Η Θυσία του Αβραάμ

ΟΜΑΔΑ ANGELUS NOVUS - ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2018
Συντελεστές

Συντελεστές:

Συγγραφέας: Ανώνυμος (Βιτσέντζος Κορνάρος;)
Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά – Κοστούμια: Αντώνης Δαγκλίδης
Μουσική: Κωστής Βοζίκης
Κίνηση: Ίρις Νικολάου
Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Mακιγιάζ: Μελίνα Γλαντζή
Βοηθός σκηνοθέτη: Στεργιάνα Τζέγκα
Βοηθός σκηνογράφου: Αμαλία Θεοδωροπούλου

Παίζουν: (με σειρά εμφάνισης)

Μιχαήλ Afolayan: Άγγελος
Ιωσήφ Ιωσηφίδης: Αβραάμ
Δέσποινα Σαραφείδου: Σάρρα
Στεργιάνα Τζέγκα: Ταμάρ
Τάσος Τσούκαλης-Δημητριάδης: Σιμπάν
Δημήτρης Φουρλής: Ισαάκ

Σημειώσεις για το έργο και την παράσταση

Α. Γενικά

  • Η Θυσία του Αβραάμ δραματοποιεί το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης [Γένεσις ΚΒ΄], όπου ο Αβραάμ δέχεται την εντολή από τον Θεό να θυσιάσει τον γιο του Ισαάκ, θυσία που αναιρείται τελευταία στιγμή με θεϊκή παρέμβαση. Το έργο αυτό της Κρητικής Αναγέννησης [17ος αι.] αποδίδεται από ορισμένους στον Βιτσέντζο Κορνάρο, ανεβαίνει σπάνια και συνήθως αντιμετωπίζεται ως βιβλικό «μυστήριο», ή τελετουργικό δρώμενο. Πρόκειται ωστόσο για κανονικό θεατρικό κείμενο, υπόδειγμα λαϊκής τέχνης και ποίησης, που απηχεί ένα βαθειά ανθρώπινο δράμα, συγκινητικό και άμεσο. Οι χαρακτήρες του, με την ειλικρινή έκφραση του πόνου τους και της απορίας τους μπροστά στην επικείμενη απώλεια του παιδιού τους, με την εσωτερική τους πάλη για να αποδεχθούν τη θυσία που τους ζητάει ο Θεός, παραπέμπουν σε αληθινούς ανθρώπους και όχι σε εγκεφαλικά κατασκευάσματα.
  • Η Θυσία, λόγω των δραματουργικών, ιδεολογικών και σκηνικών προβλημάτων που θέτει, [απότομες αλλαγές χώρου, κρητικό ιδίωμα, έμμετρο κείμενο ανοιχτό σε θεολογικές, φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, ψυχαναλυτικές αναγνώσεις…], προσφέρει τη δυνατότητα για πολλαπλή έρευνα, τόσο στο θεωρητικό επίπεδο όσο και στη δουλειά με τους ηθοποιούς πάνω στην εκφορά του λόγου, στην κίνηση και τη γενικότερη διαχείριση των εκφραστικών τους μέσων και του συναισθήματος.
  • Κεντρικό θέμα της παράστασης: «η θρησκευτική πίστη ως ένα άλμα στο παράλογο» [Κίρκεγκωρ]


