υπερπροσπάθεια, έναν δρόμο αντοχής. Φορώντας ένα μαύρο γυναικείο φόρεμα και με εμφανή τα ανδρικά χαρακτηριστικά, φέρνει στη σκηνή το δίπολο του έρωτα, τα δύο σώματα σε ένα, τη φωνή του ενός που βρίσκει δίοδο μέσα από το σώμα/ηχείο του άλλου. Εκτίμησα ιδιαίτερα την αποφυγή του ηθοποιού να καταφύγει σε ερμηνευτικές ευκολίες, μέσω της κίνησης ή της στάσης του σώματος, που θα οδηγούσαν σε μια καρικατούρα γυναικείας φιγούρας. Έχει εξαιρετικά, φροντισμένες λεπτεπίλεπτες κινήσεις, βλέμμα που σκιαγραφεί τις λέξεις και παράλληλα ένα ισχυρό κομμάτι αρρενωπότητας που υποσημειώνει πως ο νεκρός εραστής της κόμισσας βρίσκεται διαρκώς εντός της και τη στοιχειώνει. Είναι αξιοσημείωτη η προσήλωση του ηθοποιού και ο ακριβής, χειρουργικός τρόπος ελέγχου των εκφραστικών του μέσων και του σκηνικού χώρου. Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης αναδεικνύει τις εξάρσεις και εντάσεις του κειμένου, βάζοντας τον ηθοποιό να σαρώνει τη γυμνή σκηνή, επιδιδόμενος σε μια σωματική αποτύπωση του ψυχικού άλγους. Συχνά σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές και την επόμενη στιγμή στον τοίχο, στο βάθος της σκηνής. Η ποιητικότητα του λόγου μετασχηματίζεται σε μεστές εικόνες (εξαιρετικό το φινάλε με το ξαπλωμένο γυμνό σώμα που «απελευθερώνεται» από το φόρεμα που το περιορίζει), χωρίς να υπάρχουν σκηνικά, μουσικές, ήχοι, φωτιστικά τρικ. Ένα θέατρο ουσιαστικό, που συγκινεί με την απλότητα του.
Πηνελόπη Χριστοπούλου, «Insenso του Δημήτρη Δημητριάδη», Επί σκηνής – το θέατρο στο διαδίκτυο, Σάββατο, 10 Νοέμβριος 2012 08:29
Το σκηνικό, γυμνό, βυθισμένο στο σκοτάδι, θυμίζει τον γυμνό χώρο του Πήτερ Μπρουκ δίνοντας την ευκαιρία στον ηθοποιό να ανακαταλάβει τη σκηνή, να γίνει ο ίδιος αυθεντικός φορέας αισθημάτων και ιδεών. Η σκηνοθεσία αναθέτει αυτόν τον μονόλογο σ’ έναν νεαρό άνδρα ηθοποιό – κατόπιν υπόδειξης του συγγραφέα- προβληματίζοντας μας. Και μπορεί αρχικά να μας θυμίζει σαν τακτική, την αρχαία τραγωδία όπου άντρες υποδύονταν γυναικείους ρόλους και να μας παρακινεί να αναλύσουμε αρχέγονα σύμβολα και διπολικές τάσεις φύλλων, στην πορεία όμως καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως έχει να κάνει με κάτι ανώτερο. Με την διττότητα-δυισμό του ανθρώπινου σώματος. Εκεί όπου το «δύο» γίνεται «ένα», εκεί όπου ακόμη και τα ίδια τα φύλα υποχωρούν, εκεί όπου δεν υπάρχει άρρεν και θήλυ γιατί ο έρωτας, το πάθος, η εκδίκηση, η προδοσία, ανήκουν το ίδιο και στα δυο φύλλα. Είναι χαρακτηριστικά ανθρώπινα κι όχι κάποιου ενός μόνο φύλλου. Άλλωστε