
“ΛΟΥΝΑ-Θέατρο στο Λεωφορείο”
11 Σεπτεμβρίου-13 Οκτωβρίου.
Μία εμβληματική παράσταση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη.
Συντελεστές
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Ρίκα Μπενβενίστε
Σκηνοθεσία – Σύνθεση κειμένου παράστασης: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά – Κοστούμια: Απόστολος Αποστολίδης
Μουσική: Γιώργος Χρυσικός
Κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα
Βοηθός σκηνοθέτη: Σωτήρης Ρουμελιώτης
Φωτισμοί: Buba Soso Gabedava
Stage manager: Αντωνία Γεωργιάδου
Υπεύθυνος γραφείου τύπου: Μίλτος Τόσκας
Σχεδιασμός – Διεύθυνση παραγωγής & επικοινωνίας: Στέλλα Τενεκετζή
Ηθοποιοί
Ελένη Μακίσογλου, Γιάννης Μονοκρούσος, Ανδρομάχη Μπάρδη, Σωτήρης Ρουμελιώτης
Τραγούδι
Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη
Μουσικοί
Λυδία Ανεστοπούλου, Αναστάσης Κατσαρός
Οπτικό Υλικό
Φωτογραφίες: Buba Soso Gabedava
Επιμέλεια Τeaser παράστασης: Στέλλα Τενεκετζή
Βιντεοσκoπήσεις – Μοντάζ: Γιώργος Γεωργακόπουλος
Γραφιστικός σχεδιασμός: LAVA design
Γραφιστικές προσαρμογές: Nastyl
Διάρκεια παραστάσεων: από 11/9/2024 έως και 13/10/2024
Διοργανωτές
Μια παραγωγή της Angelus Novus σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη. Την οργάνωση της παραγωγής έχει αναλάβει η Electra Social Company.
Συνδιοργανωτής είναι το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Η δράση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την πολύτιμη στήριξη και χορηγία της ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Α.Ε.
Η παραγωγή πραγματοποιείται με την οικονομική στήριξη του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον. Υποστηρίζεται από την 88η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Σημειώσεις
Α
Η τελευταία σκηνή του έργου παρουσιάζεται κοντά στην οδό Ζεφύρων, στην πλατεία Παπαρρηγοπούλου, και διαρκεί 40 λεπτά. Επισκέπτες και περαστικοί μπορούν να την παρακολουθήσουν δωρεάν.
Β
Σε περίπτωση κακοκαιρίας το λεωφορείο επιστρέφει στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Η τελευταία σκηνή παρουσιάζεται εν κινήσει, εντός του λεωφορείου.
Σημείωμα σκηνοθέτη
ΛΟΥΝΑ [1]
Δυο χρόνια μετά
Ναι, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από εκείνο το όχι και τόσο μακρινό 2022, όταν ανέβηκε για πρώτη φορά η Λούνα και διέσχισε, από τα ανατολικά προς τα δυτικά [2] , τη Θεσσαλονίκη μέσα σε ένα λεωφορείο λέγοντας την ιστορία της φτωχής αγράμματης εβραίας καλυμματούς που γλίτωσε από τα ναζιστικά στρατόπεδα και επέστρεψε στη γενέτειρά της· αναζητώντας τα ίχνη της στους ίδιους τους τόπους όπου πέρασε τη ζωή της κι έδωσε τον αγώνα της για την επιβίωση· ρίχνοντας τον προβολέα στους αφανείς της ιστορίας και παράλληλα στην ίδια την πόλη και τη δική της ιστορία· λέγοντας τη μεγάλη ιστορία μέσα από τη «μικρή»· αγωνιώντας να αφυπνίσει τη συλλογική μνήμη και τις συνειδήσεις.
Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει:
1. Είμαστε όλοι κατά δύο χρόνια μεγαλύτεροι. Δεν φαίνεται πάντα αμέσως αλλά νιώθεται. Ενίοτε.
2. Η αρχική σύνθεση της ομάδας, λόγω οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων κάποιων μελών, δεν μπορεί να παραμείνει η ίδια. Δυο ηθοποιοί και ένας μουσικός αντικαθίστανται. Το ίδιο και οι δύο οδηγοί του λεωφορείου της Λούνας του 2022.