Β. Πρώτες σκέψεις και σημειώσεις για τη σκηνοθεσία

  1. Σκέφτομαι ότι δεν φτάνω τυχαία στη Θυσία του Αβραάμ… Αυτό το θέμα: η θυσία ενός παιδιού ή η απώλεια ενός παιδιού ή ένα παιδί σε κίνδυνο είναι ένα από τα βασικά θέματα σε πολλές παραστάσεις μου: στο Κοινό του Λόρκα που ήταν η πρώτη μου σκηνοθεσία, τη Φαύστα του Μποστ, το Μαύρο Παραμύθι του Χάινερ Μύλλερ, στο Είστε όλοι σας καθάρματα του Ροντρίγκο Γκαρσία, στον Θάνατο του Τενταζίλ του Μαίτερλινκ, τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τα Παραβάν του Ζενέ…
  2. Νιώθω μεγάλη συγκίνηση διαβάζοντας αυτό το έργο της κρητικής αναγέννησης, που μερικοί αποδίδουν στον Βιτσέντζο Κορνάρο, στηριζόμενοι σε υφολογικές και λεξιλογικές ομοιότητες με τον Ερωτόκριτο. Αυτή η συγκίνηση, ξέρω πολύ καλά ότι προέρχεται από το καθαρά ανθρώπινο υπόβαθρο των προσώπων του έργου, από τον εσωτερικό σπαραγμό τους. Πράγμα που δεν συμβαίνει στο Lo Isach του Ιταλού Λουίτζι Γκρότο που χρησίμευσε ως πρότυπο στον ποιητή της Θυσίας κι όπου πρόσωπα και καταστάσεις ηχούν συχνά ψεύτικα.
  3. Η ουσιαστική δράση, αν εξαιρέσουμε υποτυπώδεις εξωτερικές κινήσεις [ξύπνημα, ντύσιμο, πορεία προς το όρος, επιστροφή στο σπίτι], είναι εσωτερική, λαμβάνει χώρα εντός των προσώπων. Παρακολουθούμε στην πραγματικότητα την ψυχολογική εξέλιξή τους, από την έκπληξη και τον σπαραγμό στην πλήρη αποδοχή του αναπόφευκτου. Και δεν πρόκειται για μια απλή αποδοχή που κρύβει μέσα της πίκρα: δεν είναι τυχαία η συχνή επανάληψη στο έργο του επιρρήματος «προθυμερά», με προθυμία δλδ., ούτε και οι εξής δύο στίχοι που λέγονται από τον Αβραάμ λίγο πριν από το τέλος του έργου: «Κι ό,τι του δώσεις του Θεού, να ‘ναι από καρδιάς σου / την όρεξή σου συντηρά, όχι το χάρισμά σου». Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο τα πρόσωπα πρέπει να δεχτούν να γίνει η θυσία, αλλά επιπλέον να την κάνουν με προθυμία και χαρά. Σ’ αυτό το στάδιο υπέρτατης προσφοράς καλούνται να φτάσουν.
  4. Είναι μια πρόκληση και οι προκλήσεις κάνουν πιο ερεθιστική τη δουλειά μας- να ανεβάζεις ένα ποιητικό κείμενο, με ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο, με γλωσσικές ιδιορρυθμίες λόγω της κρητικής διαλέκτου στην οποία είναι γραμμένο, καθώς και με αρκετές σκηνικές δυσκολίες, όπως π.χ. οι απότομες και συχνές αλλαγές χώρου, οι είσοδοι και οι έξοδοι κάποιων προσώπων [Άγγελος – υπηρέτες]… Πώς αποφεύγεται η μονοτονία στην εκφορά αυτών των στίχων όπου οι τομές γίνονται σχεδόν πάντα στο ίδιο σημείο, όπου οι διασκελισμοί είναι ελάχιστοι και όπου το νόημα ολοκληρώνεται συνήθως σε έναν ή σε δύο το πολύ στίχους; Πώς επιτυγχάνεται η ειλικρίνεια μέσα στη σύμβαση, η απλότητα, και η αποφυγή του στόμφου ή του κακού μελοδράματος;
  5. Το έργο σε όλα τα προηγούμενα ανεβάσματά του, έχει παιχτεί απ’ όσο γνωρίζω με βιβλικές αμφιέσεις, κοστούμια και περούκες, αλλά νομίζω πως μια τέτοια λύση είναι προφανής και πλέον εξαντλημένη. Σε μας η όψη θα είναι σύγχρονη και όσο γίνεται πιο απλή. Άλλωστε, αν παρατηρήσουμε καλά, ο ποιητής της Θυσίας δεν επιδιώκει καμιά ιστορική αναπαράσταση, αντιθέτως εκσυγχρονίζει κι αυτός, μεταφέρει στον χρόνο του και την κοινωνία του μια παλιά ιστορία… Όπως και οι ζωγράφοι της Αναγέννησης όταν είχαν να αποδώσουν σκηνές από τη Βίβλο ή από την αρχαιότητα.
  6. Ένας εφιάλτης. Που μοιράζονται από κοινού ο Αβραάμ, η Σάρρα, ο Ισαάκ. Μέχρι τη στιγμή που ο πατέρας σηκώνει το μαχαίρι για να σκοτώσει τον γιο. Για μένα η θυσία του Ισαάκ, ακόμη κι αν τελευταία στιγμή απετράπη με θεϊκή παρέμβαση, συνετελέσθη κατά κάποιον τρόπο. Έγινε, ακόμη κι αν δεν έγινε τω όντι. Γιατί έγινε μέσα στο μυαλό των πρωταγωνιστών του δράματος. Γιατί πίστεψαν ότι θα γίνει και δέχτηκαν να την κάνουν. Γιατί μετά από αυτό δεν μπορούν να είναι ποτέ πια εντελώς οι ίδιοι. Έτσι, ξέρω από τώρα ότι η παράσταση θα σταματάει σ’ αυτό το σημείο, κι ότι από εκεί και πέρα δεν μπορεί να συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο. Σκέφτομαι ότι, μετά, οι ηθοποιοί θα μπορούσαν να κάθονται σε ένα τραπέζι, όπως κάνουμε στις πρώτες αναγνώσεις ενός έργου και να διαβάζουν ή να μισολέν απ’ έξω το χαρούμενο τέλος, ότι ταυτόχρονα μπορεί να επικρατεί μια καλή διάθεση, μια χαλαρή ατμόσφαιρα, να πίνουν και να τρων, να καπνίζουν, να μιλάν σιγανά μεταξύ τους, να γελάν, μια επιστροφή, δλδ, σε κάτι πιο καθημερινό…. Όπως μετά από ένα κακό όνειρο.

Δ. Κ.

avraam1

Για τον ομοιοκατάληκτο στίχο (απόσπασμα από συνέντευξη)

– Πώς αντιμετωπίσατε την ιδιαιτερότητα της γλώσσας στην παράστασή σας; Πως δουλέψατε;

Την αντιμετώπισα ως ένα στοιχείο θεατρικότητας. Η κρητική διάλεκτος στην οποία είναι γραμμένο το έργο, παρά τις εξομαλύνσεις που δέχτηκε από τους διαδοχικούς αντιγραφείς και εκδότες, και παρόλο που είναι κατανοητή σε γενικές γραμμές, δεν μας είναι ωστόσο εντελώς οικεία. Το άκουσμά της, με τις άγνωστες λέξεις που περιλαμβάνει και τους ιδιωματισμούς, δημιουργεί ένα παραξένισμα που, κατά τη γνώμη μου, ενεργοποιεί και εντείνει την προσοχή των θεατών αλλά και των ηθοποιών που την προφέρουν. Επομένως, λειτουργεί, τελικά, προς όφελος της παράστασης. Βέβαια, -κι αυτή είναι η διόλου εύκολη δουλειά των ηθοποιών-, πρέπει να εννοούν απολύτως όσα λένε, και να τα λένε χωρίς να τα αναλύουν τη στιγμή που τα λένε, χωρίς να προσπαθούν να τα καταλάβουν εκείνη τη στιγμή, αλλά σα να είναι, κατά κάποιον τρόπο, η μητρική τους γλώσσα. Σ’ αυτή τη γλωσσική δυσκολία προστίθενται κι εκείνες του έμμετρου, ομοιοκατάληκτου λόγου, οι σκόπιμες επαναλήψεις ίδιων ή παρόμοιων στίχων, ένας ρυθμός πανομοιότυπος σχεδόν, χωρίς πολλές εναλλαγές και ποικιλία. Πολύ γρήγορα διαπιστώσαμε ότι οποιαδήποτε ολιγωρία μας μπορούσε εύκολα να μας οδηγήσει σε μια εκφορά κενή περιεχομένου κι ότι έπρεπε να καταβάλουμε μεγάλη προσπάθεια για να αποφύγουμε την μονοτονία, -αλλά και την παρωδία γιατί εκεί μας οδηγεί σήμερα ο δεκαπεντασύλλαβος-, για να καταφέρουμε να αναδείξουμε την ποίηση του έργου και τον εσωτερικό σπαραγμό των προσώπων, χωρίς στόμφο και χωρίς περιττούς θεατρινισμούς. Αυτό απαιτούσε και απαιτεί –γιατί τα πάντα πρέπει κάθε φορά να κατακτώνται εκ νέου επί σκηνής- ένα συνεχή αγώνα από τον ηθοποιό, την αδιάλειπτη εγρήγορσή του, ώστε να μην κατρακυλήσει στην απαγγελία, να μην παρασυρθεί από τη δύναμη του ιαμβικού μέτρου, αλλά ούτε και από το συναίσθημα που οφείλει βεβαίως να το εκφράσει αλλά χωρίς να υποδουλωθεί αυτάρεσκα σ’ αυτό.

