ΠΡΟΣ ΜΕΝΟΙΚΕΑ
μία παυσίλυπος κωμωδία
ΟΜΑΔΑ ANGELUS NOVUS - Transcendance - αγωγός τέχνης , 2024
Συντελεστές
Συντελεστές:
Σύνθεση κειμένου παράστασης – Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά – Κοστούμια: Απόστολος Αποστολίδης
Μουσική: Γιώργος Χρυσικός
Κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα
Φωτισμοί: Σωτήρης Ρουμελιώτης
Ηθοποιοί:
Θάνος Διμηνάς
Ελένη Μακίσογλου
Γιάννης Μονοκρούσος
Αντιγόνη Μπάρμπα
Δανάη Τσιοπλή
Φωτογραφίες: Buba Soso Gabedava
Γραφιστικά: Nastyl
Stage manager: Αντωνία Γεωργιάδου
Οργάνωση και διεύθυνση παραγωγής: Στέλλα Τενεκετζή
Χώρος: Transcendance – αγωγός τέχνης
Πολυξένης Αντωνίου 4 – Θεσσαλονίκη
Πραγματοποιήθηκε με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.
Κείμενα
Κείμενα:
α) η «Προς Μενοικέα» επιστολή του Επίκουρου
β) κείμενα των ηθοποιών και του σκηνοθέτη της παράστασης
γ) αποσπάσματα από μαρτυρίες και συνεντεύξεις ανθρώπων που νόσησαν από ψυχικές νόσους, ανώνυμων και επώνυμων: Έλενας Ακρίτα [1] , Φώτη Θαλασσινού [2] , Μαργαρίτας Καραπάνου και Φωτεινής Τσαλίκογλου [3], Νίκου Καρούζου, Λένας Κιτσοπούλου, Αύγουστου Κορτώ [4] , Βένης Παπαδημητρίου [5] , Ντάντε Αλιγκέρι, Σάμουελ Μπέκετ, Στιγκ Ντάγκερμαν, Ντόροθι Πάρκερ, Σύλβια Πλαθ, Ουίλλιαμ Στάιρον [6] , κ.ά.
δ) φύλλα οδηγιών χρήσης αντικαταθλιπτικών, αντιψυχωτικών, αγχολυτικών και συναφών φαρμάκων.
[1] Έλενα Ακρίτα, Μαμά, κοίτα, χωρίς χέρια, ΔΙΟΠΤΡΑ, Αθήνα 2022
[2] Φώτης Θαλασσινός, Τα Ημερολόγιά μου, ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Αθήνα 2015
[3] Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως;, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 2019
[4] Αύγουστος Κορτώ, Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 2020
[5] Βένη Παπαδημητρίου, Το Eκκρεμές του Nου, Ζώντας με τη Διπολική Διαταραχή, εκδόσεις ΆΛΛΩΣΤΕ, Αθήνα 2017 [Πηγή]
[6] William Styron, Θέα στο σκοτάδι, χρονικό μιας τρέλας, μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, ΠΟΤΑΜΟΣ, Αθήνα 2003
Αντί σκηνοθετικού σημειώματος
ΑΝΤΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ
α) Η γενική ιδέα
«Η ανάγκη μας για παρηγοριά», διαπιστώνει ο Στιγκ Ντάγκερμαν στο ομώνυμο σύντομο εξομολογητικό κείμενό του [1] , «είναι αδύνατον να κορεσθεί». «Είσαι στη γη, δεν υπάρχει θεραπεία γι’ αυτό», υπερθεματίζει ο Μπέκετ.
Εάν όντως έτσι συμβαίνει, τότε μια βαθιά, «άπατη» λύπη, στοιχειοθετεί ένα από τα κύρια συστατικά του ανθρώπινου είδους, της ψυχικής λειτουργίας του, από γενέσεώς του. Ο οντολογικός χαρακτήρας αυτής της λύπης, ή αυτής της αθεράπευτης αρρώστιας που είναι η ίδια η ζωή, η ίδια η ύπαρξη, είναι ολοφάνερος.
Υπάρχει δυνατότητα για παρηγοριά και θεραπεία; Υπάρχει δυνατότητα για απαλλαγή από τη λύπη; Υπάρχει δυνατότητα για ευτυχία; Αυτά τα παλιά όσο και ο άνθρωπος ερωτήματα, θέλει να θέσει εκ νέου η παράσταση Προς Μενοικέα, χωρίς την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να τα εξαντλήσει ή να τα απαντήσει πραγματικά.
Τα αναζητά εκεί όπου τίθενται με περισσότερη ενάργεια: από τη μια, σε έναν από τους πιο γνωστούς παραινετικούς λόγους της αρχαιότητας, την επιστολή προς τον Μενοικέα του Επίκουρου, από την οποία δανείζεται και τον τίτλο της, και από την άλλη, σε μαρτυρίες και συνεντεύξεις ανθρώπων, ανώνυμων και επώνυμων, οι οποίοι νόσησαν από ψυχικές νόσους, ήρθαν, επομένως, αντιμέτωποι με την οντολογική αγωνία (της θνητότητας, της «φθαρτότητας») σε όλο της το μεγαλείο, και κατάφεραν, κάποια στιγμή, αν όχι να απαλλαγούν από το ψυχικό άλγος, να βρουν τουλάχιστον μια διέξοδο και τη δύναμη να σταθούν πάλι στα πόδια τους. Να ζήσουν.