στο πλαίσιο της διυποκειμενικότητας του δρώντος και δράσαντος ηθοποιού μπορεί ένας άντρας να υποδυθεί έναν γυναικείο ρόλο χωρίς να μας αποστασιοποιεί και χωρίς να απειλείται η «αξιοπιστία του ομιλούντος θεατρικού προσώπου». Γιατί όπως το ίδιο το θέατρο έχει μια διττή φυσιογνωμία, τον λόγο και την πράξη, έτσι και ο ηθοποιός κατά έναν τρόπο είναι ο εαυτός του και κατά έναν άλλον δεν είναι -“εκ-στάσης”= εξίσταται εαυτού-. Και είναι συνηθισμένη αυτή η όψη του μεταμοντερνισμού όπου ο ομιλητής του έργου γίνεται μια μυθική φιγούρα χωρίς προσδιορισμένη ταυτότητα. Έχει τη ρευστότητα που έχουν όλα γύρω του. «Είναι» και «Δεν είναι». Ο Αναστάσης Ροϊλός (Κόμισσα Σερπιέρι) έχει έναν εσώτερο μονόλογο και ένα ανεξάντλητα εκφραστικό σώμα ώστε να συμβαδίζει με το κείμενο και την διάθεση που απαιτείται μετατρέποντας τον θεατή σε «δεσμώτη του» κι ας γίνεται στην πραγματικότητα αυτός ο υπηρέτης μιας εικόνας πιο σημαντικής και από τον ίδιο. Φαίνεται να είναι τόσο εξοικειωμένος με το περιβάλλον του έργου, ώστε να γίνεται μέρος του. Μια όμορφη παρουσία που εξωτερικεύει την δική του εσωτερική φωνή δίχως να αλλοιώνει τον χαρακτήρα του έργου. Πρόκειται για μια εκλεκτή παράσταση για απαιτητικό κοινό, λάτρεις της ποίησης, του θεατρικού λόγου και της επιθυμίας του λόγου.
Αχιλλέας Ψαλτόπουλος, «Η Ψυχοπάθεια στην Κοινωνία και τον Έρωτα», Περί Ονου Σκιάς (36),
aggelioforos.gr,
Παρασκευή, 16 Νοεμβρίου 2012
[…] Τον περασμένο Ιούλιο, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός παρουσίασε την παράσταση «Insenso», σε κείμενο του δικού μας Δημήτρη Δημητριάδη που κι αυτός βασίστηκε στην έγχρωμη ταινία του Λουκίνο Βισκόντι «Senso», του1954, με Αλίντα Βάλι (Ιταλίδα Κόμισσα Λίβια Σερπιέρι) και Φάρλεϊ Γκρέιντζερ (Αυστριακός Ανθυπολοχαγός Φραντς Μάλερ). Με δράση που τοποθετείται στα τέλη του 19ου αιώνα και στα τέλη της κατοχής της Ιταλίας από τους Αυστριακούς, το Σένσο είναι μια ιστορία έρωτα και προδοσίας, που κορυφώνεται με την εκτέλεση του λιποτάκτη Φραντς από τους δικούς του, αφού τον καταδώσει η προδομένη αισθηματικά από τον Φραντς, Λίβια . Το Insenso είναι ο θρήνος της Λίβια μετά την εκτέλεση του Φραντς, κι ένα πολλαπλό σχόλιο πάνω στον απόλυτο έρωτα, την προδοσία και την ενοχή. Αυτή την εποχή παίζεται στο Στούντιο «Όρα», σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη. Στην πληθωρικότητα της παράστασης του Μαρμαρινού (είκοσι κόμισσες και η μια Ιταλίδα, ζωντανή εκτέλεση της μουσικής από ένα πιάνο, χωρισμός των θεατών σε άντρες και γυναίκες, βόλτα σε