Δ. Κ.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Γιώργος Σαμπατακάκης, “Ευφυής σκηνική πλεκτάνη”, Πηγή, 16/04/2018

 

(…) Παρακολουθώ τη δουλειά του Δαμιανού Κωνσταντινίδη εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν απ’ όταν ο σκηνοθέτης επέστρεψε από τις σπουδές του στη Γαλλία κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο Κωνσταντινίδης είναι ένας σεμνός καλλιτέχνης και Δάσκαλος ηθοποιών, που δουλεύει ασκητικά με την ομάδα του, πειραματιζόμενος πάνω στα έργα κατ’ ουσίαν και χωρίς ίχνος επιρρέπειας προς τη «μοντερνιά» και το «δήθεν». Η σκηνική του γραφή διαθέτει ιδιότυπη καθαρότητα, και αυτό που φαίνεται πως τον απασχολεί περισσότερο τα τελευταία χρόνια δεν είναι απλώς το ζήτημα της σκηνικής παρουσίας του Ηθοποιού, αλλά το ζήτημα της Ύπαρξης και της Μετάλλαξης του Ηθοποιού επί σκηνής.
Για παράδειγμα, σε όλες τις παραστάσεις που χρησιμοποίησε μόνο άνδρες ηθοποιούς, ο σκηνοθέτης δούλεψε για χρόνια το ζήτημα της διάβασης σε μια άλλη σκηνική και έμφυλη ύπαρξη, κρατώντας υποκριτικά ακέραιο το «φυσικό» σώμα του ηθοποιού χωρίς πραγματική παρενδυσία ή camp ποιότητες (π.χ. Ηρακλείδες, 2008, και Όπως σας αρέσει, 2009). Και πιο πρόσφατα, η ειρωνική μετάλλαξη της όψεως του ηθοποιού έγινε τέχνασμα για την περαιτέρω ανάδειξη του πολιτικού «συγκειμένου» ενός έργου (όπως στα Παραβάν του Φεστιβάλ Αθηνών 2016). Αυτό, όμως, που χαρακτηρίζει κατά τη γνώμη μου το έργο του Κωνσταντινίδη είναι μια καλλιτεχνική ευαισθησία παλαιάς κοπής και συχνότατα αυτή η δηλητηριώδης ειρωνεία που στοχεύει στη διάλυση όλων των αισθητικών αυταπατών. (…)

Ο σκηνοθέτης, θεωρώντας τη θυσία του Ισαάκ συντελεσμένη, χρησιμοποίησε το έργο σαν μαρτυρία για το παράδοξο της πίστεως. Με τον Αβραάμ (Ι. Ιωσηφίδη) να ενσαρκώνει έμπρακτα την υστερική τυφλότητα του λειτουργού κάθε πίστεως που αντιστρατεύεται τη ζωή, ο Κωνσταντινίδης έστησε μια ευφυή σκηνική πλεκτάνη.
Το πρώτο μέρος της παράστασης ήταν σκηνοθετημένο σαν θολό όνειρο κατά το οποίο οι ήρωες αναπαριστούσαν συγκλονισμένοι τη μυθική πραγματεία τους, υιοθετώντας το υπερ-δραματικό ύφος μιας ψυχολογικής τραγωδίας που ακινητοποιεί τα πρόσωπα σε βαθιά υπαρξιακή οδύνη. Ιδιαίτερα η Σάρρα της Δ. Σαραφείδου έλαμψε ψυχογραφικά στον εσωτερικό θρήνο της Μητέρας που αδυνατεί να κατανοήσει τη Βούληση του Θεού. Επιπλέον, όλα τα πρόσωπα κινούνταν σαν φαντάσματα της Ύπαρξης με γλιστρήματα των ποδιών που παρέπεμπαν στην ομορφιά της ευθραυστότητας της ζωής, όπως αυτή αποδίδεται στο ιαπωνικό Θέατρο Νο. Χαρακτηριστικότερα, ο ψυχή τε και σώματι χλωμός Ισαάκ του Δ. Φουρλή ανέδιδε πραγματικά την εικόνα φάσματος μέσα στην συγκλονιστική νεκρική αταραξία του. Μετά την αποτροπή της θυσίας, το δεύτερο μέρος της παράστασης στήθηκε σαν μπρεχτικός Μυστικός Δείπνος, για να ανατρέψει όλες τις «πνευματικές» βεβαιότητες και διδαχές του πρώτου μέρους. Παραταγμένοι κατ’ ενώπιον πίσω από το εορταστικό τραπέζι, οι ηθοποιοί παρέθεταν «εξωτερικά» τις ατάκες τους (αναγγέλλοντας μάλιστα το όνομα του ρόλου που παίζουν) κι έπειτα πάγωναν σε ένα άκαμπτο εικαστικό ταμπλό. Ένας-ένας τότε έβγαιναν από τη «συνθήκη» για να απαγγείλουν αποσπάσματα από το έργο του Σ. Κίρκεγκωρ Φόβος και Τρόμος, το οποίο ανακάλυψαν σε μια Νέα Βίβλο πίσω από τον βράχο της Θυσίας. Ως Νέοι Διαφωτιστές διαγγείλανε την οδύνη και την αγωνία του παράδοξου της πίστεως, καθιστώντας την πράξη του Αβραάμ ακατανόητη από τους ανθρώπους (ειδικότερα ενώπιον της θεϊκής αγάπης). Και με αυτό το εύστροφο διάβημα, ο Κωνσταντινίδης «ειρωνεύτηκε» φιλοσοφικά το Υλικό που επέλεξε να παρουσιάσει, ανατρέποντας το πνευματικό πρόσχημα. της παράστασής του. Εξάλλου, ο αδυσώπητος και σκληρά σωματικός Μαύρος Άγγελος του Μ. Afolayan προοικονομούσε και ενσάρκωνε εξαρχής αυτήν της ανατροπή. (…)

