Η Φόνισσα
ΟΜΑΔΑ ANGELUS NOVUS - ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΚΟΙΤΩΝΕΣ, ΠΡΩΗΝ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΚΟΔΡΑ -ΒΡΑΧΟΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ, ΝΩΠΗΓΕΙΑ ΧΑΝΙΩΝ - ΑΘΗΝΑ, ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΗΡΑ ΚΑΙ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ - 2006
Συντελεστές
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Διασκευή / Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά / Κοστούμια: Απόστολος Αποστολίδης
Ηχητική επεξεργασία: Γιώργος Βασικαρίδης
Κινησιολογία: Έφη Δρόσου
Φωτισμοί : Στράτος Κουτράκης
Διανομή:
Μάριος Μεβουλιώτης, Σωτήρης Ταχτσόγλου, Μιχάλης Φωτόπουλος
Το Έργο
ΤΟ ΕΡΓΟ
Στην Φόνισσα, μέσα από το πορτραίτο και τη ζωή της κατά συρροήν παιδοκτόνου Χαδούλας της Φραγκογιαννούς, ανιχνεύονται τα όρια και η φύση του κακού. Η απόλυτα κατακριτέα πράξη, ο φόνος των μικρών κοριτσιών, αντιστοιχεί στο ταραγμένο μυαλό της ηρωίδας, με λύτρωση από τις δυστυχίες και τα βάσανα του κόσμου. Η λογική της αναποδογυρίζει, με θανάσιμα αποτελέσματα, την κοινή λογική και μεταβάλλει το αρνητικό σε θετικό και τανάπαλιν («όλα είναι άλλα εξ άλλων»), προβάλλοντας έτσι την -τουλάχιστον- διττή φύση των πραγμάτων. Η Φραγκογιαννού κινείται διαρκώς ανάμεσα στο καλό και το κακό, στην αμαρτία και την αθωότητα, στη συνείδηση και τη μη-συνείδηση, κι έτσι πεθαίνει : «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.», λογοδοτώντας εντέλει μόνο στο δικαστήριο της ψυχής της.
Η Διασκευή
Η ΔΙΑΣΚΕΥΗ
Η διασκευή, ή πιο σωστά : η συρραφή που προτείνουμε, παρακολουθεί τα γεγονότα με την σειρά που εκτίθενται στη Φόνισσα. Μια που η φύση της θεατρικής παράστασης με τους χρονικούς περιορισμούς της μας υποχρεώνει να επιλέξουμε, πήραμε την απόφαση να μην καθυστερήσουμε πολύ, παρά την σημαντικότητά τους, στις ιστορίες των δευτερευόντων προσώπων (της μητέρας της Φραγκογιαννούς, του Μούρτου, της Αμέρσας, της Μαρουσώς…), να περιορίσουμε, παρά την αδιαμφισβήτητη ομορφιά τους και την λειτουργικότητά τους, τις εκτενείς περιγραφές και να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας σχεδόν αποκλειστικά στην Φραγκογιαννού, στην ταραχή του νου και της συνείδησής της, στην πορεία της προς το έγκλημα κι από κει στον δικό της θάνατο (αυτοκτονία;).
Διατηρήσαμε αυτούσια την παπαδιαμαντική γλώσσα, αυτό το κράμα καθαρεύουσας, εκκλησιαστικής γλώσσας, δημοτικής, διαλέκτων και ιδιολέκτων, θέλοντας μαζί με την εξαιρετική ιστορία να διασώσουμε και το τόσο ιδιαίτερο ύφος του σκιαθίτη συγγραφέα, αυτό που ανάγει τον πεζό λόγο του σε ποίηση υψηλή. Πιστεύουμε ότι παρά την δυσκολία της, παρά τις όποιες άγνωστες λέξεις, η γλώσσα του παραμένει ακόμη κατανοητή, και ότι αρκεί να προφερθεί για να φανεί πόσο ζωντανή είναι, πόσο κοντά βρίσκεται στο πράγμα που προσπαθεί να ανακαλέσει, και πόσο αποφασιστικά συμβάλλει στην δημιουργία της μαγείας που αποπνέει το έργο του και της συγκίνησης που μεταδίδει.