β) Η επιστολή του Επίκουρου
Από τις τρεις σωζόμενες επιστολές του Επίκουρου (Σάμος 341 π.Χ. – Αθήνα 271 π.Χ.), η τρίτη με αποδέκτη τον Μενοικέα [2] , είναι η σημαντικότερη και συνοψίζει την Ηθική του φιλοσοφία [3].
Ο Επίκουρος ευαγγελίζεται μια «τέχνη αλυπίας» και προτείνει έναν οδηγό «ευδαιμονίας», η οποία πηγάζει από την αταραξία της ψυχής. Αυτή επιτυγχάνεται με την απελευθέρωση από κάθε πόνο και κάθε φόβο, κυρίως από τον φόβο των θεών και τον φόβο του θανάτου, καθώς και με την ιεράρχηση των επιθυμιών με γνώμονα τη φρόνηση που είναι για τον αρχαίο φιλόσοφο η μέγιστη αρετή. [«Απ’ αυτήν γεννιούνται οι υπόλοιπες αρετές και η φιλοσοφία διδάσκει ότι δεν μπορεί κανείς να ζει ευχάριστα χωρίς φρόνηση, καλοσύνη και δικαιοσύνη∙ ούτε, αντίστροφα, μπορεί να ζει με φρόνηση, καλοσύνη και δικαιοσύνη, χωρίς να ζει ευχάριστα» [4] .
Δεν πρέπει να φοβόμαστε τους θεούς, λέει ο Επίκουρος, γιατί οι θεοί είναι αμέτοχοι στη ζωή των ανθρώπων. Δεν επεμβαίνουν σε αυτήν ούτε ως τιμωροί ούτε ως επιβραβευτές. Άλλωστε δεν διακατέχονται από ανθρώπινα πάθη. Η «αδιαφορία» τους αυτή, η «απάθειά» τους, είναι στοιχείο της μακαριότητάς τους, και οφείλουμε να τους μοιάσουμε σε αυτό, ώστε και εμείς να έχουμε πρόσβαση στην μακαριότητα. Ούτε τον θάνατο πρέπει να φοβόμαστε, γιατί δεν αφορά ούτε τους ζωντανούς ούτε τους πεθαμένους. Όταν υπάρχουμε εμείς δεν υπάρχει αυτός και όταν υπάρχει αυτός, όταν δηλαδή πεθάνουμε, δεν υπάρχουμε εμείς.
Ύψιστο αγαθό, αντίδοτο στον πόνο και προϋπόθεση για την ευτυχία, ο Επίκουρος θεωρεί την «ηδονή». Δεν εννοεί τις σαρκικές απολαύσεις των ασώτων, όπως πολλές φορές του έχουν προσάψει, αλλά την ευχαρίστηση που προκύπτει από την ικανοποίηση των «αναγκαίων», των «φυσικών» επιθυμιών, αυτών που εξασφαλίζουν στον άνθρωπο την επιβίωση και ικανοποιούνται σχετικά εύκολα, και έπειτα εκείνων που αφενός είναι μέσα στις δυνατότητές του και αφετέρου θα του προσφέρουν περισσότερο ευχαρίστηση παρά πόνο. Αντιθέτως, συστήνει την αποφυγή των «μη αναγκαίων», των πλασματικών, «μη φυσικών» επιθυμιών (υπονοούνται η Δόξα, ο Πλούτος, η Εξουσία…), που είναι ακόρεστες, δύσκολα ικανοποιούνται και ακόμα πιο δύσκολα διατηρούνται και βυθίζουν τον άνθρωπο σε ανασφάλεια, καχυποψία, αγωνία, πόνο και δυστυχία χωρίς τέλος.
Καταλήγοντας, ο Επίκουρος εναντιώνεται σε αυτούς που πρεσβεύουν ότι η «μοίρα» κυβερνά τα πάντα. Μια τέτοια πίστη καθιστά τον άνθρωπο ανεύθυνο για ό,τι του συμβαίνει, ενώ θα πρέπει αυτός να αποφασίζει ελεύθερα για την πορεία της ζωής του και να αναλαμβάνει την ευθύνη των επιλογών του, συνυπολογίζοντας, εννοείται, κάθε φορά τα δεδομένα της συγκυρίας, όπου εκεί βέβαια παίζουν ρόλο και οι αναγκαιότητες και το τυχαίο.
*
Η «Προς Μενοικέα» επιστολή, όπως και το συνολικό έργο του Επίκουρου, έρχεται να απαντήσει στα βασανιστικά προβλήματα μιας ιδιαίτερα ταραγμένης, ανήσυχης και ανασφαλούς περιόδου. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Χάινριχ Σμιτ [5] , για μια «εποχή στιγματισμένη από εμφύλιους πολέμους, υπερφίαλους δυνάστες, πολιορκίες, στερήσεις και βάσανα για τον απλό λαό. Απέναντι στην αριστοκρατική Ακαδημία του Πλάτωνα, στο πάμπλουτο και πανίσχυρο Λύκειο του Αριστοτέλη και στην ευνοούμενη από τους βασιλιάδες Στωική σχολή, μόνον ο επικούρειος Κήπος [6] νοιάστηκε να απαλλάξει τον απλό λαό, τον καθημερινό άνθρωπο, από το άγχος του θανάτου και τον τρόμο των θεών, και να του διδάξει μια ηθική – εκείνη της χαράς της ζωής – βασισμένη όχι επάνω σε σοφιστείες περί «ιδεών» ή ιδανικών «προτύπων αρετής», αλλά επάνω στη φυσική αλήθεια, την ατομική θεωρία, η οποία αποτελεί και τη μόνη πραγματική απεικόνιση του σύμπαντος κόσμου από την εποχή του Δημόκριτου μέχρι σήμερα.»