 

Γρηγόρης Ιωαννίδης, “Η υπαρξιακή αυτοθυσία του θυσιαστή”, Πηγή, 21.05.2018


(…) η «Θυσία» ανεβαίνει σπάνια στο θέατρό μας -κυρίως γιατί, όπως υποψιάζομαι, τα διάφορα σκηνικά ζητήματα και το ειδικό της βάρος, το θέμα της και η κάποια φιλολογική σκουριά δυσκολεύουν την τακτική εμφάνισή της στο ρεπερτόριο των θιάσων μας. Είναι ευτύχημα ότι την επιχειρεί τώρα ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, με την ευαισθησία καλλιτέχνη και τη ματιά ερευνητή, και μάλιστα από πρωτότυπη θέση προσέγγισης: Καθώς φαίνεται, πίσω από το κείμενο ο σκηνοθέτης θέλει να συλλάβει και να αποδώσει τον θεολογικό πυρήνα του. Να δει δηλαδή τη «Θυσία» σαν κάτι περισσότερο από θαυμαστό πετράδι της νεοελληνικής βιβλιοθήκης, σαν ένα αληθινά δραματικό κείμενο. Γεγονός που απαιτεί, εκτός από διάφορα σκηνικά εφευρήματα, ακόμη την έρευνα του στοιχείου εκείνου που από τον πυρήνα φλογίζει τον παλιό αλλά και τωρινό θεατή του. Με αυτόν τον τρόπο η «Θυσία» δίνει στον «Σταθμό» τη βάση για μια γενικότερη συζήτηση γύρω από την πίστη και τη δύναμή της, συζήτηση στην οποία συμμετέχει ενεργά εκτός του έμμετρου δράματος (έχουμε καλούς λόγους να ταυτίζουμε τον ποιητή του με τον συγγραφέα του «Ερωτόκριτου», τον Βιτσέντζο Κορνάρο) και ο πιο απαιτητικός ίσως εισηγητής της τρομακτικής παρουσίας του Θεού: ο φιλόσοφος του υπαρξισμού, Δανός συγγραφέας Σέρεν Κίρκεγκορ.
(…) Στα μάτια όλων το μαχαίρι έχει ήδη πέσει και η θυσία ετέλεψε. Ο Αβραάμ είναι πια για τον καθένα «εκείνος που έφτασε εκεί». Κι ο Θεός; Αν ο Θεός, όπως λέει ο Αγγελος, «γνώρισε» με την πράξη τον δούλο Του, μοιάζει με θεό που περιμένει να δει σαν άλλος θεατής το πού μπορεί να φτάσει ο ήρωάς Του… Προτιμάμε ίσως στη θέση του έναν άλλον, που ξέρει από πριν τον δούλο Του και το ότι αυτός θα μεταφέρει σε όλους μας το παράδειγμα και το πρότυπο της απόλυτης αφοσίωσης. Ναι, αλλά τότε το όλον δεν μοιάζει παρά με παράσταση, με μπόλικο αν και κάπως φτηνό σασπένς… Με αυτά τα ερωτήματα παρουσιάζεται η «Θυσία» στο Θέατρο Σταθμός. Είναι μια καλοφτιαγμένη πρόταση που ζητάει να ξεφύγει από το στενό φιλολογικό πλαίσιο και να αποτελέσει μοχλό συζήτησης για το τι σημαίνει πίστη και απόλυτη παράδοση στον Θεό. Και σαν τέτοια αποδίδεται. (…) Οπως είπαμε, η παράσταση με το δραματουργικά ανοιχτό «τέλος» της αφήνει περιθώριο για «συζήτηση» – για τις σημειώσεις του Κίρκεγκορ και το «θαύμα του Αβραάμ», του ανθρώπου που έδρασε στο όνομα και κατ’ εντολή του Θεού. Με τα λειτουργικά σκηνικά του Αντώνη Δαγκλίδη (υπενθύμιση στη βυζαντινή εικονολογία) και τον μουσικό υπομνηματισμό του Κωστή Βοζίκη, με τις λύσεις κυρίως του ίδιου του σκηνοθέτη, αυτή η «Θυσία» θέλει να φτάσει βαθύτερα από τη γλώσσα και το είδος της, στη ρίζα που γέννησε πιθανόν κάποτε και τα δύο.

 

Λέανδρος Πολενάκης, “Προοπτική της Ανάστασης”, Πηγή, 14 Μαΐου 2018


(…) Η σκηνοθεσία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη με την ομάδα “Angelus Novus”, στο θέατρο “Σταθμός”, χτίζει, σωστά, την παράσταση επάνω στην προοπτική της Ανάστασης: εκ θανάτου προς ζωήν. Πηγαίνει πέρα από τις ρομαντικές προσεγγίσεις και τις αισθητικές αποτιμήσεις, για να βρει το σωστό “κλειδί” στο βαθύ πηγάδι της παράδοσης και στα παράλληλα κείμενα του Δανού υπαρξιστή φιλόσοφου, στοχαστή Σέρεν Κίρκεγκαρντ, μάλιστα στο εκτενές αφήγημά του “Φόβος και τρόμος”, που είναι η ιστορία μιας άλλης θυσίας. Δεν ακολουθεί την υποτυπώδη εξωτερική δράση του έργου αλλά την εσωτερική “ψυχική” διαδρομή των ηρώων του στον δικό τους χωροχρόνο, μέχρι να αντικρύσουν έκθαμβοι το “θαύμα” της επιστροφής από τα σκότη του Άδη της θυσιασμένης ψυχής τους. Πιο ελληνική και πιο οικουμενική συνάμα αναστάσιμη εκδοχή, δεν μπορώ να φανταστώ. Μεταδίδοντας γνήσιο υπερβατικό ρίγος. Με άψογα διδαγμένο τον μουσικό δεκαπεντασύλλαβο, σε ύφος σφύζουσας αλλά αποκαθαρμένης απο κάθε τρέχοντα, συμβατικό ρεαλισμό πραγματικότητας, χωρίς να εκπίπτει σε κοινότοπο συμβολισμό. Με εξαντλητικά δουλεμένους “ρόλους”, να υπηρετούνται από θαυμάσιους ηθοποιούς. (…)