3. Οι πρόβες δεν έχουν τη δημιουργική αγωνία της αναζήτησης ούτε τη χαρά της ανακάλυψης όπως την πρώτη φορά. Υπάρχει όμως η χαρά της επανόδου σε μια αγαπημένη παράσταση, της εκ νέου συνάντησης μαζί της. Υπάρχει η ασφάλεια του κατακτημένου αποτελέσματος αλλά και η έγνοια να μην πέσουμε κάτω από αυτό. Οι παλιοί προσπαθούν να ξαναβρούν τα «σημάδια» τους, να θυμηθούν. Νιώθουν πιο σίγουροι, το πράγμα έχει «κάτσει» μέσα τους. Το μαρτυρά η ερμηνεία τους, έχει γίνει πιο απλή, πιο καίρια. Οι καινούργιοι προσπαθούν να ενταχθούν σε μια ήδη σχηματισμένη και δοκιμασμένη παράσταση – και να ενταχθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται μια που ο χρόνος των προβών είναι περιορισμένος.
4. Αφαιρούνται κάποιες παράγραφοι από το αρχικό κείμενο -(περίπου μια σελίδα)- που πια βρίσκουμε ότι δεν εξυπηρετούν σε τίποτε, ενώ προστίθενται μερικά τραγούδια κατά τη διαδρομή του λεωφορείου: ένα, εν είδει υποδοχής, καθώς ανεβαίνουν σ’ αυτό οι θεατές ερχόμενοι από το Βαφοπούλειο· μία στροφή ενός άλλου, αφού αναφερθούμε στον θάνατο της Λούνας και άλλα που χρησιμοποιούνται όταν συναντάμε μποτιλιαρίσματα, κυρίως μετά το σιντριβάνι, πηγαίνοντας προς Ευαγγελίστρια και κατόπιν στην Κασσάνδρου, ώστε το κείμενο που λέγεται να συνάδει με τις περιοχές απ’ όπου περνάμε.
5. Η εικαστική εγκατάσταση, ένα «μνημείο» στα θύματα του ολοκαυτώματος, που είχε στηθεί στο φουαγιέ του Βαφοπούλειου για την έναρξη της παράστασης [3] , πρέπει να τροποποιηθεί: και λόγω των φθορών που έχει υποστεί εξ αιτίας μιας πλημμύρας και λόγω της προσθήκης ενός μακρόστενου παταριού με σκαλοπάτια που μικραίνει αισθητά τον χώρο που της αναλογεί [4] .
6. Οι τουαλέτες για το κοινό που ήταν κι αυτές στο φουαγιέ δεν λειτουργούν πλέον, και οι θεατές πρέπει να πηγαίνουν στις τουαλέτες του προσωπικού, που βρίσκονται πίσω από το θυρωρείο στην κυρίως υποδοχή του πνευματικού κέντρου, περνώντας αναγκαστικά από τον χώρο όπου συγκεντρώνονται οι ηθοποιοί πριν να ξεκινήσει η παράσταση.
7. Αλλά και η πόλη μετά από δύο χρόνια δεν είναι πια εντελώς η ίδια. Το Café Chantant στην πλατεία Μαβίλη μπροστά από το οποίο παιζόταν το τελευταίο μέρος της παράστασης[5] δεν υπάρχει πια. Έχει μετατραπεί σε μπαρ που περικυκλώνεται στην κυριολεξία από ένα δεύτερο μπαρ, καινούργιο κι αυτό, ενώ απέναντι έχει ανοίξει και ένα τρίτο μπαρ. Και τα τρία έχουν γίνει στέκια και παίζουν δυνατά μουσικές του καιρού μας. Λες η Λούνα να βοήθησε στην αναβάθμιση της πλατείας Μαβίλη; Όπως και να ’χει, πρέπει να βρεθεί ένας άλλος υπαίθριος χώρος για το τελευταίο μέρος της παράστασης και ένα άλλο καφέ για να μας προμηθεύει ποτά και καρέκλες, ει δυνατόν στην ίδια αυτή γειτονιά που ήταν και εκείνη της Λούνας πριν να τους πάρουν για τα στρατόπεδα. Μετά από αρκετό ψάξιμο, καταλήγουμε στην περικυκλωμένη από απομεινάρια βυζαντινών τειχών, σχεδόν κρυφή, πλατεία που βρίσκεται απέναντι από τον πεζόδρομο με τα καφέ της οδού Ζεφύρων, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Πράγμα που μας υποχρεώνει να τροποποιήσουμε το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής του λεωφορείου, το οποίο δεν θα τερματίζει πλέον στην οδό Καραολή και Δημητρίου των Κυπρίων, απέναντι από το Μέγαρο Ψωμά, όπου έμενε η Λούνα με τον σύζυγό της από το 1932 έως το 1943, αλλά, μέσω της Μοναστηρίου και την περιοχή του Βαρδαρίου που δεν διασχίζαμε πριν, στη Λαγκαδά, μπροστά στη στοά της οδού Ειρήνης.