λίμνες- βάλτους εκτός θεάτρου για το 1ο μέρος, κλπ.), ο Κωνσταντινίδης αντιπαράθεσε την δική του λιτότητα και αυστηρότητα και κέρδισε τις εντυπώσεις σε μια μεστή δουλειά που απέφυγε τους εύκολους εντυπωσιασμούς. Σε μια άδεια μαύρη σκηνή κίνησε εμπνευσμένα τον εξαιρετικό ηθοποιό του Αναστάση Δ. Ροϊλό (φωτό άρθρου), με μόνη μουσική υπόκρουση το θρόισμα του υπέροχου ταφταδένιου φορέματος της Έλενας Κώτση και δημιουργώντας με τους φωτισμούς της ίδιας, εικόνες σπάνιας μινιμαλιστικής αισθητικής. Έτσι ο Ροϊλός μετασχηματιζόταν διαρκώς και κομψά από Λίβια σε Φραντς και αντίστροφα, αφού στον τέλειο έρωτα, οι δύο πορεύονται πια σε σάρκα μία. Ο Κωνσταντινίδης πίστεψε στη δυναμική του κειμένου και τις ερμηνευτικές ικανότητες του ηθοποιού του και βγήκε νικητής σ’ έναν δύσκολο αγώνα.
Ελένη Κωτούλα, «Φωνές της πόλης», rouamat.com, (χωρίς ημερομηνία, Φεβρουάριος 2013)
[…] Στην παράσταση παρακολούθησα την εκπληκτική και καθηλωτική προσπάθεια του νεαρού ηθοποιού, να αποδώσει μια ιστορία αγάπης και προδοσίας. Φορώντας μόνο ένα ταφταδένιο , μαύρο φόρεμα, σε μία σκοτεινή, άδεια […] σκηνή, ο Ροϊλός διαρκώς μετασχηματιζόταν κομψά από τη Λίβια στον Φράντς και αντίστροφα, θέλοντας να περάσει στο κοινό το δισυπόστατο πνεύμα και σώμα, τον τέλειο έρωτα, όπου τα δυο κορμιά γίνονται ένα. Με εμφανή τα ανδρικά του χαρακτηριστικά, ο ηθοποιός δεν έδειξε ούτε στιγμή μέσα στα παραληρηματικά ξεσπάσματα του ρόλου του, την ανάγκη να καταφύγει σε ερμηνευτικές ευκολίες, χρησιμοποιώντας θηλυκές στάσεις, κινήσεις ή και χειρονομίες. Προσηλωμένος στην απόδοση της τραγικής, αιχμηρής και βίαιης λυρικότητας του έργου, δήλωσε το ανεκπλήρωτο, ασίγαστο πάθος της Λίβια, μέσα από το εντυπωσιακά εκφραστικό του βλέμμα, στο οποίο είχε εντυπωθεί το συγκεκριμένο συναίσθημα, παράλληλα με την αρρενωπότητα που τον διακατείχε, η οποία ούρλιαζε στην ουσία της, πως ο Φράντς ήταν ακόμη μέσα της και τη στοίχειωνε. Στο φινάλε συναντούμε το ξαπλωμένο δισυπόστατο σώμα, γυμνό από το «φόρεμα» που το περιόριζε, αναγνωρίζοντας πια τα δύο φύλλα και τον εν τέλει θάνατό τους.
Ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης, έκανε εκπληκτικά λειτουργική χρήση του σκηνικού χώρου, υπαγορεύοντας στον ηθοποιό να κινείται, με εξαιρετικά λεπτεπίλεπτες κινήσεις, πότε σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές και πότε πίσω στον τοίχο της σκηνής, όπου υπήρχαν εξάρσεις ή και εντάσεις του λόγου. Η Έλενα Κώτση δημιούργησε με τα λιγοστά μέσα που είχε έναν φωτισμό σπάνιας μινιμαλιστικής αισθητικής.