γ) Η παράσταση
Χώρος της δράσης: ένα σύγχρονο θεραπευτήριο. Μέσα στα δωμάτια και στους διαδρόμους του οι «Μενοικείς». Είναι άνθρωποι χωρίς χαρά, δυστυχισμένοι, ανικανοποίητοι. Σημερινοί. Πάσχουν από κατάθλιψη και άλλες παρεμφερείς ψυχικές νόσους. Έχουν άγχος, αυτοκτονικές τάσεις, άπειρες αμφιβολίες, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αγοραφοβία. Είναι καχύποπτοι. Ο κόσμος γύρω τους εχθρικός, τους επιβουλεύεται. Ή δεν τους καταλαβαίνει. Νιώθουν ενοχές. Νιώθουν ανεπιθύμητοι, απόβλητοι. Απομονώνονται. Μπορεί άραγε η φιλοσοφία να τους βοηθήσει; Διαβάζουν. Στο θεραπευτήριο υπάρχουν πολλά αντίτυπα της «Προς Μενοικέα» επιστολής του Επίκουρου. Μπορεί να τους βοηθήσει η ψυχανάλυση και η ψυχιατρική; Εξομολογούνται τα σκοτάδια του μυαλού τους. Χαπακώνονται.
Έλλειψη ερωτικής επιθυμίας, αδυναμία στύσης, έλλειψη οργασμού. Δεν έχουν διάθεση να κάνουν τίποτα. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Έντονη ανάγκη να πιαστούν από κάπου, σε κάποιον να αγκιστρωθούν να αποφασίζει στη θέση τους, να τους φροντίζει. Νιώθουν μέσα τους να μεγαλώνει το κενό. Βουλιμία. Δεν βρίσκουν κανένα νόημα στη ζωή. Όλα τους φαίνονται ανούσια. Νευρική ανορεξία. Αιφνίδιες αλλαγές διάθεσης. Από το ένα άκρο στο άλλο μέσα σε μια στιγμή. Παθαίνουν κρίσεις πανικού. Δεν μπορούν να ανασάνουν. Χτυπιούνται στους τοίχους. Ολοφύρονται. Στα καλά καθούμενα παραλύουν, σωριάζονται κάτω, λιποθυμούν. Ή δεν μπορούν με τίποτα να κάτσουν στα αυγά τους, πάσχουν από ακαθισία.
Αυτά πάνω κάτω συμβαίνουν στο πρώτο μέρος της παράστασης που, ακολουθώντας μετριόφρονα το παράδειγμα του Ντάντε και της Θείας Κωμωδίας του, αποκαλούμε «κόλαση», γιατί, όντως, οι «Μενοικείς» ζουν μια κόλαση.
Το δεύτερο μέρος είναι ασφαλώς η «κάθαρση», μια γέφυρα για κάτι καλύτερο: σύντομες συνεδρίες προς απάλυνση του άγχους, θεραπευτικές παρεμβάσεις και ασκήσεις που θα φέρουν μια κάποια ευεξία στους ψυχικά νοσούντες και βεβαίως λίγος Επίκουρος που θα πιστοποιεί πάντα το εφικτόν της ευτυχίας ή, έστω, της ευδαιμονίας.
Το τρίτο μέρος είναι απαραίτητα ο «παράδεισος»: ένας κήπος, εν ολίγοις, -αλλά «κήπο» δεν ονόμαζε τη σχολή του και ο Επίκουρος;-. Εκεί μαζεύονται οι «Μενοικείς» και μιλούν για τις κλινικές εμπειρίες τους και την αποθεραπεία τους, εμφορούμενοι από την ελπίδα αποκατάστασης της ψυχικής υγείας τους.
δ) Γιατί αυτή η παράσταση σήμερα
Η αρχική πρόθεση της σκηνοθεσίας, πέρα από την ανάπτυξη του μείζονος θέματος που συνιστά η επίτευξη ενός ευδαίμονος βίου, ήταν να συνδέσει τις ψυχικές ασθένειες, ή, πιο σωστά, το ευάλωτον της ανθρώπινης ψυχής, του ανθρώπινου μυαλού, όχι μόνο με γενετικούς (κληρονομικότητα), βιολογικούς (έλλειψη σεροτονίνης…) ή ψυχολογικούς καθαρά παράγοντες (δυσβάσταχτη απώλεια…), αλλά και με κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες, κάνοντας σαφείς αναφορές σε συγκεκριμένα γεγονότα που επηρέασαν και επηρεάζουν τις ζωές μας τα τελευταία χρόνια: οικονομική κρίση, κορωνοϊός, αύξηση βίας (ενδοοικογενειακή βία, οπαδική βία, ενδοσχολική βία, ρατσισμός…), άνοδος σε παγκόσμιο επίπεδο του φασισμού και της ακροδεξιάς, λόγοι μίσους που εκφωνούνται από επίσημα χείλη (κράτος, εκκλησία, ΜΜΕ…), υπέρμετρη χρήση και εξάρτηση από την τεχνολογία που οδηγεί στην (εθελούσια) απομόνωση και αποκοινωνικοποίηση του ατόμου…