Η συγκεκριμένη πλατεία, τετράγωνη, όχι ιδιαίτερα μεγάλη αλλά σεβαστού, θα λέγαμε, μεγέθους, με ξύλινα παγκάκια γύρω – γύρω, τα οποία ο Δήμος Θεσσαλονίκης, μερικές μέρες πριν από την πρεμιέρα μας, φρόντισε να αντικαταστήσει με ολοκαίνουργια , είναι στέκι περιστεριών, άστεγων αλκοολικών, μηχανόβιων μικροντίλερ, σκυλομπαμπάδων και σκυλομαμάδων, και λοιπών γειτόνων ή τυχαίων περαστικών.
Ασφαλώς η αίσθηση δεν είναι η ίδια. Στο Café Chantant, ταυτόχρονα μέσα στην πλατεία Μαβίλη αλλά και παράμερα, ήμασταν προσκεκλημένοι σε μια γιορτή προς τιμήν της Λούνας, αίσθηση που ενισχυόταν από τις γιρλάντες με τα λαμπάκια που είχαμε κρεμάσει στα κοντινά δέντρα πάνω από τα τραπέζια των θεατών.
Στην καινούργια πλατεία, που φωτίζεται αποκλειστικά από τις εκεί υπάρχουσες κολώνες της ΔΕΗ, οι θεατές κάθονται στα παγκάκια της μιας μόνο γωνίας της και σε λευκές πλαστικές καρέκλες που μας έχει προμηθεύσει το Βαφοπούλειο. Τα τραπεζάκια του καφενείου απουσιάζουν[7] . Παρόλο που και εδώ σερβίρουμε κρασί και γλυκίσματα, και οι θεατές περιτριγυρίζουν τη Λούνα, η αίσθηση δεν είναι πια εκείνη της γιορτής αλλά περισσότερο μιας μάζωξης περιοίκων για κάποια ίσως εκδήλωση του Δήμου. Η γειτνίαση με τους άστεγους και λοιπούς θαμώνες της πλατείας, που δίνουν κι αυτοί τη δική τους παράσταση παράλληλα με τη δική μας, συνδέει στα μάτια μου και αντιπαραβάλλει τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια με τα τωρινά.
8. Το 2024, χορηγός της παράστασης είναι το Γερμανικό Προξενείο μέσω του «Ελληνογερμανικού Ταμείου για το μέλλον», και όχι πλέον το Υπουργείο Πολιτισμού, όπως το 2022 [8] . Επίσης υπάρχει συνεργασία με την Helexpo και τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης μια που η Γερμανία είναι φέτος η τιμώμενη χώρα.
«Ξεπλένουν τις τύψεις τους», σχολιάζει ένας φίλος, όταν μαθαίνει ότι η επανάληψη γίνεται με χρηματοδότηση των Γερμανών. Μπορεί. Κάποιος άλλος θα σκεφτόταν ότι είναι δείγμα θάρρους και άξιο θαυμασμού το ότι ένας λαός ή ένα κράτος μπορεί να δει κατάματα την ιστορία του και στις πιο σκοτεινές πτυχές της, να την αναγνωρίσει και να την αποδεχτεί.
Περίεργη, ωστόσο, αίσθηση να διασχίζεις την πόλη με το λεωφορείο της Λούνας, να περνάς έξω από τη Δ.Ε.Θ. και να βλέπεις από τα τζάμια τα φωτεινά χρωματιστά γράμματα που σχηματίζουν το όνομα της χώρας που είναι υπεύθυνη για όσα δεινά εξιστορούνται την ίδια στιγμή μέσα στο λεωφορείο: G-E-R-M-A-N-Υ.
9. Η επανάληψη της Λούνας συμπίπτει με το κλείσιμο ενός έτους από τα γεγονότα που οδήγησαν στην εισβολή του Ισραήλ στην Παλαιστίνη και σε μια μαζική εξολόθρευση του άμαχου πληθυσμού της Γάζας που θα μπορούσε χωρίς μεγάλη δυσκολία να χαρακτηριστεί γενοκτονία. Προβληματιζόμαστε και ανησυχούμε. Πώς γίνεται τα αλλοτινά θύματα να έχουν μετατραπεί σε θύτες; Ποια είναι η δική μας θέση; Πώς θα γίνει δεκτή η παράστασή μας μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία; Διαχωρίζουμε τα δύο γεγονότα, του τότε, του τώρα, αλλά και τα παραλληλίζουμε. Για μας η Λούνα αντιπροσωπεύει τους πάσης φύσεως αναξιοπαθούντες και κατατρεγμένους, αυτούς που έχουν νιώσει τη βία και τις ολέθριες συνέπειες ενός πολέμου στο πετσί τους. Αν κάναμε μια αναγωγή στο παρόν, η Λούνα θα ήταν σήμερα μια Παλαιστίνια στα ερείπια της Γάζας.