Νεκτάριος-Γιώργος Κωνσταντινίδης, “Le Sacrifice d’Abraham, œuvre anonyme, mise en scène de Damianos Konstantinidis”, Πηγή, 14 avril 2018.

(…) Damianos Konstantinidis crée un spectacle très intéressant, en cela qu’il respecte un langage poétique en vers rimés et sa nature religieuse, tout en proposant une mis en scène contemporaine. Il développe une dialectique entre l’homme et la foi en ce Dieu qui porte plusieurs noms selon les religions. La figure de l’Ange interprété ici par le comédien noir Michel Afolayan, souligne le caractère universel de la divinité et les divers traits du culte. Etre fidèle aux règles parfois strictes d’une religion est souvent une dure épreuve et constitue un modus vivendi qui fait souffrir les gens. Damianos Konstantinidis propose une sorte de méta-texte, et vers la fin du spectacle, les comédiens prononcent les fameuses phrases qui mettent en cause la croyance et les obsessions qu’elle entraîne. (…) Aucun cri, aucune exagération mais des émotions que le spectateur peut facilement ressentir. Ce spectacle provoque, au-delà de la sympathie, la fameuse « purgation des passions » mais aussi un scepticisme envers les personnages tragiques.

 

Ντίνα Καρρά, “Είδαμε την παράσταση «H Θυσία του Αβραάμ» σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη στο θέατρο «Σταθμός»”, Πηγή

(…) Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης πατάει ευλαβικά στο ποιητικό κείμενο με ευαισθησία, ανθρωπιά και μέτρο. Δίνει στον δραματικό μύθο ποιητικό μέγεθος και βαρύτητα, αναδεικνύοντας δωρικά την συγκινησιακή δύναμη, την ποιητική ομορφιά και την μουσικότητα της κρητικής γλώσσας, κλείνοντας το μάτι στο παράδοξο της κάθε μορφής πίστης. Στήνει αρχικά έναν εφιάλτη, όπου τα πρόσωπα προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν το κακό που τους χτύπησε για να ειρωνευτεί στο τέλος το παράδοξο της πίστης. Βγάζει στην επιφάνεια τους λαϊκούς χυμούς της ποίησης του Κορνάρου, προβάλλοντας το δράμα δύο αγαθών ανθρώπων που υποτάσσονται στο παράλογο. Εντυπωσιακή η αρχή του έργου με τον «έγχρωμο» Άγγελο Κυρίου να προστάζει τον πιστό Αβραάμ. Υπέροχο το φινάλε, όπου διακρίνεται μια κόκκινη γραμμή να χωρίζει διαγώνια τον τοίχο του βάθους, μια κόκκινη υποψία ότι η θυσία μπορεί να έγινε πραγματικά. Ευρηματικό σκηνοθετικό τέχνασμα το «χαρούμενο» φινάλε με τα εμβόλιμα αποσπάσματα από το «Φόβος και Τρόμος» του Δανού στοχαστή Søren Kierkegaard, το τέλος γύρω από το χαμηλό τραπέζι, ο γάμος της Κανά ή ένας Μυστικός Δείπνος σαν πίνακας ζωγραφικής, μια άλλη παράσταση, λίγο πριν το τέλος, μια ειρωνική ματιά σε ό,τι προηγήθηκε. Τι σημαίνει «θυσιάζω», αν δε θυσιάζω ό,τι αγαπώ περισσότερο; Η θρησκευτική πίστη είναι ένα άλμα στο παράλογο κι αυτό ζούμε ακριβώς σήμερα, ανά τον κόσμο. (…) Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα αξιόλογο θεατρικό αρχιτεκτόνημα, έναν θεμέλιο λίθο που προστίθεται στην Αθηναϊκή θεατρική κονίστρα και κεντρίζει το ενδιαφέρον του θεατρόφιλου κοινού για την διαχρονικότητα του και την απαράμιλλη ομορφιά του. Συστήνεται ανεπιφύλακτα.

 

Χρύσα Νικολάκη, «Η θυσία του Αβραάμ», Πηγή


(…) Η σκηνοθεσία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη αναδεικνύει το ποιητικό κείμενο, αποδίδοντας το μεγαλείο και το βάθος που αρμόζει στο βιβλικό επεισόδιο της Γενέσεως και στο μνημειώδες έργο του Κορνάρου. (…) Η έναρξη της παράστασης καθηλώνει με την είσοδο του έγχρωμου αγγέλου (…) Ευφυής ιδέα ότι στο δεύτερο μέρος του έργου έχουν ενσωματωθεί αποσπάσματα από τον «Φόβο και Τρόμο» του Κίρκεγκωρ σχετικά με το παράδοξο της πίστης, τα οποία διαβάζουν οι ηθοποιοί, ενώ παράλληλα, «εν χορώ», ψελλίζουν εν είδει προσευχής λόγια από το κείμενο του Κορνάρου, εκφράζοντας τη χαρά τους που το παιδί είναι ακόμα μαζί τους. Είναι σαν να έχει συντελεστεί η θυσία και να την έχουν αποδεχτεί, βιώνοντας τώρα την επιστροφή του Ισαάκ ως Ανάσταση. Είναι εντυπωσιακό ότι η χαρά δηλώνεται με εικόνα που παραπέμπει στην επιστροφή του Υιού ή στον γάμο της Κανά. Η έκπληξη στα πρόσωπα της οικογένειας είναι διάχυτη και όλη η σκηνή είναι μυστηριακά φορτισμένη, προς ενθύμηση του χαρούμενου γεγονότος. Εν κατακλείδι, η «Θυσία του Αβραάμ» είναι μια εξαιρετικά προσεγμένη θεατρική παράσταση, που χαρακτηρίζεται από σκηνοθετική αρτιότητα και ερμηνευτική πληρότητα, σεβόμενη τόσο το αθηναϊκό κοινό, όσο και το πρωτότυπο κείμενο.

