Τρικυμία (2η εκδοχή)

ΟΜΑΔΑ ANGELUS NOVUS - ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΚΟΙΤΩΝΕΣ, ΠΡΩΗΝ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΚΟΔΡΑ -
ΠΕΙΡΑΙΑΣ, ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ - ΑΘΗΝΑ, ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΗΣ ΑΣΩΜΑΤΩΝ - 2007
Συντελεστές

Συντελεστές:

Συγγραφέας: Ελένη Μερκενίδου
Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Μουσική: Γιώργος Βασικαρίδης
Σκηνικά : Angelus Novus
Κοστούμια: Μανόλης Κόπτης
Φωτισμοί: Στράτος Κουτράκης

Ερμηνεία: Έφη Δρόσου

Φωνές Off: Ιορδάνης Αϊβάζογλου, Γιώργος Βουζουλίδης, Γιάννης Παλαμιώτης, Δημήτρης Σακατζής, Μιχάλης Φωτόπουλος

ΤΟ ΕΡΓΟ

H ιστορία

Ο Πρόσπερο, δούκας του Μιλάνου, θύμα της συνωμοσίας που εξυφαίνει εναντίον του ο ίδιος ο αδελφός του, χάνει την εξουσία του και καταδικάζεται σε εξορία. Στο νησί όπου έχει βρει καταφύγιο ζει περιστοιχισμένος από τα βιβλία του που του χαρίζουν μαγικές ικανότητες, την κόρη του Μιράντα, τον Κάλιμπαν, ένα ον ανάμεσα στο τέρας και τον άνθρωπο, πρώην κάτοχο του νησιού και νυν δούλο επιφορτισμένο με τις βαριές δουλειές του καθημερινού βίου, και τον Άριελ, ένα πνεύμα που επίσης τον υπηρετεί αλλά που αναλαμβάνει τις λεπτές, «μαγικές», επιχειρήσεις.
Τα χρόνια περνούν. Η τύχη γυρίζει και φέρνει στα νερά του Πρόσπερο τους εχθρούς του, τον σφετεριστή αδελφό του Αντόνιο και τον Αλόνσο, τον βασιλιά της Νάπολης, που τον είχε συνδράμει στα αισχρά του σχέδια. Ο μάγος Πρόσπερο προκαλεί στο πέλαγος τρικυμία και ρίχνει τους εχθρούς του με την ακολουθία τους στο ξερονήσι του. Τους έχει πια στην εξουσία του. Μπορεί να τους κάνει ό,τι θέλει. Αφού σπείρει μέσα τους την απόγνωση και, μέσα από την τρέλα, τους οδηγήσει στην αυτογνωσία, απεκδύεται την μαγική του δύναμη και τους συγχωρεί…

Tο κείμενο της παράστασης

Η Τρικυμία της Ελένης Μερκενίδου, εμπνέεται από το ομώνυμο δράμα του Σαίξπηρ, το χρησιμοποιεί ως μνήμη-μήτρα, ως παιχνίδι στα εξ ων συνετέθη το σπάζει και το επανασυνθέτει αλλιώς. Ο Πρόσπερο, μόνος, θυμάται ή φαντάζεται την τρικυμία. Έγινε άραγε ποτέ; Κι εκείνος υπήρξε ποτέ μάγος; Η σκηνή δεν είναι πια το ξερονήσι όπου τον έριξε η θάλασσα και η προδοσία του αδελφού του. Είναι το μυαλό του το ίδιο. Εχθροί και φίλοι πέφτουν εδώ για να (ξανα)παίξουν το δράμα, τον σφετερισμό, την υποδούλωση, την τρέλα, την μεταμέλεια, την συγγνώμη.
Φαντάσματα φωνών λένε το παλιό κείμενο. Κομμάτια διάσπαρτα, ναυάγια. Μια μνήμη που παλεύει με τα κενά της προσπαθεί να τα συναρμολογήσει. Να τα ξαναζήσει. Παρελθόν; Ή μια βασανιστική επιθυμία εκδίκησης που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ παρά μόνο σε ένα φανταστικό επίπεδο;