Τροποποιούμε το φινάλε της παράστασης. Η Ελένη [9] δεν δέχεται πια να σπαράζει μέσα σε ένα βωβό κλάμα, όπως το 2022, αναθυμούμενη το ολοκαύτωμα και όσους χάθηκαν σ’ αυτό. Επιλέγει να κοιτάζει με ένταση μπροστά της, γεμάτη τρόμο για όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο. Η τροποποίηση γίνεται πιο πολύ για μας που συμμετέχουμε στην παράσταση. Δεν θέλω να κάνω πιο απτή την αναφορά, σηκώνοντας κάποια σημαία, βάζοντας ένα ηχητικό ή κάποιο άλλο σχόλιο. Αποφεύγω αυτού του είδους τις υπογραμμίσεις. Θεωρώ ότι υποτιμούν τη νοημοσύνη του κοινού και το οδηγούν σε μια εύκολη συναισθηματική εκτόνωση, ενώ ταυτόχρονα «ηρωοποιούν», εκ του ασφαλούς, τον δημιουργό. Πιο σημαντική για μένα είναι, στο τέλος της παράστασης, η σιωπή των θεατών. Η ίδια το 2022 και τώρα το 2024. Η μόνη που αρμόζει μετά την αφήγηση της φρίκης, του αδιανόητου. Δηλωτική μιας αμηχανίας ή ενός αναλογισμού και μιας ενδοσκόπησης. Κι ωστόσο κι αυτή η σιωπή πρέπει να σπάσει. Και πρέπει, στο τέλος, να χειροκροτήσουμε τους ηθοποιούς…
Δαμιανός Κωνσταντινίδης
[1]
Η Λούνα, παράσταση βασισμένη στο ομώνυμο ιστορικό δοκίμιο της Ρίκας Μπενβενίστε (εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2017), ανέβηκε πρώτη φορά από την ομάδα Angelus Novus το 2022, από τις 24 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 25 Οκτωβρίου και επαναλήφθηκε το 2024 από τις 11 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 13 Οκτωβρίου.
Σκηνοθεσία – Σύνθεση κειμένου παράστασης: Δαμιανός Κωνσταντινίδης Σκηνικά – Κοστούμια: Απόστολος Αποστολίδης Μουσική: Γιώργος Χρυσικός Κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα Βοηθός σκηνοθέτη: Σωτήρης Ρουμελιώτης Φωτισμοί / φωτογραφίες: Buba Soso Gabedava Stage manager: Αντωνία Γεωργιάδου Υπεύθυνος γραφείου τύπου: Μίλτος Τόσκας (2024) Σχεδιασμός – Διεύθυνση παραγωγής & επικοινωνίας: Στέλλα Τενεκετζή Ηθοποιοί: Ελένη Μακίσογλου, Αλέξης Κότσυφας (2022) / Γιάννης Μονοκρούσος (2024), Αντιγόνη Μπάρμπα (2022) / Ανδρομάχη Μπάρδη (2024), Σωτήρης Ρουμελιώτης Τραγούδι: Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη (εναλλάξ το 2022 με την Κατερίνα Επαμεινώνδα) Μουσικοί: Λυδία Ανεστοπούλου, Γιώργος Χρυσικός (2022) / Αναστάσης Κατσαρός (2024)
Οδηγοί λεωφορείου: Θανάσης Αϊνάτζης και Αρτσιόμ Σαργκσιάν (2022), Χρήστος Κωστούδης (2024)
Για περισσότερες πληροφορίες και οπτικό υλικό, μπορείτε να επισκεφθείτε:
www.louna.gr
https://www.facebook.com/lounaperformance
https://www.facebook.com/AngelusNovus.theater
[2] Από το Βαφοπούλειο μέχρι τον παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό και μετά την πλατεία Μαβίλη, πίσω από το Μέγαρο Ψωμά όπου έμενε η Λούνα με τον σύζυγό της Σαμ Γκατένιο πριν να τους πάρουν για το Άουσβιτς.
[3] Μια δεκάλεπτη εισαγωγή στη ζωή της Λούνας και στα σημαντικά ιστορικά γεγονότα που τη σημάδεψαν.
[4] Η εγκατάσταση του 2022: πάνω σε ένα «χαλί» από χαλίκι είχε στηθεί ένα «περίπτερο» από σίτα και μέσα υπήρχαν μαύρα κουτιά κρεμασμένα σε διάφορα ύψη, που έφεραν στη μία πλευρά τους φωτογραφίες τυπωμένες πάνω σε διάφανες πλαστικές επιφάνειες και φωτισμένες από πίσω με μικρούς προβολείς. Η εγκατάσταση αυτή περιστοιχιζόταν από τρεις γυάλινες προθήκες με ιστορικά φωτογραφικά ντοκουμέντα και κείμενα του Γιώργου Ιωάννου για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.