 

Λένια Μπαλάτσου, “Παρακολουθήσαμε την παράσταση Η θυσία του Αβραάμ στο θέατρο Σταθμός”, Θεατρο.gr, 16/05/2018


(…) Έμφαση, όπως προανέφερα, δίνεται στην ψυχική κατάσταση των ηρώων (…) δίνουν την αίσθηση της μετάβασης από το ρεαλιστικό στο βαθύτερο, οντολογικό και πιο «υψηλό» και συμβολικό, επίπεδο με αποκορύφωμα τη «μυστική» και πολύ ωραία κατά τη γνώμη μου αποδοσμένη σκηνή της θυσίας, που παίρνει κάποια στιγμή και την μορφή πίνακα, μιας εικόνας χαραγμένης τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό μάτι. Να μην παραλείψουμε και την καλή ερμηνεία από τους ηθοποιούς (…) Αυτό που με ξένισε λίγο είναι η σκηνή του Αγγέλου στην αρχή, ο οποίος εμφανίζεται φοβερός, τρομερός, σε σκούρα χρώματα και δεν κατάλαβα το νόημα πίσω από αυτό, γι’ αυτό και θα ήθελα να ρωτήσω προσωπικά το σκηνοθέτη.(…) Επίσης, στο τέλος του έργου, ο σκηνοθέτης μας οδηγεί σε έναν παράλληλο δρόμο μεταγνώσης και στοχασμού πάνω στο κείμενο με κύριο άξονα την πίστη και την αντίστιξη της με τη λογική (…) Έτσι οι ίδιοι οι ήρωες βγαίνουν εναλλάξ έξω από το ρόλο τους και ενώ «παγώνει» η δραματουργία, αναγιγνώσκουν από ένα απόσπασμα σχετικό με το νόημα του έργου. Γενικά καλή κι ενδιαφέρουσα παράσταση, λίγο κουραστική σε σημεία αλλά που δίνει έμφαση στην απόδοση του κείμενο και τη νοηματοδότησή του, θέτοντας ερωτηματικά στο ίδιο το έργο τη στιγμή που αυτό εκτυλίσσεται. Για θεατές που δεν επαναπαύονται στην πλοκή και τον εντυπωσιασμό.

 

Μαρία Στέλλα Μπινίκου, ” Η Θυσία του Αβραάμ – Μια τελετουργία του νου… στο Θέατρο Σταθμός”, Πηγή, 10/05/2018


Μια σκηνοθετική σύλληψη (σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης) στα όρια μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού, καθώς η σημειολογία της και η αισθητική της ξετυλίγουν αργά το νήμα, δημιουργώντας έκταση και βάθος ακόμη και στις σκιές από τις ανάσες των ηρώων. Κάθε λεπτομέρεια στο Η Θυσία του Αβραάμ, κάθε ήχος, κάθε μικρή απόσταση ανάμεσα στις επιφάνειες γίνεται μέρος του παραστασιακού γίγνεσθαι και του δραματικού είναι. Τα σώματα μοιάζουν να συμπυκνώνονται… Οι κινήσεις τους (κίνηση: Ίρις Νικολάου) βαθιά εσωτερικές, σε χαμηλές ταχύτητες, αποδίδουν σε ποιότητα και ενέργεια τέτοια, που καταλήγει σε ένα καλοδουλεμένο αποτέλεσμα και εικαστικά σύμφωνο με το περιεχόμενο. Μια καλά εκτελεσμένη σύνθεση από ήχους (μουσική: Κωστής Βοζίκης), εικόνες και λόγο, χωρίς περιττά σημεία και αταίριαστα μεταξύ τους στοιχεία. Μια μετρημένη και καλά ζυγισμένη ανάγνωση των προσώπων και της πλοκής που εντείνει εμπνευσμένα τη δραματική ατμόσφαιρα, με σύγχρονη ματιά και επίκαιρη σκέψη. (…) Η Θυσία του Αβραάμ είναι μια παράσταση που αγγίζει την τελετουργία, ως να φτάσει να την αναιρέσει… Μια τελετουργία του νου που μας ταξιδεύει στην Κρήτη του 17ου αιώνα.

 

Γιώργος Κουγιουμτζής, “Η πίστη είναι θαύμα…”, Πηγή, 25/04/2018

(…) Η θεατρική ομάδα «ANGELUS NOVUS» έμεινε πιστή στο πρωτότυπο κείμενο και τήρησε το κρητικό ιδίωμα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, πραγματοποιώντας τρομερό άθλο, αφού απαιτείται όχι μόνον τρομακτική πειθαρχία, αλλά κι εξαιρετικά ευέλικτη υποκριτική δεινότητα ώστε να επιτευχθεί η αληθοφανής απόδοση του εσωτερικού δράματος των πρωταγωνιστών και η κατά το δυνατόν φυσικότερη έκφραση των συναισθημάτων, χωρίς παρέκκλιση, αλλά οριζόμενη από τη διάλεκτο του κειμένου. (…)Αυτή η δοκιμασία, που έμελλε να δώσει στον Αβραάμ την πατριαρχεία ενός έθνους, του απέδωσε και τον χαρακτηρισμό του «βασιλιά της πίστης» από τον εγνωσμένο υπαρξιστή φιλόσοφο Kierkegaard, ο οποίος στο βιβλίο του «Φόβος και Τρόμος» -του οποίου αποσπάσματα απαγγέλθηκαν στο τέλος της παράστασης, εν είδει ηθικού διδάγματος- καταπιάνεται ακριβώς με το ζήτημα της πίστης του Αβραάμ. Υπό το πρίσμα αυτό, η παράσταση υπεκφεύγει της αυστηρά θρησκευτικής βάσης της, υπερβαίνει ακόμη και την ψυχολογική διάσταση που της προσέδωσε ο ποιητής-δημιουργός της, ώστε να ενδυθεί και το μανδύα της φιλοσοφίας. (…)