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ

  1. Ανεβάζω την Τρικυμία στην εκδοχή της Ελένης για δεύτερη φορά. Η ωραιότητα της γλώσσας, η μεστότητα του λόγου θα είναι πάντα ισχυρά κίνητρα επιστροφής σ’ αυτό το κείμενο. Ωστόσο αν σκέφτομαι πάλι την Τρικυμία φέτος, είναι γιατί περιέχει, ανάμεσα σε τόσα άλλα, δύο ερωτήματα ιδιαιτέρως επίκαιρα, κατά την γνώμη μου, και ενδεχομένως συγγενικά. Το πρώτο: η δύναμη που αποκτάται με την γνώση, μπορεί να εξαφανίσει ή έστω να δαμάσει, -αν δεν αποβεί και η ίδια μια από τις εκφάνσεις του-, ό,τι μέσα στην ανθρώπινη φύση τροφοδοτεί το απάνθρωπο; Και το δεύτερο : μπορούμε όντως να συγχωρήσουμε; Ή για να το πω διαφορετικά : υπάρχει δυνατότητα συγγνώμης στον κόσμο μας μετά την 11η Σεπτεμβρίου, μετά το Ιράκ, μετά την Παλαιστίνη, μετά τον Λίβανο;
    Δεν θέλω, για να προβάλω αυτά τα ερωτήματα και την επικαιρότητά τους, να ταυτίσω εμφανώς το σκηνικό γίγνεσθαι με την σύγχρονή μας πολιτική κατάσταση. Πιστεύω πως μια τέτοια ενέργεια θα εγκλώβιζε το νόημα του έργου, θα το περιόριζε και σίγουρα κάποια στιγμή θα το πρόσβαλε. Μπορεί δηλαδή να διαπιστώνω συγγένειες ανάμεσα σε ένα φανταστικό κατασκεύασμα και μία πραγματικότητα, αλλά δεν διαπιστώνω πουθενά την απόλυτη ταύτισή τους. Επιπλέον δεν θέλω να υποτιμώ την νοημοσύνη των θεατών και την ικανότητά τους να συσχετίζουν αυτό που βλέπουν επί σκηνής με ό,τι συμβαίνει γύρω τους και μέσα τους. Έτσι κι αλλιώς δεν έφτιαξα ποτέ παράσταση για παρτιζάνους. Δεν θα το κάνω ούτε τώρα.
  2. Τι έχει απομείνει από την Τρικυμία του 2000 στην Τρικυμία του 2007; Η προστατευτική θαλπωρή μιας σπηλιάς, (κάτι σαν τη σπηλιά του Αλή-Μπαμπά όπου οι θησαυροί ήταν αμέτρητα βιβλία και χαρτιά πυκνογραμμένα, χυμένα στο πάτωμα ή κρεμασμένα από το ταβάνι, και όπου παρεισέφρεαν ενίοτε οι γαλαζωπές ανταύγειες μιας γειτονικής θάλασσας ή του ονείρου), δίνει τώρα την θέση της στην εφιαλτική, κλινική ψυχρότητα ενός εργαστηρίου. Στο κέντρο του άδειου χώρου, σα νησί ή σαν καράβι καταμεσής του πελάγου, ένα μακρόστενο τραπέζι κλείνει στα σωθικά του την γνώση και την ιστορία του κόσμου.
    Η ηχητική επένδυση της παράστασης, με τις φωνές off, με τους περίεργους ήχους και τις μουσικές που πλημμυρίζουν το μαγεμένο νησί του Πρόσπερο, και τότε και τώρα σημαντική, αν και στα περισσότερα σημεία πλέον εντελώς διαφορετική. Η λειτουργία της ως άυλος ηχητικός θόλος, ως ηχητική μνήμη προέκταση της μνήμης ή της φαντασίας του ομιλούντος προσώπου, παραμένει η ίδια. Αλλά τώρα προστίθεται η αίσθηση μιας άτυπης όπερας, όπου ο ερμηνευτής οφείλει να παρακολουθεί και να συμβαδίζει, χωρίς να τραγουδά, με τα -συνήθως- μη μελωδικά μέτρα, τις εντάσεις και τους ρυθμούς της μουσικής. Οι βασικοί τέλος συντελεστές είμαστε και τότε και τώρα οι ίδιοι, αλλά και πόσο άλλοι ταυτόχρονα. Είμαστε κατά κάποιο τρόπο, με την διαμεσολάβηση του χρόνου – και όχι μόνο-, οι ίδιοι άλλοι. Με την ίδια διάθεση να μιλήσουμε την πληγή, αλλά όχι πια με τον ίδιο τρόπο. Με λιγότερες ίσως ψευδαισθήσεις. Με λιγότερα παραμύθια και λιγότερη μαγική χρυσόσκονη. Αλλά πάντα, όπως θα έλεγε και ο Πρόσπερο, με τον ίδιο ευγενικό σκοπό να αρέσουμε.

Δαμιανός Κωνσταντινίδης

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Κριτική της Μάρθας Κοσκινά στο www.theaterinfo.gr, Φεβρουάριος 2007