[…] Πρόκειται για μία παράσταση εκλεκτή, που προορίζεται σε ένα κοινό που αγαπά την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Μια παράσταση, που παρακολούθησα δύο φορές και θα ήμουν πανευτυχής και πανέτοιμη να την παρακολουθήσω ξανά.
Χαρά Κιούση, «Το Cosmo.gr πάει θέατρο: που να πας και τι να δεις» www.cosmo.gr (http://www.cosmo.gr/Entertainment/Theatro/Parastaseis/to-cosmo-gr-paei-theatro-pou-na-pas-kai-ti-na-deis-to-savvatokuriako.2180139.html?service=print) 23/3/2013
“Insenso” του Δημήτρη Δημητριάδη στο Θέατρο Πορεία
Η Ιταλική νουβέλα “Senso ” του Camillo Boito γραμμένη το 1882 και η ομώνυμη ταινία του Viscodi δίνουν το κίνητρο στον Δημητριάδη να εστιάσει “στο προσωπικό δράμα” της ηρωίδας, Λίβια Σερπιέρι που κινείται ανάμεσα στο “ντοκουμέντο και στην μυθοπλασία”. Ο εξαίρετος Αναστάσιος Δ. Ροϊλός ερμηνεύει έξοχα την κόμισσα Σερπιέρι “κατέδωσε τον εραστή της Φραντς Μάλερ, για λιποταξία από τον Αυστριακό στρατό”, προδομένη από τον ερωτά του , ενώ ο πόλεμος μεταξύ Ιταλίας και Αυστρίας φτάνει στο τέλος του. Κι’ ενώ δεν έπαψαν μέσα της ν’ ακούγονται ομοβροντίες ” καθώς οι σφαίρες περνούσαν απ’ το μυαλό της, η ονειροποίηση του γεγονότος μας μεταφέρει χρόνια πριν στην Βενετία, κι’ από κει στην Βερόνα, με μια ανελέητη εκδίκηση, κι’ ένα συναίσθημα άκρας ταπείνωσής της. ” Τον στήνει στον δικό της τοίχο, να τον σκοτώσει μέσα της, καθώς είναι τρομερό να ελπίζει “. Η κατατονική κίνηση του ερμηνευτή, τον καθιστά μια σπασμένη φιγούρα, αποπνέουσα την τραγικότητα μιας τριπλής προδοσίας, ενός αχαλίνωτου πάθους ερωτικού, κι’ έναν εγωιστικό αισθησιασμό λυπητερό σαν έρωτα, κι’ αλύπητο σαν έρωτα “.
Κινούμενος σε έξοχη σκηνοθεσία στην σκηνή, όπου κυριαρχεί το μαύρο, σ’ ένα υπέροχο μαύρο φόρεμα μ’ ένα κομμάτι δαντέλας στο αριστερό μέρος τού προσώπου, ο σκοτεινός φωτισμός, δημιουργεί υπέροχα είδωλα στους τοίχους, εξαφανίζοντάς τα μέσα στο ατέρμονο σκοτάδι της μνήμης. Η μουσικότητα του φιλοσοφικού λόγου δεν καθιστά αναγκαία την μουσική, αφού αυτή ξεπηδά και από την κομψότατη ομορφιά του πρωταγωνιστή. “Δεν είμαι εγώ και συ, είμαι εσύ και εσύ, είμαι το φύλο σου “.
Η παράσταση είναι αριστουργηματική. Καλή σας θέαση.
Άννα Σαμπατακάκη theatro-live.blogspot.gr 7 Απριλίου 2013 (http://theatro-live.blogspot.gr/2013/04/insenso.html)
INSENSO!!! Ένα μεγάλο έργο, ένας μεγάλος ρόλος, ένα μεγάλο ταλέντο ανέτειλε!!!
Είναι μόλις είκοσι ετών!!! Τελειόφοιτος στην θεατρολογία Θεσσαλονίκης και το ΙNSENSO του Δημήτρη Δημητριάδη ένας σπαρακτικός γυναικείος μονόλογος είναι η πτυχιακή του εργασία. Είναι ο νέος ηθοποιός Αναστάσης Ροϊλός.