Αν εγκαταλείφθηκε ένας οφθαλμοφανής συσχετισμός (π.χ., μέσω προβολών, ηχογραφήσεων…), αυτό έγινε μετά από δοκιμή και για δύο λόγους: υπήρχε από τη μια ο κίνδυνος της υπεραπλούστευσης και από την άλλη ο κίνδυνος της συσκότισης, της απομάκρυνσης από το βασικό μας θέμα. Δηλαδή κινδυνεύαμε να διαπράξουμε ένα σφάλμα γούστου και ένα σφάλμα λογικής. Αντίθετα, επιμένοντας ελάχιστα έως καθόλου στις αιτίες που βρίσκονται στη ρίζα μιας ψυχικής ασθένειας, αφήναμε ελεύθερο το πεδίο ώστε να λειτουργήσει καλύτερα η μεταφορική διάσταση της θεατρικής πράξης: ο μικρόκοσμος που παρουσιάζουμε δεν αντανακλά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία συνανθρώπων μας, αλλά παραπέμπει σε ολόκληρη τη σύγχρονη κοινωνία με τα άγχη της, τις αγωνίες της, τις κρίσεις της, τις επισφάλειές της, την επικρεμάμενη πάνω της απειλή ενός επικείμενου θανάτου, την κατάθλιψη που την μαστίζει…
Επιλέγουμε τον συγκεκριμένο μικρόκοσμο των νοσούντων, γιατί εκεί διακρίνεται καλύτερα, και στην έξαρσή του, το «πρόβλημα» και η ανάγκη επίλυσής του, η δυστυχία, το αδιέξοδο, η αγωνία, η ταραχή και η ανάγκη για ευτυχία, για μια διέξοδο, για ηρεμία… Ζητούμενο [7] : η επανένταξη στον ανθρώπινο χάρτη αυτών που η κοινωνία, θέλοντας να τους αποκλείσει από το σώμα της, σπρώχνει στο περιθώριο και τους στιγματίζει. Μήπως επειδή αποτελούν την πιστότερη εικόνα της;
Δαμιανός Κωνσταντινίδης
[1] Σε δική μου μετάφραση. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε σε μετάφραση Μαργαρίτας Μέλμπεργκ και με κουτσουρεμένο τον τίτλο: Η ανάγκη μας για παρηγοριά…, εκδ. ΜΕΛΑΝΙ, Αθήνα 2005.
[2] Ασφαλώς δεν πρόκειται για πραγματική επιστολή· η σύνταξη κειμένων με μορφή επιστολής, η επιστολογραφία, αποτελεί γραμματειακό είδος που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά την ύστερη ελληνική αρχαιότητα. Παραλήπτης της συγκεκριμένης επιστολής είναι ο Μενοικέας, πιθανόν μαθητής του Επίκουρου, αλλά ουσιαστικά αποδέκτης των στοχασμών που διατυπώνονται σ’ αυτήν είναι ο κάθε άνθρωπος.
[3] Οι άλλες δύο επιστολές εκθέτουν: η πρώτη την ατομική θεωρία του Επίκουρου που εξελίσσει εκείνη του Δημόκριτου (Προς Ηρόδοτον) και η δεύτερη, η γνησιότητα της οποίας αμφισβητείται, τις απόψεις του για τα αστρονομικά και μετεωρολογικά φαινόμενα (Προς Πυθοκλέα).
[4] Επίκουρος, Προς Μενοικέα, μτφρ. Ελένη Μερκενίδου (αδημοσίευτη)
[5] Χάινριχ Σμιτ, Επίκουρου: Η φιλοσοφία της χαράς της ζωής, μτφρ. Μάριος Βερέττας, εκδ. Βερέττα, 2011.
[6]Έτσι ονόμασε τη σχολή του στην Αθήνα ο Επίκουρος
[7] Πρώτη γραφή: Επιπλέον, έτσι (επαν-)εντάσσουμεστον ανθρώπινο χάρτη, αυτούς που η κοινωνία, θέλοντας να τους αποκλείσει από το σώμα της, σπρώχνει στο περιθώριο και τους στιγματίζει, ενώ αποτελούν την πιστότερη εικόνα της.
Συνεντεύξεις
Συνεντεύξεις
parallaxi
Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης σκηνοθετεί την παράσταση «Προς Μενοικέα» που αναζητά απάντηση στο διάσημο εγχειρίδιο ευδαιμονίας, την «προς Μενοικέα» επιστολή του Επίκουρου, ο οποίος θεωρεί την ψυχική υγεία και ηρεμία βασική προϋπόθεση για μια ευτυχισμένη ζωή, με ένα κείμενο που ανεβαίνει στη σκηνή για πρώτη φορά.
Στην επιστολή αυτή αντιπαραβάλλονται μαρτυρίες και συνεντεύξεις ανθρώπων που πέρασαν από ψυχικές νόσους, καθώς και η προσωπική ματιά των ηθοποιών της νέας παραγωγή της Angelus Novus, που τον Οκτώβριο του 2023 απέσπασε το Βραβείο Επιτελεστικού Έργου από την Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών για την παραγωγή της «Λούνα- θέατρο στο λεωφορείο» των αλλεπάλληλων sold out και των δεκάδων κριτικών ενθουσιασμού.