 

Γνώμες θεατών – [Facebook]


Μάνος Σ. Στεφανίδης, καθηγητής στο ΕΚΠΑ (Τμήμα Θεατρικών Σπουδών), 22 Απριλίου
Χτες, στο θέατρο Σταθμός και την πρεμιέρα της Θυσίας του Αβραάμ. Μιας “χειροποίητης” παράστασης ενορχηστρωμένης από τον θεατράνθρωπο Δαμιανό Κωνσταντινίδη, καθηγητή στο ΑΠΘ. Το κείμενο του Κορνάρου (;) ακούστηκε υποδειγματικά σαν συμφωνία κοντσερτάντε με τις εντυπωσιακές εικόνες του σκηνογράφου Αντώνη Δαγκλίδη να εναλλάσσονται εμπνευσμένα. Θέατρο μαζί και θεατρολογική μελέτη από ηθοποιούς – φιλολόγους με αισθητική και γνώση. Η σκηνοθεσία εξόρισε το εύκολο δράμα για να υποβάλει το μυστήριο του Θαύματος. Οι παρεμβολές των αποσπασμάτων του Κίρκεγκωρ εξασφάλιζαν άψογα την επιδιωκόμενη αποστασιοποίηση. Σίγουρα μια παράσταση που θα απολάμβανε ο Σπύρος Ευαγγελάτος! Ελληνικό θέατρο που δείχνει έναν κοινό, ευρωπαϊκό πολιτισμό.


Γιώργος Χρονάς, συγγραφέας – ποιητής, 16 Απριλίου
Πώς μπορεί ένας σκηνοθέτης -ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης- με λαμπρούς ηθοποιούς να κάνει ένα έργο «Η θυσία του Αβραάμ» να γίνει μοναδικό. […] Έφυγα γοητευμένος. Είχα να το δω από την δεκαετία του 50!!! Σχολές Αυγέρη στην Αγία Σοφία του Πειραιά!! Τώρα ερείπια.

Λένα Αναγνώστου, φιλόλογος – συγγραφέας, 2 Μαΐου
Επανέρχομαι στη Θυσία του Αβραάμ γιατί δε μου φεύγει από το μυαλό. Δε θα μιλήσω κριτικά για την παράσταση, υπάρχουν αξιόλογες κατατοπιστικές κριτικές. Θα μιλήσω από την πλευρά κάποιου ο οποίος, αφού παρακολούθησε με συνέπεια αυτό που αγαπά, το θέατρο εν προκειμένω, για πολλά χρόνια, κάποτε ‘αποφάσισε’ ότι καιρός ήταν να κοιμάται πιο άνετα στο κρεβάτι του παρά στην άβολη καρέκλα σκαμνάκι πολυθρόνα ενός θεάτρου. Θα μιλήσω λοιπόν για την συγκίνηση. Σχεδόν έχει ξεχαστεί αυτή η λέξη και η σημασία της όσον αφορά κάθε μορφή τέχνης γιατί προέχουν άλλα συνήθως, λίγο πολύ γνωστά. Σα να θεωρείται δεδομένη η συγκίνηση ή άλλοτε πάλι κάτι παλιομοδίτικο, πολυφορεμένο και ανάξιο λόγου στην περισπούδαστη εποχή μας.
Μιλώ για κείνην τη συγκίνηση που πρώτα σε λιώνει ψυχικά, γιατί αυτό χρειάζεται, προκειμένου να αποτινάξεις τις βιοτικές μέριμνες και να μπορέσεις μετά να σκεφτείς (κάτι σα μια αντιστροφή πες της σολωμικής ρήσης, «πρέπει πρώτα να συλλάβει ο νους, κι ύστερα η καρδιά να αισθανθεί αυτό που ο νούς συνέλαβε…», γιατί εδώ αφορά τον αναγνώστη –θεατή και όχι το δημιουργό). Προφανώς η συγκίνηση έχει να κάνει με άλλα πάλι, προσωπικά βιώματα και ψυχικές καταστάσεις φορτισμένες ενδεχομένως συγκυριακά, άρα τι να πει κανείς; Πήγαινε να δεις την τάδε παράσταση ή την τάδε ταινία, ν’ ακούσεις την δείνα μουσική και λοιπά, εμένα με συγκλόνισε; Πώς θα συναντηθούν πολλές ή έστω και κάποιες ψυχές σ’ έναν κοινό τόπο;
Γι’ αυτό απλώς εδώ θα πω ό,τι εμένα με συγκίνησε βαθιά κι αν βρεθεί και καμιά άλλη ψυχή να συμπορευτεί με τη δική μου τόσο το καλύτερο. Από την αρχή, μόλις άναψαν τα φώτα και είδα το μαύρο άγγελο (Μιχαήλ Afolayan) μ’ ένα στεφάνι από κόκκινα λουλούδια ν’ ανοίγει κάτι τεράστια γκρίζα φτερά με μεταλλικές λάμψεις, εικόνα που μ’ έστειλε κατευθείαν στο Μεξικό και στην Αφρική με τους μαύρους Χριστούς και τις Παναγίες, να στέκεται πίσω και πάνω από τον Αβραάμ και να του λέει ‘’Ξύπν’ Αβραάμ, ξύπν’ Αβραάμ, γείρου κι απάνω στάσου/ μαντάτο από τους ουρανούς σου φέρνου κι αφουγκράσου’’, κάτι με άρπαξε χωρίς να το καταλάβω και μ’ έβαλε μέσα στα επί της σκηνής τεκταινόμενα. Το κείμενο με συνεπήρε. Μια ποίηση απλή και γεμάτη πηγαίο αίσθημα, πέρα για πέρα ανθρώπινη. ‘’Εκείνη η ευχή οπού ‘δωκες σ’ εμένα και εις τη Σάρρα ,/[…. ] Κι εδά ποια είναι η αφορμή κι ήλλαξες το σκοπό σου;’’ απευθύνει ο δόλιος Αβραάμ (Ιωσήφ Ιωσηφίδης) την ερώτηση στο σιωπηλό Θεό αδυνατώντας να καταλάβει τη φρικτή εντολή. ‘’Όφου μαντάτο, όφου φωνή, όφου καρδιάς λακτάρα,/………/όφου μαχαίρια και σπαθιά που μπήκαν στην καρδιά μου /κι εκάμαν εκατό πληγές μέσα στα σωθικά μου’’ σπαράζει η Σάρρα (Δέσποινα Σαραφείδου), όταν ο Αβραάμ της αναγγέλλει το μαντάτο. Και η αθώα απορία του Ισαάκ (Δημήτρης Φουρλής), που είναι αδύνατον να μη σε ταράξει ως τα βάθη της ψυχής, όταν ρωτά τον Αβραάμ μόλις του ανακοινώνει ότι ο ίδιος πρόκειται να θυσιαστεί: ’’Κατέχει το κι η μάνα μου; είναι με θέλημα τζη;/πώς ήτον και δε μ’ έχωσε στα φύλλα τση καρδιάς τζη;’’ Δεν είχε τύχει να δω τη Θυσία στο θέατρο κι όταν άκουσα το στίχο, άλλο πράγμα να τον διαβάζεις, καρφώθηκε κι έμεινε στο μυαλό μου από προχθές.
Οφείλεται στο σκηνοθέτη και στους ηθοποιούς, στο σκηνογράφο και στο μουσικό, και σε άλλους ίσως που δεν ξέρω, η συγκίνηση αυτή που ένιωσα και κρατά ακόμα. Και είναι πολλές οι σκέψεις που ανακινήθηκαν μετά τη συγκίνηση που μοιραία καταλαγιάζει σιγά σιγά και αφορούν το τρομερό πρόσωπο του συγκεκριμένου Θεού, την εξουσία, το χρέος, την αγάπη σε πολλές της εκφάνσεις, την αθωότητα, την προδοσία, τον φόβο και τη μοναξιά της ψυχής μπροστά σε μια απειλή που την ξεπερνά, εν τέλει το θάνατο.