Ο νέος άντρας που βλέπω στην σκηνή φαντάζει πανύψηλος… Σμιλεμένες γωνίες κουρεμένο κεφάλι, κανένα μακιγιάζ και ένα ταφταδένιο φόρεμα – τουαλέτα σε χρώμα μελιτζανί… Γεμίζει την αχανή σκηνή του θεάτρου Πορεία στην οδό Τρικόρφων! Κυριολεκτικά την κυριαρχεί. Ο νεαρός ηθοποιός δεν μιλάει γυναικεία. Δεν χρησιμοποιεί γυναικείο κώδικα δεν υποδύεται την γυναίκα, είναι γυναίκα… Φέρει στη σκηνή και μεταδίδει στην πλατεία τα αισθήματα το λόγο το συναίσθημα μιας γυναίκας σε ερωτική απελπισία. Τον παροξυσμό ενός σπαραγμένου απο τον ίδιο τον έρωτά του πλάσματος. Ο έρωτας είναι άγριος και σκληρός… Μια καινούργια Μήδεια που περιγράφει με καθαρότητα τι ακριβώς είναι ο απόλυτος έρωτας, πως τον βιώνουν οι γυναίκες και πως δεν είναι καθόλου ευτυχείς όταν τον συναντούν. Γιατί παύουν να είναι πια ο εαυτός τους. Είναι ο άλλος. Ένα κείμενο για τον έρωτα μιας γυναίκας ιδωμένο απο την πλευρά της γυναίκας, γραμμένο απο άνδρα, σκηνοθετημένο απο άνδρα και ερμηνευμένο απο άνδρα τόσο τέλεια… Τα τρία θαυμαστά παράδοξα αυτής της παράστασης.
Ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης καθηγητής στο τμήμα θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μας είναι γνωστός και απο άλλες πολύ καλές παραστάσεις που έχει ανεβάσει στο Θέατρο Ορα με την ομάδα Angelus Novus. Εδώ μας παρουσιάζει κάτι το αριστουργηματικό. Καθοδηγεί αριστουργηματικά τον ηθοποιό του που διαθέτει ένα τεράστιου εύρους και βάθους ταλέντο πολύ καλά δουλεμένο για την ηλικία του. Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης δημιουργεί μια σπουδαία παράσταση και μας χαρίζει έναν μεγάλο ηθοποιό. Ο Αναστάσης Ροϊλός πληροί όλες τις προδιαγραφές που κάνουν τον ηθοποιό, ηθοποιό. Φωνή εκφραστικότητα, παράστημα ψυχισμός μεταδοτικότητα, πολύ καλά δουλεμένα εκφραστικά εργαλεία.. Επιτέλους. Είχα βαρεθεί να βλέπω σπουδαίες παραστάσεις χωρίς ηθοποιούς…
Ματίνα Καλτάκη, Είδα το «Insenso», του Δημήτρη Δημητριάδη, στο θέατρο Πορεία, (http://tospirto.net/theater/ive_seen/12577, 17 Απριλίου 2013)
Εν αρχή είναι η νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο «Senso», γραμμένη στα μέσα του 19ου αι. Στα μέσα του 20ου, το 1954, ο Λουκίνο Βισκόντι τη μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Η κόμισσα Λίβια Σερπιέρι ερωτεύεται παράφορα τον «εχθρό», αυστριακό αξιωματικό Φραντς Μάλερ. Η προδοσία του (το αίσθημά του ήταν αναλώσιμο) πληρώνεται με προδοσία της (το αίσθημά της ήταν απόλυτο). Η Λίβια τον καταδίδει για λιποταξία, ο Φραντς συλλαμβάνεται και εκτελείται. Η γυναίκα χάνεται στους δρόμους της Βερόνας, φωνάζοντας, σπαρακτικά, το όνομά του. Ό,τι δεν λέει η νουβέλα κι η ταινία, έρχεται να συμπληρώσει το «Ιnsenso» (2006) του Δημητριάδη. Τι συμβαίνει στη ηρωίδα μετά την οριστική απώλεια του εραστή της; Ήδη από τον τίτλο, από το In πριν το Senso, δηλώνεται η συγγραφική πρόθεση καταβύθισης στα βαθιά, εκεί όπου το αίσθημα (έρωτας και λατρεία είναι οι δύο λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας) απορροφά την προσωπικότητα ως ενικότητα, και τα στεγανά της λογικής διαρρηγνύονται.