Το «Προς Μενοικέα» έρχεται από την Παρασκευή 1 Νοεμβρίου στον αγωγό τέχνης Transcendance (Πολυξένης Αντωνίου 4, Θεσσαλονίκη) και θέτει το ερώτημα: Yπάρχει άραγε ευτυχία;
Ερώτηση που απασχολεί πολλούς από εμάς και σίγουρα, θα προσπαθήσουν να απαντήσουν και οι θεατές της παράστασης, αποτελεί και την έναρξη της συζήτησης με τον σκηνοθέτη Δαμιανό Κωνσταντινίδη, σε μία συζήτηση που κάναμε μαζί του μόλις λίγες ώρες πριν την πρεμιέρα του «Προς Μενοικέα»
Είναι τελικά εφικτή η ευτυχία;
Αν το ήξερα, δε θα έκανα την παράσταση! Είναι μία ερώτηση που διαρκώς μπορούμε να την κάνουμε. Μπορούμε να θυμηθούμε ευχάριστες στιγμές που ζήσαμε, να θυμηθούμε πότε νιώθαμε καλά με εμάς ή και με τους άλλους και αυτό πιθανόν να είναι μία γεύση ευτυχίας. Αλλά νομίζω ότι δεν μπορεί να είναι μία διαρκής κατάσταση η ευτυχία. Είναι κάτι προς το οποίο τείνουμε. Θα θέλαμε πάρα πολύ να το πετύχουμε, έχουμε πολλές φορές την αίσθηση ότι είμαστε ικανοποιημένοι από τη ζωή και από αυτό που κάνουμε, αλλά αυτό δεν ξέρω πόσο διαρκεί κι αν είναι για πάντα. Μάλλον όχι…
Και μας ταλαιπωρεί πολύ αυτή η κατάκτηση της ευτυχίας θα έλεγα
Είναι ένα ζητούμενο και έτσι εγώ το βλέπω. Βεβαίως υπάρχουν στιγμές που νιώθουμε πάρα πολύ όμορφα και μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι στιγμές είναι στιγμές ευτυχίας.
Για αυτή την ευτυχία άλλωστε εσείς φτάσατε μέχρι τον Επίκουρο για αυτή τη νέα παράσταση σας ;
Μάλλον ο Επίκουρος φτάνει μέχρι εμάς. Νομίζω πως όλοι οι φιλόσοφοι ασχολούνται με το θέμα της ευτυχίας όπως και όλα τα θεατρικά έργα κατά κάποιο τρόπο. Είναι η κρυφή ερώτηση δηλαδή όλων των έργων. Για τον Επίκουρο υπάρχουν τρόποι ώστε να φτάσουμε σε αυτό που αποκαλεί ο ίδιος ‘ευδαίμων βίο’. Δηλαδή μία ζωή που να διέπεται από έναν καλό δαίμονα ή από μία καλή θεότητα ή μία καλή γνώση. Οι τρόποι για να γίνει αυτό είναι να απαλλαγούμε από διάφορους φόβους που έχουμε πού είναι οντολογικοί. Από τη μια είναι ο φόβος απέναντι στους θεούς και σε μία ενδεχόμενη τιμωρία τους και ο άλλος μεγάλος φόβος που αναφέρει ο Επίκουρος, είναι ο θάνατος. Αναφέρει λοιπόν ότι αν απαλλαγούμε από αυτούς τους δύο φόβους, μπορούμε να ελπίζουμε σε έναν ευδαίμονα βίο. Βεβαίως μιλάει και για ηδονή αλλά και για φρόνηση. Λέγοντας βέβαια για ηδονή μιλάει για την απόλαυση και όχι την εύκολη. Παντού υπάρχει η ιδέα του μέτρου όπως υπάρχει σε όλη την ελληνική αρχαιότητα εξάλλου και η φρόνηση ως βασική προϋπόθεση για τον ευδαίμονα βίο.
Η πρόθεσή σας είναι να διδάξετε με αυτό το έργο;
Όχι. Ο Επίκουρος μπορεί να το κάνει. Πρόκειται για μία επιστολή που απευθύνεται σε κάποιον Μενοικέα, που δεν γνωρίζουμε αν είναι υπαρκτό ή φανταστικό πρόσωπο. Έτσι κι αλλιώς οι επιστολές είναι της μόδας εκείνη την εποχή όπως και αργότερα ως είδος λογοτεχνικό. Νομίζω ότι ο Επίκουρος χρησιμοποιεί αυτό το μέσο για να προσφέρει απλοποιημένη τη φιλοσοφία του στον πολύ κόσμο. Η γλώσσα του άλλωστε είναι πολύ πιο απλή από αυτή του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα για παράδειγμα.
Γιατί αναφέρεται πως είναι μία παυσίλυπος κωμωδία;
Παυσίλυπος διότι η πρόθεση του Επίκουρου ήταν να σταματήσει ο πόνος. Κωμωδία, όμως υπό τον όρο αυτό δεν είναι μόνο ένα κωμικό έργο που μας κάνει να γελάμε, αλλά ένα οποιοδήποτε θεατρικό έργο. Τουλάχιστον στα γαλλικά, όταν λένε comédie δηλαδή κωμωδία, εννοούν τόσο το κωμικό έργο, όσο και οποιοδήποτε θεατρικό έργο. Να πούμε ότι στην επιστολή του Επίκουρου εμείς αντιπαραβάλουμε αφηγήσεις ανθρώπων που ασθενούν. Στην αρχή τουλάχιστον, ο καθένας από τους ηθοποιούς εκθέτει το πρόβλημά του και στη συνέχεια τους παρακολουθούμε να ακολουθούν διάφορες θεραπευτικές μεθόδους ώστε να φτάσουν κάποτε σε αυτόν τον επιθυμητό ευτυχισμένο βίο. Ξέρετε, παρόλο που το θέμα είναι «μαύρο», γίνεται μάλλον με καλοπροαίρετο χιούμορ και όχι εις βάρος των ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες. Δεν είναι λοιπόν μία κωμωδία που μπορεί να προκαλέσει χαχανητά των θεατών, αλλά μπορεί να προκαλέσει το χαμόγελο ή και σε σημεία, το γέλιο. Ο τρόπος που το δίνουμε νομίζω ότι μπορεί να λειτουργήσει και ανακουφιστικά. Υπάρχει δηλαδή μία αισιοδοξία χωρίς να προτείνονται λύσεις, εκτός ίσως από τη λύση του να είμαστε μαζί στο πρόβλημα. Ο καθένας είναι ελεύθερος να βρει ή να επινοήσει τη λύση που του ταιριάζει.