Η εγκατάσταση του 2024: Οι προθήκες και το «περίπτερο» καταργήθηκαν. Κρατήθηκε μόνο η μία πλευρά του «περιπτέρου» για να χρησιμεύσει ως «πλάτη» στην καινούργια εγκατάσταση, η οποία όφειλε ωστόσο να διατηρήσει το νόημα της προηγούμενης. Το χαλίκι που πρώτα ήταν απλωμένο στο δάπεδο μαζεύτηκε και σχημάτισε ένα μικρό λόφο. Από πάνω του ήταν αναρτημένα τα μαύρα κουτιά με τις φωτογραφίες των ανθρώπων που χάθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα. Ένα από τα κουτιά μισοπρόβαλλε μέσα από τον σωρό του χαλικιού.
[5] Στο μέρος αυτό, διάρκειας 40 λεπτών περίπου, δινόταν η αίσθηση μιας γιορτής με τιμώμενο πρόσωπο τη Λούνα. Μοιραζόταν κρασί στους θεατές που κάθονταν κυκλικά γύρω της, και κεράσματα.
[6] Είχαμε ζητήσει από τον Δήμο Θεσσαλονίκης την επισκευή ενός μόνον από τα παγκάκια που παρουσίαζε πρόβλημα. Ο Δήμος, εν όψει, φαντάζομαι, της παράστασης, έπλενε τακτικά την πλατεία και την καθάριζε από τις κουτσουλιές των περιστεριών.
[7] Υπήρχαν μόνο δυο τρία τραπεζάκια, όχι ακριβώς καφενείου, που μας τα έδινε η Oliver’s Pub που βρίσκεται λίγο πιο πέρα από την πλατεία, στην οδό Ζεφύρων, και με την οποία συνεργαζόμασταν αυτή τη φορά για την προμήθεια των ποτών και την αποθήκευση των καρεκλών. Το ένα τραπεζάκι ήταν για τη Λούνα και τους ηθοποιούς, ένα άλλο για να βάζουμε τα μπουκάλια το κρασί και τα ποτήρια και δύο ακόμα ανάμεσα στους θεατές.
[8] Πέρα από την κρατική επιχορήγηση το 2022 και εκείνη του Γερμανικού Προξενείου το 2024, και τις δύο φορές την προσπάθειά μας στήριξαν το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο και, δι’ αυτού, ο Δήμος Θεσσαλονίκης, καθώς και τα Κ.Τ.Ε.Λ. Θεσσαλονίκης που μας διέθεσαν το λεωφορείο και τους οδηγούς τους.
[9] Η Ελένη Μακίσογλου που υποδύεται τη Λούνα.
Βίντεο
Για την επανάληψη (από Δελτίο Τύπου)
Για την επανάληψη (από το Δελτίο Τύπου)
Η Λούνα, μια παράσταση σταθμός στην ιστορία της πόλης, δυο χρόνια μετά επιστρέφει. Η παράσταση έκλεισε με μεγάλη λίστα αναμονής και βραβεύτηκε από την Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών με το Bραβείο Επιτελεστικών Τεχνών. Τώρα θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του πολιτιστικού προγράμματος του Γερμανικού Γενικού Προξενείου κατά τη διάρκεια της 88ης Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης με τιμώμενη χώρα τη Γερμανία.
Το λεωφορείο μπαίνει σε κυκλοφορία στους δρόμους της Θεσσαλονίκης από τις 11 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 13 Οκτωβρίου 2024 στις 7.30 μ.μ., με αφετηρία το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Οι επιβάτες του θα έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τη νεότερη ιστορία της πόλης, αυτήν του 20ου αιώνα, με έναν πιο βιωματικό τρόπο.
Ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης και οι τέσσερεις ηθοποιοί του –Ελένη Μακίσογλου, Γιάννης Μονοκρούσος, Ανδρομάχη Μπάρδη, Σωτήρης Ρουμελιώτης- φέρνουν στην επιφάνεια την ιστορία της Λούνας, μιας φτωχής Εβραίας ράφτρας που επέστρεψε στη γενέτειρά της μετά τα στρατόπεδα κατοχής. Το υλικό αντλείται από το βραβευμένο ομότιτλο δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας της Ρίκας Μπενβενίστε.