Σκηνοθετικές επιλογές
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ
- Ο σκηνικός κόσμος. Ο κόσμος της Φόνισσας. Χώμα, πέτρες, νερό. Νερό κυρίως. Νερό πραγματικό και νερό μεταφορικό. Θαλασσινό νερό που σφίγγει τον μικρό τόπο της θεια-Χαδούλας, της Φράγκισσας. Τα κύματα των αναμνήσεων που πριν τον πρώτο φόνο την κατακλύΖουν. Τα κύματα της παλίρροιας στο τέλος. Νερό αγιασμένο. Το νερό του Ιορδάνη όπου ο Ιωάννης βαπτίζει, στην μισοσβησμένη τοιχογραφία του Άι-Γιάννη του Κρυφού, τον Χριστό. Νερό καθαρτήριο. Ή νερό της πλύσης. Νερό των πηγών, που ψάχνει στη φυγή της για να σβήσει τη δίψα της, ή ρέματα που ακολουθεί για να φτάσει σε μέρη άβατα, μυστικά, και να γλυτώσει από τους διώκτες της. Νερό της ζωής. Νερό του θανάτου. Πηγάδια όπου πνίγονται τα μικρά κοράσια. Νερό των τύψεων. Η στέρνα του διπλού φόνου που θα γίνει η στέρνα του εφιάλτη της, και τα στέρνα της, που μέσα τους αντηχεί το κλάμα των μικρών θυμάτων της, των αδικοχαμένων. Νερό που, στα στερνά της, την φέρνει πίσω, στα μέρη της παιδικής της ηλικίας, νερό της επιστροφής. Νερό που θα την σκεπάσει την στιγμή που αντικρίζει το στέρφο μποστάνι, το προικιό της. Νερό του τέλους και νερό της αρχής. Σάβανο και πάνα. Τάφος και μήτρα. Το πνίξιμο και το χάδι. Κακό και ευεργετικό νερό.
- Τρεις άντρες ηθοποιοί μοιράζονται, πέρα από την αφήγηση, όλους τους ρόλους του έργου, αντρικούς και γυναικείους. Σίγουρα, θα μπορούσε κανείς να δει σ’ αυτή την επιλογή της σκηνοθεσίας την ανάμνηση ή την νοσταλγία ενός θεάτρου συμβάσεων, καθώς και την διάθεση για μια κάποια αποστασιοποίηση. Όντως, μια τέτοια πρόθεση δεν μου είναι ξένη. Άλλωστε, συχνά, στον Παπαδιαμάντη, ακούω να αντηχεί κάτι από αρχαία τραγωδία, όπως εκείνο το ευριπίδειο λάιτ μοτίφ : «του ζην δε λυπρώς κρείσσον εστι κατθανείν». Διόλου απίθανο, λοιπόν, να θέλω να δείξω αυτή την συγγένεια καταφεύγοντας σε ανάλογους παραστασιακούς τρόπους.
Ωστόσο, έχω την αίσθηση πως, με την επιλογή αυτή, αναδεικνύεται καλύτερα η διπλή φύση των γυναικείων προσώπων της Φόνισσας, που είναι ως επί το πλείστον, με προεξάρχουσα την ίδια την Φραγκογιαννού, αντρογυναίκες. Αναδεικνύεται όμως έτσι καλύτερα και η φύση των αντρικών προσώπων τα οποία, μέσα στο γενικό πνεύμα της αντιστροφής αξιών που διέπει το έργο αυτό, δεν ανταποκρίνονται εντελώς στα αντρικά πρότυπα. Παράλληλα, επιτυγχάνεται μια αναλογία με την αφετηριακή κατάσταση του έργου: ένας άντρας συγγραφέας γράφει για μια γυναικεία υπόθεση – άντρες ηθοποιοί παίζουν μια ιστορία γυναικών. Η αφήγηση, τέλος, είναι εκεί για να νομιμοποιήσει την όποια επιλογή μας ως προς την διανομή. Η βασική συνθήκη είναι η συνθήκη του αφηγητή, και αφηγητής μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. - Το παίξιμο. Οι ηθοποιοί ανάμεσα στον εαυτό τους και τον φανταστικό άλλο. Ανάμεσα στην αφήγηση και τον ρόλο, ή τους ρόλους. Πηγαίνοντας από το ένα στο άλλο. Διαχωρίζοντας το ένα από το άλλο. Όχι πάντα όμως. Η αφήγηση στην Φόνισσα έχει την ιδιαιτερότητα να καταργεί συχνά τα όρια ανάμεσα σ’ έναν αντικειμενικό παρατηρητή και το δρων πρόσωπο. Φαίνεται να είναι, σε πολλά σημεία, προέκταση των σκέψεων της κεντρικής ηρωίδας, πράγμα που συμβάλλει στο να δημιουργηθεί η εντύπωση μιας ταύτισης απόψεων, της Φραγκογιαννούς και του αφηγητή, και κατ’ επέκταση του Παπαδιαμάντη του ίδιου. Έτσι, στην παράσταση, η αφήγηση αντιμετωπίζεται με τρεις τρόπους: α) ως αφήγηση αντικειμενική (περιγραφή της φύσης, του καιρού, κλπ.), β) ως δραματικός μονόλογος της Φραγκογιαννούς, και γ) ως ταύτιση σκέψεων του δραματικού προσώπου και του αφηγητή. Ως κατανόηση και ως τρυφερότητα.
Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Κριτικές
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Κριτική της Ζωής Βερβεροπούλου: «Η φωνή της γραφής», ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 10/04/2006
(…) Ο σκηνοθέτης της παράστασης Δαμιανός Κωνσταντινίδης δεν δραματοποιεί ακριβώς την ιστορία της Φραγκογιαννούς, (…) αλλά τη σωματοποιεί μάλλον και τη μετατρέπει σε ατμοσφαιρικό, συλλογικό ακρόαμα, που εκκολάπτει έμμονες σκηνικές εικόνες. Η δράση, αντί να αναπαριστά, συμβολίζει και οι τρεις άντρες ηθοποιοί δεν ταυτίζονται με συγκεκριμένους χαρακτήρες. Γλιστρούν μόνο περαστικά από μέσα τους και εναλλάσσονται σε όλους τους ρόλους, μαζί και σε αυτόν του αφηγητή, ένσαρκοι υποδοχείς του λόγου περισσότερο και άφυλα (ή ίσως ανδρόγυνα) αντηχεία της παπαδιαμαντικής γραφής. Η επιλογή αυτή, σε συνδυασμό με τα αντρικά και γυναικεία στοιχεία στα κοστούμια των ηθοποιών (Απόστολος Αποστολίδης), σηματοδοτεί με ορατά σχήματα την κοινωνική παθολογία που λανθάνει πίσω από το ηθογραφικό πρόσχημα της «Φόνισσας» και αρθρώνεται ως προβληματική του φύλου και των τρόπων με τους οποίους αυτό προσδιορίζει το άτομο και τη μοίρα του.
Παράλληλα, πίσω από το διεισδυτικό πορτραίτο του διαταραγμένου ψυχισμού που σκιαγραφεί ο Παπαδιαμάντης, αναγνωρίζει η σκηνοθεσία τη σκοτεινή ευγένεια του αποτρόπαιου, με άλλα λόγια, τη βαθύτατα τραγική διάσταση του κειμένου. Δεν την εικονοποιεί ωστόσο απλουστευτικά, αλλά την υποβάλλει, υποθάλποντας, με την αρωγή των φωτισμών που παίζουν με τις σκιές (Στράτος Κουτράκης) και της καίριας μουσικής υπόκρουσης (επιμέλεια: Γιώργος Βασικαρίδης), ένα είδος χαμηλόφωνου, χθόνιου δέους. Όπως στην τραγωδία έτσι και εδώ, το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με το κοινωνικό σύνολο, ενώ η ύβρις ταυτίζεται με τη χριστιανική αμαρτία. (…) Ο λόγος ασθμαίνει, κινείται και καθώς ρέει από σώμα σε σώμα, σε μια αναπόδραστη περιδίνηση γύρω από την πολυσημική στέρνα του σκηνικού, η παράσταση εκτυλίσσεται ως τελετή ή ως αντίστροφη κοσμογονία, με τα θύματα, αλλά και την ίδια τη Φραγκογιαννού στο τέλος, να επιστρέφουν στη μη-ύπαρξη. (…) Το νερό, με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο ανάγεται σε κομβικό δεδομένο της σκηνοθεσίας, παραπέμποντας έτσι στις καταγωγικές πηγές του παπαδιαμαντικού φαντασιακού. (…) Γραφή και φωνή, λόγος και όψη, διαρκές και εφήμερο σε αποτελεσματική σύμπραξη.»
Γιώργος Χρονάς, (άτιτλο), ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Νο 134, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2006
«Στην μαγευτική αυλή του θεάτρου Κρατήρας (…), είδα στις αρχές Σεπτεμβρίου μια αριστουργηματική παράσταση της Φόνισσας του Αλ. Παπαδιαμάντη (…)»