Ελπίζετε οτι οι θεατές φεύγοντας θα βρουν ή θα αναζητήσουν έστω λύσεις για τα προβλήματα τους;
Θα ήθελα πολύ να φεύγουν με κάτι γλυκό μέσα τους. Σε αυτή την παράσταση υπάρχουν τρία μέρη, ακολουθούμε τον διαχωρισμό που κάνει ο Δάντης στη «Θεια κωμωδία» του. Το πρώτο είναι η κόλαση, όπου τα άτομα που είναι επί σκηνής εκθέτουν το πρόβλημά τους. Το δεύτερο είναι ένα ενδιάμεσο στάδιο, το καθαρτήριο στον Δάντη, όπου σε εμάς είναι ο ενδιάμεσος χώρος όπου υπάρχει το πρόβλημα αλλά προσπαθούμε να βρούμε και μία λύση για αυτό. Τέλος, είναι ο παράδεισος, δηλαδή ένας κήπος όπως ήταν και οι φιλοσοφική σχολή του Επίκουρου στο κτήμα του. Αυτή είναι η κατάληξη και είναι αυτή που φέρνει κάτι αισιόδοξο, χωρίς να δίνει λύσεις στο πρόβλημα. Ίσως αυτές οι ασθένειες να μην θεραπεύονται στην πραγματικότητα εντελώς, αλλά πιθανόν να μαθαίνουμε να τις ελέγχουμε ή να ζούμε μαζί με αυτές με κάποιον τρόπο. Το ότι μπορούμε και μιλάμε για αυτές, ίσως να είναι λυτρωτικό ή ακόμα ότι μπορεί να βρεθούμε με άλλους δύο τρεις ανθρώπους και να πιούμε ένα ποτήρι κρασί, να είναι επίσης αισιόδοξο και ελπιδοφόρο.
Ας μιλήσουμε για την ομάδα σας, που παραμένει σχεδόν ίδια με τις προηγούμενες παραστάσεις σας.
Ξέρετε η ομάδα διαμορφώνεται ανάλογα με το έργο. Υπάρχουν συντελεστές που έρχονται και επανέρχονται ή αλλάζουν. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η έννοια της ομάδας και θα ήθελα να μπορώ να συντηρώ μία ομάδα και ας μην είναι πάντα εφικτό. Είναι το πιο δύσκολο αυτό… δυστυχώς μία ομάδα δεν μπορεί να θρέφει τα μέλη της 12 μήνες το χρόνο.
Σας προβλημάτισε ποιο μπορεί να είναι το επόμενο βήμα μετά την μεγάλη επιτυχία που είχε η «Λούνα»;
Μας ενδιαφέρει να δοκιμαζόμαστε σε διάφορα είδη. Παίρνοντας ρίσκα μάλιστα. Ενδεχομένως ίσως και να αποτύχουμε, αλλά για μένα είναι ζωτικής σημασίας να μην επαναλαμβάνω κάτι που έκανε επιτυχία. Είναι πολύ σημαντικό δηλαδή να μην κάνω το ίδιο πράγμα. Έτσι και στο «Μενοικέα», που ενώ το κείμενο του Επίκουρου με απασχολούσε για πάνω από 10 χρόνια, δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω τα «κλειδιά» που ήξερα ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω. Δεν ήθελα να επαναληφθώ. Θέλω ξέρετε πάντα να ξεβολεύομαι, ως σκηνοθέτης τουλάχιστον. Στη ζωή μου όχι πάντα, αλλά κι εκεί κάτι κάνω…
Τι είναι για εσάς η αποτυχία;
Μπορεί να είναι κάτι που με πληγώνει πάρα πολύ αλλά να είναι και κάτι που με θρέφει. Κάτι που μου μαθαίνει πράγματα. Χρωστώ πολλά στις αποτυχίες μου και καμιά φορά έχει ενδιαφέρον να βλέπεις τον κόσμο όχι από ψηλά, αλλά από χαμηλά. Είναι μία άλλη οπτική. Νομίζω ότι χωρίς αυτές τις αποτυχίες δεν θα υπήρχαν και όλα τα άλλα. Και λίγο έτσι ξεκαβαλάς και το όποιο καλάμι έχεις καβαλήσει. Καταλαβαίνεις ότι είναι ένας διαρκής αγώνας αυτή η δουλειά, όπως και όλες οι άλλες δουλειές. Δεν μπορείς να επαναπαυτείς σε αυτό που ήδη νομίζεις ότι κατέχεις. Η αποτυχία σίγουρα δεν είναι εύκολο πράγμα, σε πληγώνει και θα ήθελες να ήταν διαφορετικά τα πράγματα, αλλά θα πρέπει μετά να σκύψεις πάνω της και να δεις τους λόγους και τη δική σου ευθύνη. Καμιά φορά για τις αποτυχίες μας τα ρίχνουμε στους άλλους αλλά νομίζω ότι συνήθως τα πράγματα είναι είτε μοιρασμένα, είτε μας αφορούν πολύ περισσότερο από όσο νομίζουμε.