Το λεωφορείο, διατρέχοντας την πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά, τερματίζει κοντά στην οδό Ζεφύρων, στον πεζόδρομο. Εκεί, θα παρουσιαστεί η τελευταία σκηνή του έργου. Η αυλαία κλείνει με κρασί, ζωντανή μουσική και διάλογο γιατί η πόλη είναι σταθερά η άλλη μεγάλη πρωταγωνίστρια.
Τι θυμάται και τι θέλει να ξεχάσει από το παρελθόν της; Και η βία που διαποτίζει σήμερα τους δρόμους και τις γειτονιές της, τι σχέση έχει με τη βία της εκτόπισης και του ολοκαυτώματος;
Κριτικές
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Μίλτος Τόσκας, OLAFAQ, 11/09/2024, Πηγή
“Λούνα”, Ένας ύμνος στους κατατρεγμένους
Η βραβευμένη παράσταση του Δαμιανού Κωνσταντινίδη ξεκινάει σήμερα τις διαδρομές της και θα βρίσκεται εν κινήσει μέχρι τις 13 Οκτωβρίου.
Η σύλληψη του τρόπου με τον οποίο μεταφέρεται το ομώνυμο βιβλίο της Ρίκα Μπενβενίστε σε μία πρωτόγνωρη θεατρική παράσταση αποτελεί το κλειδί της επιτυχίας. Ο σκηνοθέτης, Δαμιανός Κωνσταντινίδης, επιλέγει ως αφετηρία το Βαφοπούλειο, ακολουθεί η περιήγηση στους σταθμούς που σημάδεψαν τη ζωή της βασανισμένης ηρωίδας, μεσολαβεί ο δρόμος και καταλήγει αυτή τη φορά στην πλατεία Ζεφύρων με τη συνοδεία ενός ποτηριού κρασιού. Με αυτόν τον τρόπο το μήνυμα απλώνεται σε όλη την πόλη που καλείται να επουλώσει ένα σοβαρό τραύμα της. Βασική προϋπόθεση να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα, είναι ακόμα και σήμερα καταφύγιο των αδυνάτων, μωσαϊκό των λαών. Αρκετοί μπορεί να προβληματιστούν λόγω του χρόνου, καθώς η εισβολή του Ισραήλ στην Παλαιστίνη έχει πυροδοτήσει αντιπολεμικό κίνημα, είναι ξεκάθαρο όμως πως ο δημιουργός αν έκανε μία αναγωγή στο παρόν η πρωταγωνίστριά του θα ήταν Παλαιστίνια.
Το πρώτο μέρος στο Βαφοπούλειο μας εισάγει με ένα εξαιρετικό σκηνικό στο δράμα. Η αναχώρηση μας οδηγεί στο λεωφορείο. Εκεί η υποδοχή γίνεται με νότες. Κρύβουν πόνο κι ίσως μέσα τους μία αχτίδα ελπίδας. Η λυτρωτική δύναμη της μουσικής αποτελεί πάντα μία διέξοδο στις πιο δύσκολες καταστάσεις, όταν φλερτάρουμε με τα όριά μας. Ξεκινάει η περιήγηση χωρίς γραμμική αφήγηση. Σύντομα θα ακουστεί η ιστορία το γηροκομείου Σαούλ Μοδιάνο. Εκεί έζησε η Λούνα από το 1982 μέχρι και το τέλος της ζωής της το 1998. Μία Εβραία που πήγε στην κόλαση των στρατοπέδων συγκέντρωσης και κατάφερε να επιστρέψει. Την αφήγηση διακόπτει το τραγούδι που χρωματίζει τις στάσεις. Η Λουνίκα, η θεία Λούνα, το δέσιμο, η αγάπη, η προκοπή, η αξία του να φάμε όλοι μαζί το Σάββατο. Το μήνυμα οπτικοποιείται κι ισχυροποιείται μέσα από τις φωτογραφίες που μοιράζουν οι ηθοποιοί.
Την σπουδαία Ελένη Μακίσογλου πλαισιώνουν εξαιρετικά οι Ανδρομάχη Μπάρδη, Σωτήρης Ρουμελιώτης και Γιάννης Μονοκρούσος. Στο τραγούδι είναι η Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη και στη μουσική οι Λυδία Ανεστοπούλου και Αναστάσης Κατσαρός. «Στη Λούνα συνυπάρχουν και συνομιλούν διαφορετικές θεατρικές γενιές, καθώς και διαφορετικοί θεατρικοί τρόποι, διαφορετικές θεατρικές εκφράσεις. Χωρίς ποτέ να ακυρώνει η μια την άλλη. Αλλά υποδεχόμενη η μια την άλλη. Και αγκαλιάζοντάς την». Συνθέτουν ένα υποδειγματικό παζλ που αναδεικνύει μία ιστορία που αφορά την ίδια την πόλη. Σε κάθε στάση κοιτώντας έξω από το παράθυρο, έχουμε μία μοναδική ευκαιρία να δούμε τη Θεσσαλονίκη του σήμερα, καθώς η συνθήκη των λεωφορείων στην καθημερινότητα είναι βασανιστική. Το μυαλό αφήνεται, όπως κι οι αισθήσεις. Για να ένα διάστημα δύο ωρών ο θεατής “διαβάζει” πίσω από τις ερμηνείες και τα γεγονότα και εξηγεί με τον δικό του τρόπο αυτό που θέλει να του μεταδώσει ο Κωνσταντινίδης.