Όλα αυτά που συνταράζουν τον άνθρωπο του 17ου αι, μπορούν και σήμερα να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Αρκεί μόνο να μπορέσει, ίσως, να μπει στην παράσταση ανυποψίαστος, ει δυνατόν, και ν’ αφεθεί. Διαβάζοντας εκ των υστέρων την εισαγωγή του έργου που έγραψε ο Άγγελος Τερζάκης ξεχώρισα απ’ τα πολλά που μου άρεσαν, τα παρακάτω: ‘’η Θυσία δεν είναι τραγωδία, είναι δράμα, γιατί η λύτρωση είναι προεξοφλημένη, υπερατομική και υπερβατική. Στην τραγωδία ο ήρωας παίζει την έσχατη ύπαρξή του, δίχως ελπίδα ή ενδεχόμενο διαφυγής’’. Και αλλού, «προεξοφλείται όχι η έκβαση αλλά η εγκαρτέρηση. Και η εγκαρτέρηση είναι στάση αντιτραγική». Όμως είναι μια στάση χριστιανική. Ο άνθρωπος ως βροτεία σαρξ, πάει να συντριβεί ενίοτε από ένα βάρος που δεν μπορεί να αντέξει, αλλά η ψυχή που λαχταρά να ξεφύγει από τα ανθρώπινα όρια, τού δίνει τη δύναμη να αντέξει, να εγκαρτερεί. Και ανταμείβεται γι’ αυτό. Γιατί ο Ισαάκ σώθηκε τελικά, όπως και η Ιφιγένεια. Η πίστη και η υπακοή στο Θεό θριάμβευσαν. Για τότε. Αλλά για μας τώρα, οι ομοιότητες σταματούν εδώ. Γιατί η θυσία για μένα τουλάχιστον, στην πραγματικότητα συντελέστηκε. Και η ανάληψη της ευθύνης αυτής βαραίνει πια μόνο τον άνθρωπο. Ο τρομερός Θεός έδειξε και το άλλο του πρόσωπο, το ‘καλό’, αλλά αφήνοντας τον άνθρωπο μόνο του. Κι εδώ παρεισφρέουν, χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί, τα λόγια της μάνας στο Βιζυηνό όταν πάει να εξομολογηθεί το αμάρτημά της στον Πατριάρχη: «Τι να σου πω παιδί μου, ο Πατριάρχης είναι σοφός και άγιος άνθρωπος. Γνωρίζει όλαις ταις βουλαίς και τα θελήματα του Θεού, και συγχωρεί ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου. Μα τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορεί να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!»
Πένυ Φιλακτάκη, θεατρική συγγραφέας, 31 Μαΐου 2018
“Η πίστη είναι ένα θαύμα, όμως κανείς δεν εξαιρείται από αυτό. Γιατί εκείνο στο οποίο ολόκληρη η ανθρώπινη ζωή βρίσκει την ενότητα της, είναι το πάθος, και η πίστη είναι ένα πάθος.” Η Θυσία του Αβραάμ -την τελευταία παράσταση είδα σήμερα στο Θέατρο Σταθμός και χρειάστηκα αρκετά δευτερόλεπτα για να βγω από τον εξαιρετικά δυνατό σκηνικό κόσμο που έχτισε ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης και να μπορέσω να χειροκροτήσω, όπως και να συνειδητοποιήσω ότι η γεύση στα χείλη μου ήταν δάκρυα. Πολύ γνήσιας θεατρικής συγκίνησης. Θερμά συγχαρητήρια στους καταπληκτικούς (ηθοποιούς) που έκαναν έναν ομολογουμένως δύσκολο έμμετρο κείμενο να μην χάσει στιγμή το νόημα και τη δραματική του ένταση και να παρασύρει σαν λόγος σημερινός. Πολλά ευχαριστώ!