Το περσινό καλοκαίρι, το «Insenso» γίνεται αφορμή για ένα ολικό βίωμα, για την μοναδικής έμπνευσης παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού στο Φεστιβάλ Αθηνών. Η έκπληξη που προκάλεσε η διχοτόμηση της σκηνικής σύλληψης σ’ ένα Έξω (στην απίστευτη περιοχή με τη λιμνούλα ανάμεσα σε βιομηχανικούς χώρους και αποθήκες, πίσω από τα κτίρια της Πειραιώς 260) και στο Μέσα του βιομηχανικού κτιρίου/θεάτρου, δεν επέτρεψε, ωστόσο, να προσέξουμε τι πετυχαίνει μ’ αυτό τον «μονόλογο» ο Δημητριάδης. Οι εικόνες υψηλής εικαστικής ομορφιάς της παράστασης επεσκίασαν τη δύναμη ενός από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα που έχουν γραφτεί, κατά τη γνώμη μου, για τον έρωτα ως οντολογικό έλλειμμα, ως α-δυνατότητα.
Αντιθέτως η πιο «συμβατική» και εσωστρεφής ερμηνεία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, στρέφει την προσοχή μας στο παράδοξο αυτού του κειμένου που δοξάζει τη γλώσσα, αναγνωρίζοντας την ανεπάρκειά της να εκφράσει αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ακολουθώντας την υπόδειξη του ίδιου του συγγραφέα ότι τον ρόλο της κόμισσας Λίβιας Σερπιέρι θα μπορούσε, θα έπρεπε να επιδιωχθεί, να τον υποδυθεί ένας άνδρας, ο σκηνοθέτης από τη Θεσσαλονίκη αναθέτει την ερμηνεία του στο νεαρό ηθοποιό Αναστάση-Δημήτρη Ροϊλό. Ο Δημητριάδης, θυμίζω, έχει πει ότι «μια γυναίκα δεν μπορεί να μιλήσει έτσι όπως μιλάει η Λίβια για τον Φραντς, μόνον ένας άντρας για έναν άλλο άντρα» και ότι η πηγή της έμπνευσής του (η ταινία) είναι σαφώς επηρεασμένη από την ομοφυλοφιλία του Βισκόντι (αλλά και του Τένεσι Ουίλιαμς και του Πολ Μπόουλς που συνεργάστηκαν στο σενάριο).
Η επιλογή ενός άνδρα ηθοποιού φώτισε αλλιώς τα ζητήματα που θέτει του Insenso. Κάποιοι θα πουν ότι, πράγματι, το υπερβάλλον σε δραματικότητα πάθος της κόμισσας προσιδιάζει καλύτερα στον καταδικασμένο έρωτα δύο ανδρών. Εγώ το είδα αλλιώς. Η κόμισσα στο κείμενο του Δημητριάδη δεν έχει χαρακτήρα, είναι η μορφή του συντετριμμένου ερωτικού υποκειμένου που μέσα από λέξεις προσπαθεί να εκφράσει την οδύνη για την απώλεια, για το ανέφικτο του έρωτα – μια οδύνη που υπερβαίνει τη δυνατότητα του λόγου να την εκφράσει. Το ερωτικό πάθος (με τις δύο έννοιες της λέξης) οδηγεί την Λίβια στην υπέρβαση του φύλου της, στην κατάλυση του Εγώ ως συγκροτημένης ταυτότητας και στη νοητική κατάρρευση, όπου συμβαίνει το εξής θαυμαστό: οι αντιθέσεις καταρρίπτονται, οι διαζεύξεις ακυρώνονται κι η Λίβια γίνεται οριστικά ένα με τον Φραντς.