Στοχεύετε πάντα στην ανθρώπινη φύση και συνήθως μέσα από ένα ιστορικό πλαίσιο
Στον Επίκουρο δεν υπάρχει αυτό το ιστορικό πλαίσιο. Η εποχή του είναι ο 4ος και 3ος αιώνας π.Χ., αλλά εγώ δεν κάνω αναβίωση εκείνων των χρόνων, φέρνω τον Επίκουρο στο σήμερα. Δεν πηγαίνω δηλαδή εγώ σε εκείνον, αλλά έχω την αίσθηση ότι αυτός έρχεται σε μας. Υπάρχει όμως η έγνοια της ιστορίας, στη «Λούνα» είναι πολύ φανερό αυτό. Αλλά και το όνομα της ομάδας μας, Angelus Novus, είναι ο άγγελος της ιστορίας. Είναι αυτός που αφήνει τα συντρίμμια του παρελθόντος και κοιτάει με ελπίδα προς το μέλλον. Άρα η ιστορία είναι κατά κάποιον τρόπο μέσα στο καταστατικό της ομάδας. Σίγουρα όμως και άλλες επιλογές μου σχετίστηκαν με την ιστορία. Όχι όλες όμως. Με απασχολεί σίγουρα πολύ ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και αυτό το αναγνωρίζω. Και αυτό φάνηκε και σε άλλα έργα που ανέβασα όπου δεν ήταν τόσο φανερή η παρουσία του, για παράδειγμα στο «Κατω από το γαλατόδασος» που είχα κάνει το 2013 και επανέλαβα το ’16 αλλά και στις «αναμνήσεις ενός ερμαφρόδιτου» στο Μπενσουσάν Χαν πάλι τα στρατόπεδα σκεφτόμουν με κάποιον τρόπο. Αλλά αυτές είναι οι περίεργες διαδρομές που κάνει το μυαλό ενός ανθρώπου ή ενός καλλιτέχνη.
Τις αναλύετε ποτέ ιδιωτικά;
Δεν μου είναι αναγκαίο πάντα. Μπορώ κάποια πράγματα να τα αναλύσω, να δώσω απαντήσεις πολύ προσωπικές που έχουν να κάνουν με δικά μου βιώματα αλλά σίγουρα εκείνο που με αντιπροσωπεύει είναι να κάνω ένα θέατρο υπέρ αδυνάτου, όπως θα το χαρακτήριζα. Για ανθρώπους δηλαδή που είναι αδύναμοι ενδεχομένως μπροστά στην ιστορία ή μπροστά σε μία εξουσία.
Μπορούν οι ομάδες να αλλάξουν το θεατρικό τοπίο της Θεσσαλονίκης;
Θα έπρεπε αρχικά αυτές οι ομάδες να διαρκέσουν ή να ορθοποδήσουν, πράγμα διόλου εύκολο αλλά ούτε αυτονόητο. Αλλά οι ομάδες γενικά έχουν ένα χρόνο ύπαρξης, εξάντλησης και μετά εξαφάνισης. Δεν θα έπρεπε ακόμα και άνθρωποι που διοργανώνουν συζητήσεις για τις ομάδες της πόλης να κατηγορούν μετά τις δουλειές αυτών των ομάδων. Ξέρετε, οι ομάδες φέρνουν όντως ένα θέατρο πιο ανήσυχο και διαφορετικό από το θέατρο του Κρατικού. Στις ομάδες βρίσκουμε περισσότερες προτάσεις ουσίας από αυτές του Κρατικού και λυπάμαι που το λέω. Θα πρέπει να αναγνωρίζουμε την πρόθεση λοιπόν και ότι υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να κάνουν κάτι μέσα από την καρδιά τους.
Κριτικές
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Γιώργος Τσιτιρίδης,15 Απριλίου 2024, Parallax View Πηγή
Αngelus Novus «προς Μενοικέα» μια παυσίλυπος κωμωδία
Μια θεατρική παράσταση στη Θεσσαλονίκη μέσα στην οποία μπορείς εύκολα να βρεις τον εαυτό σου – Τι είναι λοιπόν ευτυχία, τι είναι αποδοχή;
Λευκοί διάδρομοι, καρότσια, φορεία, εκφράσεις πόνου σε πρόσωπα ανθρώπων κάθε ηλικίας και στην μέση εσύ, οι σκέψεις σου, μόνος, αδυνατείς να συνδεθείς, νιώθεις πως είσαι παρατηρητής σε ένα κόσμο που περνάει από μπροστά σου σαν να βλέπεις ταινία την ώρα που ο δικός σου ρόλος έχεις μόλις τελειώσει.
Έτσι βιώνουμε το μακρύ, κάποιες φορές δύσκολο ταξίδι των κρίσεων πανικού όσοι πάσχουμε από γενικευμένη αγχώδης διαταραχή.
Ακολουθούν τα στάδια που είναι γνωστά σε όλους. Ένας γιατρός θα σου πει:
«Είσαι μια χαρά, από παθολογικής άποψης δεν έχεις τίποτα»
Ένας φίλος θα προσθέσει:
«Δεν έχεις τίποτα – ενώ εσύ ξέρεις ότι έχεις, γιατί εσύ το βιώνεις το ζεις ως πραγματικό»
«Μην αγχώνεσαι» μια ατάκα που όχι απλά δεν μειώνει το αίσθημα του άγχους αλλά το επιδεινώνει.