Ανεξίτηλα τραύματα έρχονται στην επιφάνεια. Η Λούνα έχει μάθει να αντέχει. «Ο θάνατος σκιάζει κάθε στιγμή». Όσον η μνήμη μένει ζωντανή, τόσο το αλάτι θυμίζει τις πληγές. “Όμηροι” ενός οδυνηρού παρελθόντος. Εγκλωβισμός και ματαιότητα. Οι νεότεροι διστακτικοί να πλησιάσουν, «φοβούνται μην κολλήσουν γηρατειά». Η μετατροπή του δοκιμίου σε θεατρικό έργο δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ειδικά με τον τρόπο που συμβαίνει. Απαιτεί έμπνευση, σύνθεση και μαεστρία. Η πλήρης εναρμόνιση των εμπλεκομένων οδηγεί στην επιτυχία. Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης θέλει να κάνει κοινωνούς του έργου τους θεατές του. Να είναι κομμάτι του, καθώς αποχωρούν γεμάτοι. Η αναζήτηση των υπευθύνων της τραγωδίας θα υπάρχει άλλωστε όσο υπάρχει η μνήμη και η δύναμη του συναισθήματος.
Πρόκειται για μια παραγωγή της Angelus Novus που την σχεδίασε και την οργάνωσε η Electra Social Company. Συνδιοργανωτής είναι ο Δήμος Θεσσαλονίκης: η Αντιδημαρχία Πολιτισμού και το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Όπως αναφέρουν οι συντελεστές, η δράση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την πολύτιμη στήριξη και χορηγία της ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Α.Ε., ενώ η παραγωγή πραγματοποιείται με την οικονομική στήριξη του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον και υποστηρίζεται από την 88η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκη.
Παύλος Λεμοντζής, Thesspress, 22/09/2024 Πηγή
«Πώς ζει κανείς με έναν αριθμό στο μπράτσο μετά τον πόλεμο; Διάφοροι άνθρωποι έζησαν ανάμεσά μας με διαφορετικό τρόπο αυτό το ορατό, αδιάψευστο, χειροπιαστό και ανεξίτηλο σημάδι των μαρτυρίων του παρελθόντος. Κάποιοι θέλησαν αργά ή γρήγορα να το σβήσουν, να το κάψουν, ή να ζητήσουν την αφαίρεσή του με πλαστική χειρουργική επέμβαση. Άλλοι το έκρυβαν πάντα, ή κατά περίσταση, με κάποια ντροπή. Άλλοι το επιδείκνυαν με θυμό, με οδύνη, χωρίς ντροπή. Πόσοι γύρω τους το αναγνώριζαν; Πόσα παιδάκια απόρησαν; Πόσα εγγόνια πείστηκαν για λίγο ότι ήταν ο αριθμός τηλεφώνου του παππού; Πόσα δάχτυλα χάιδεψαν ένα χέρι σε αυτό ακριβώς το σημείο; Πόσους τέτοιους αριθμούς έχω δει, τα καλοκαίρια, σε άνδρες που φορούσαν κοντομάνικα πουκάμισα, σε γυναίκες με ελαφρά αμάνικα φορέματα; Πώς έζησε η Λούνα με τον δικό της αριθμό 40077;»
Ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης και οι τέσσερεις ηθοποιοί του -Ελένη Μακίσογλου, Ανδρομάχη Μπάρδη, Σωτήρης Ρουμελιώτης, Γιάννης Μονοκρούσος- ξαναφέρνουν στην επιφάνεια την ιστορία της Λούνας, μιας φτωχής Εβραίας ράφτρας που επέστρεψε στη γενέτειρά της μετά τα στρατόπεδα κατοχής. Το υλικό αντλείται από το βραβευμένο ομότιτλο δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας της Ρίκας Μπενβενίστε.
Το λεωφορείο, διατρέχοντας την πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά, τερματίζει στην οδό Ζεφύρων. Εκεί παρουσιάζεται η τελευταία σκηνή- έκπληξη του έργου.