Η παράσταση στο Πορεία ξεκινά με το φόρεμα της Λίβια Σερπιέρι, το «απλό αλλά και λαμπρό» φόρεμά της, σαν γλυπτό στο κέντρο της σκηνή. Το φόρεμα γίνεται κωδικό σημείο της παράστασης, γίνεται πολιτισμικό σύμβολο αλλά κυρίως σύμβολο του φύλου, του έμφυλου σώματος και της έμφυλης διαμάχης. Σιγά σιγά αναδύεται το σώμα που το φορεί, ο ηθοποιός/Λίβια Σερπιέρι. Θυμίζει πρωταγωνίστρια της όπερας, όταν ορχήστρα και κοινό έχουν φύγει. Στο τέλος θα γλιστρήσει έξω από το πολύπτυχο φόρεμα της Λίβιας – αφήνοντας άδειο το φόρεμά της, το σύμβολο του φύλου της, σαν κουκούλι γυμνό από ζωή, η γυναίκα γίνεται το σώμα του εραστή της. Η Λίβια δεν υπάρχει πάνω στη σκηνή παρά ως γυμνό κορμί του Φραντς, ένα σώμα νικημένο από «την λατρεία του εφήμερου και του φθαρτού». Ο Μαρμαρινός το έχει διατυπώσει αλλιώς, «ένα σώμα πεταμένο στη γλώσσα». Αλλά ένα σώμα προ-ιστορικό, που εγκαταλείπει γραμματική και συντακτικό για να ξαναβρεί την αλήθεια της άναρθρης κραυγής. Η τελική σκηνή, έξοχη, είναι η ιδανική κατακλείδα μιας, εν συνόλω, εξαιρετικής ερμηνείας τόσο από τον σκηνοθέτη όσο και από τον νεαρό ηθοποιό.
Ματίνα Καλτάκη, LIFO-24/04/2013
Ήρθα στα ίσια μου νωρίς το επόμενο βράδυ, με την ενδιαφέρουσα σκηνική απόδοση του Ιnsenso του Δημητριάδη από τον Δαμιανό Κωνσταντινίδη στο θέατρο Πορεία. Ο σκηνοθέτης της ομάδας Angelus Novus (από τη Θεσσαλονίκη) ανέθεσε τον φλεγόμενο μονόλογο στον Αναστάση-Δημήτρη Ροϊλό, έναν νέο ηθοποιό του οποίου η πληρότητα της ερμηνείας (ως συνολική σκηνική παρουσία) εντυπωσιάζει. Tο ότι η Λίβια Σερπιέρι ερμηνεύεται από έναν (όμορφο) άνδρα φωτίζει σημεία του έργου που παρέμειναν αφανή στις άλλες δύο σκηνικές αναγνώσεις του έργου που είδαμε πέρσι, του Εμμανουήλ Κουτσουρέλη και του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που αγαπώ το θέατρο του Δημητριάδη: τα έργα του είναι ανοιχτά σε διαφορετικές αναγνώσεις – είναι κείμενα που αγαπούν οι σκηνοθέτες γιατί επιβεβαιώνουν την έξοχη διατύπωση του Όσκαρ Γουάιλντ: «Αν το έργο ενός ανθρώπου είναι ευκολονόητο, η ερμηνεία είναι περιττή» (Ο κριτικός ως δημιουργός, εκδ. Στιγμή, 1984). Πηγή: www.lifo.gr