Και ύστερα, η σκέψη ότι κανείς δεν σε καταλαβαίνει, η αδυναμία να συνδεθείς και να βιώσεις τα συναισθήματα.
Στην συνέχεια όλο και περισσότεροι γύρω σου προσπαθούν να περιγράψουν ψυχικές νόσους πραγματικά πολύ δύσκολα διαχειρίσιμες που χρειάζονται ιατρική παρακολούθηση, φαρμακευτική αγωγή, ακόμα και εγκλεισμό σε κάποιο νοσοκομείο. Οπότε το δικό σου περιστατικό υποβαθμίζεται διότι «έχεις απλά κρίσεις πανικού, δεν είναι τίποτα».
Τέτοια βιώματα και προσωπικές σκέψεις χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτη ύλη στην νέα σκηνοθετική δουλειά του Δαμιανού Κωνσταντινίδη που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια σε πολύ διαφορετικές, εκτός πεπατημένης, τολμηρές και άκρος πετυχημένες θεατρικές προτάσεις.
Η παράσταση «Προς Μενοικέα» ενώ δανείζεται τον τίτλο από την επιστολή του Επίκουρου χρησιμοποιεί μαρτυρίες, ιστορίες ανθρώπων που πέρασαν ψυχικές νόσους βαριάς η ήπιας μορφής και ξετυλίγεται ως μια οικεία πραγματικότητα.
Εύκολα μπορεί κανείς να βρει τον εαυτό του μέσα σε αυτήν γιατί στην εποχή που ζούμε οι άνθρωποι έρχονται όλο και πιο συχνά αντιμέτωποι με προκλήσεις που δύσκολα μπορούν να διαχειριστούν. Όσο και αν ακούγεται περίεργο οι γενιές που βίωσαν πόλεμους, ολοκαυτώματα και βία κατάφεραν και επιβίωσαν δίνοντας την σκυτάλη σε γενιές που δεν γνώρισαν παρά μόνο ευημερία, πλούτο, ανέσεις αλλά παράλληλα αποξένωση, μοναξιά και αδιέξοδο με αποτέλεσμα τα περιστατικά άγχους και κατάθλιψης να αυξάνονται αντί να συμβαίνει το αντίθετο.
Τι είναι λοιπόν ευτυχία, τι είναι αποδοχή; Δύσκολα ερωτήματα στα οποία ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης και η ομάδα του αναζητούν απαντήσεις.
Σε ένα λευκό σκηνικό, το χρώμα της ηρεμίας, της αθωότητας, του ουρανού, της καθαρότητας το οποίο όμως έχει συνδεθεί και με το αδιέξοδο την απραξία τον εγκλωβισμό. Το χρώμα των νοσοκομείο αλλά και μιας νέας αρχής. Λευκή είναι η σελίδα σε κάθε νέο ξεκίνημα. Σε αυτό το θεραπευτήριο οι ηθοποιοί ζουν έγκλειστοι την ατομικότητα τους σαν τα αντικείμενα μέσα στα βαζάκια, εξομολογούνται ιστορίες και παράλληλα συνδέονται και αλληλοεπιδρούν. Το κόκκινο φως λειτουργεί σαν προειδοποίηση κινδύνου και ενεργοποιεί τους ηθοποιούς, αλλάζει την αφήγηση τους. Μπροστά σε ένα παράθυρο διαφυγής βρίσκουν τα κοινά τους πατήματα και συνδέονται σε ένα σώμα.
Αντιμέτωποι με τις αγωνίες και τα ερωτήματα τους καταφέρνουν να βρουν διεξόδους.
Με εκκίνηση την επιστολή του Επίκουρου σε μετάφραση Ελένης Μερκενίδου στο έργο χρησιμοποιούνται αποσπάσματα από μαρτυρίες και συνεντεύξεις ανθρώπων που αναμετρήθηκαν με ψυχικές νόσους: Έλενας Ακρίτα, Φώτη Θαλασσινού, Μαργαρίτας Καραπάνου και Φωτεινής Τσαλίκογλου, Νίκου Καρούζου, Λένας Κιτσοπούλου, Αύγουστου Κορτώ , Βένης Παπαδημητρίου , Ντάντε Αλιγκέρι, Σάμουελ Μπέκετ, Στιγκ Ντάγκερμαν, Ντόροθι Πάρκερ, Σύλβια Πλαθ, Ουίλλιαμ Στάιρον
Ο σκηνοθέτης για άλλη μια φορά δίνει ιδιαίτερη έμφαση στους ηθοποιούς επιλέγοντας σταθερούς συνεργάτες όπως την Ελένη Μακίσογλου που ερμήνευσε εξαιρετικά την Λούνα στο προηγούμενο βραβευμένο έργο της ομάδας καθώς και την πάντα αξιόλογη Αντιγόνη Μπάρμπα.
Σταθεροί μένουν και συνεργάτες όπως η Ιωάννα Μήτσικα που διαχειρίστηκε πετυχημένα την δύσκολη κινησιολογία του έργου, την Αντωνία Γεωργιάδου στο stage management και τον Σωτήρη Ρουμελιώτη στο φωτισμό. Ένα άλλο από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ομάδας είναι η συνειδητή απόφαση να μην παίζουν στις γνωστές θεατρικές σκηνές της πόλης αλλά να μας συστήνουν νέους χώρους. Μετά την sold out πρεμιέρα το «Προς Μενοικέα» μια παυσίλυπος κωμωδία για τη ψυχική υγεία και την αναζήτηση της ευτυχίας συνεχίζει μέχρι τέλος Απριλίου και δεν πρέπει να την χάσετε.