«Έχω δει αυτήν την παράσταση εδώ και κάποιο καιρό, από τότε που παιζόταν στην Αθήνα, για 7 μόνο παραστάσεις στον Χώρο Τέχνης Ασωμάτων. Ο λόγος που είχα επιλέξει μέχρι τώρα να μην γράψω, ήταν γιατί το θέαμα κατήργησε κάθε κριτική απόσταση που θα έπρεπε να έχω από αυτό. Καθώς όμως η παράσταση ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη στο στούντιο Κοιτώνες στο στρατόπεδο Κόδρα, η ανάμνηση της παράστασης καθίσταται επίκαιρη. Είναι η δεύτερη φορά που ο Θεσσαλονικιός σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης σκηνοθετεί το κείμενο της Ελένης Μερκενίδου. (…) Σε όλους τους ρόλους η ηθοποιός Έφη Δρόσου. Προκαλεί ίσως έναν μικρό δισταγμό αυτή η επιλογή, μια παράσταση με μόνο μία ηθοποιό. Κι όμως, η Έφη Δρόσου καταφέρνει να καθηλώσει άμα τη εμφανίσει της, η δυνατή της ερμηνεία υποστηρίζει όχι απλώς με επάρκεια, αλλά με πρωτοφανή δύναμη τον ρόλο- τους ρόλους της. Βασικός ήρωας είναι ο Πρόσπερο. Οι μεταμορφώσεις σε Κάλιμπαν, Άριελ και λοιπούς ρόλους, είναι ουσιαστικά οι μιμήσεις του Πρόσπερο. Η Δρόσου γίνεται πότε βαριά και δυσκίνητη, στραβή και κακιά ως Κάλιμπαν, πότε ανάλαφρη, αέρινη και σοφή ως Άριελ, πότε μαινόμενη και απειλητική μες τη μανία της ως Πρόσπερο και την επόμενη στιγμή εύθραυστη ως πληγωμένος από όλους και όλα, κατάμονος ηγεμόνας. Τριγύρω της, μες στο μυαλό της οι φωνές των υπολοίπων σαιξπηρικών ηρώων και μια μουσική που εντείνει τα συναισθήματα. Το σκηνικό στηρίζει απόλυτα την ερμηνεία της και δίνει μια υποψία ψυχιατρείου ή εργαστηρίου ενός πάνσοφου και άρα επικίνδυνου ανθρώπου. Δύο κυλιόμενα τραπέζια, με φωτισμένες θήκες στην επιφάνειά τους, που περιέχουν τα εργαλεία του Πρόσπερο: κατά βάση τα βιβλία του. Τα βιβλία αυτά, όταν τα ανοίγει η Δρόσου, εμπεριέχουν ή φωτιά, σα μια γνώση που τελικά καίει και καταστρέφει, ή ακόμα νερό, με το οποίο θα δροσιστεί ο ήρωας στις δύσκολες για το μυαλό στιγμές του. Στη μια άκρη, υπάρχει ένα ρολό κάτασπρο χαρτί, το οποίο αντιπροσωπεύει και μετασχηματίζεται σε διαφορετικά πράγματα. Στις εξάρσεις θυμού του Πρόσπερο, για παράδειγμα, γίνεται η γραμμένη ιστορία την οποία ο Πρόσπερο σκίζει με μανία, λίγο αργότερα γίνεται το σκέπασμά του για να κοιμηθεί. Ο Πρόσπερο μπορεί με τη βοήθεια των βιβλίων του να μιμηθεί επίσης τη θάλασσα, να σκορπίσει σκόνη στη σκηνή («πώς γέμισε σκόνη η σκηνή» είναι μια μόνιμη απορία του) και να αναλογιστεί. Η παράσταση τελειώνει με τον Πρόσπερο να απορεί γιατί νικήθηκε τελικά από τον ίδιο του τον εαυτό: μπόρεσε να συγχωρέσει. Σαστισμένος μπροστά σε μια κάθαρση που δεν είχε προβλέψει, προσπαθεί να βρει καταφύγιο στη γνώριμη οργή του, εις μάτην. Η κάθαρση έχει επέλθει ήδη και στους θεατές. Στην παράσταση της Θεσσαλονίκης, το δυνατό περιβάλλον του στρατοπέδου, είναι ό,τι πιο ταιριαστό σε αυτήν την κάθαρση.»

 

Γιώργος Δ.Κ. Σαρηγιάννης, ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΤΑ ΝΕΑ), τεύχος 367, 10/03/2007

«Μια ηθοποιός δυνατή, εύπλαστη, με τσαγανό, που με εντυπωσίασε: Έφη Δρόσου. Στην εκ Θεσσαλονίκης Τρικυμία της Ελένης Μερκενίδου -ένα μάλλον δύσκαμπτο «σχόλιο» πάνω στην Τρικυμία του Σαίξπηρ, αλλά σε μια ευφάνταστη παράσταση του Δαμιανού Κωνσταντινίδη και της ομάδας Angelus Novus που κατηφόρισε στην Αθήνα.»

 

Ζωή Βερβεροπούλου: «Η Τρικυμία μετά τον Σαίξπηρ», ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 11/03/07

«…Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης καταπιάνεται με το συγκεκριμένο έργο για δεύτερη φορά (…), τώρα όμως με τρόπο πολύ διαφορετικό, στοιχείο που υποδηλώνει τόσο τη δυναμική του υλικού όσο και ένα είδος σκηνοθετικής ερμηνευτικής in progress. Όχι λιγότερο ενδιαφέρουσα από την προηγούμενη, η νέα αυτή εκδοχή είναι νηφαλιότερη αλλά και πιο πικρή, σκληρότερη αλλά και πιο «ανοιχτή» σε ευρύτερους, σύγχρονους προβληματισμούς και σε πιο σύνθετες διαδικασίες αποκωδικοποίησης εκ μέρους του θεατή. (…) Τέλος, αξίζει να προσέξει κανείς το σημαίνον σκηνοθετικό εύρημα με τα τέσσερα στοιχεία- βιβλία (φωτιά, χώμα, νερό, αέρας)…»