Η πόλη είναι η άλλη μεγάλη πρωταγωνίστρια.Τι θυμάται και τι θέλει να ξεχάσει από το παρελθόν της; Και η βία που διαποτίζει σήμερα τους δρόμους και τις γειτονιές της, τι σχέση έχει με τη βία της εκτόπισης και του ολοκαυτώματος;
Από το Βαφοπούλειο στο λεωφορείο με συνοδεία μουσικής. Η μουσική ταξιδεύει, αναζωογονεί, εμπνέει, ηρεμεί, συγκινεί, δυναμώνει. Η μουσική είναι γλώσσα που ενώνει τον κόσμο. Είναι ένας τρόπος να συνομιλούμε μεταξύ μας οι άνθρωποι, να εκφράζουμε σκέψεις και συναισθήματα και, εν προκειμένω, γίνονται οι νότες εισιτήριο στο ταξίδι που μας χαρίζει η Λούνα– Μακίσογλου, με όχημα τις ιστορίες της σε πρωτοπρόσωπη ανεπιτήδευτη αφήγηση, πάνω σε τροχούς ενός λεωφορείου και με οδηγό τον έμπειρο σκηνοθέτη Δαμιανό Κωνσταντινίδη.
Η λυρική τραγουδίστρια Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη μεγεθύνει τη μέθεξη με την έξοχη φωνή της. Μας υποδέχεται με χαρούμενα εβραϊκά τραγούδια, διανθίζει τη διαδρομή του λεωφορείου μέσα στα ανάκατα χρόνια με θρήνους και μοιρολόγια, ανάλογα την περιπέτεια που οι εξαιρετικοί αφηγητές: Αντιγόνη Μπάρμπα, Σωτήρης Ρουμελιώτης, Γιάννης Μονοκρούσος, μοιράζουν στο κοινό με λόγια και φωτογραφίες. Στον τελευταίο σταθμό η μουσική κομπανία κλείνει το χρονικό και πάλι με χαρούμενα τραγούδια, όπως στην αρχή του κύκλου.
Στην ιδιαίτερη αφηγηματική παράσταση, η βιογραφία της Λούνας στρώνει δρόμους στη μνήμη, για να ξαναφέρουμε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης στην πόλη τους, τη Shoah, την ένδεια και τα ανάποδα μεταπολεμικά χρόνια. Επειδή ήταν φτωχή, αγράμματη και γυναίκα, τα ίχνη της εύκολα χάνονταν ανάμεσα στους αφανείς της πορείας της. Αρχειακά τεκμήρια, καταγεγραμμένες μαρτυρίες, φωτογραφίες και προσωπικές αναμνήσεις συναρμόζονται, ως ισότιμες «πηγές», που καλούν σε ίση κριτική διάθεση.
Εισβάλλουμε στον κόσμο και στη μοίρα των αφανών με λέξεις που δεν είναι δικές τους, γιατί τα λόγια τους δεν ακούστηκαν αλλά αγνοήθηκαν ή λησμονήθηκαν. Ακολουθούμε τα ίχνη ενός βίου που δέθηκε με τις περιπέτειες του 20ού αιώνα, διατρέχοντας τους τόπους απ’ όπου πέρασε η Λούνα, εκείνους που κατοίκησε. Τα ίχνη της αναζητούνται σε κτίρια, οικοδομές, τοπία της πόλης.
Η βιογραφία της ανασυντίθεται μέσα από τα λιγοστά χνάρια που άφησε αυτή η γυναίκα, όπως η δικαστική κατάθεσή της, η ταυτότητά της ως μέλους της Ένωσης Ομήρων, οι φωτογραφίες, ο φάκελός της στη Γενική Επιτροπή Περίθαλψης, αλλά και από τις προσωπικές αναμνήσεις της συγγραφέως.
Όλα αυτά αποκτούν το νόημά τους εξαιτίας της σχέση τους με ένα ευρύ φάσμα πηγών. Η ερμηνεία προκύπτει από την ισότιμη αντιμετώπιση των πηγών –χαρακτηριστικό της μικροϊστορίας– η οποία φωτίζει μέσα από τη σχέση των συμφραζομένων (πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών, πολιτισμικών) με τη μαρτυρία της Λούνας, το πώς βιώθηκε η επιστροφή των επιζώντων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε μια άδεια από Εβραίους αλλά και σε μια εχθρική Θεσσαλονίκη.
Η αφήγηση οργανώνεται με βάση τους τόπους από τους οποίους πέρασε η Λούνα αρχικά προπολεμικά και κατά τη διάρκεια του πολέμου: το Συνοικισμό 151 –μια από τις αμιγώς εβραϊκές γειτονιές της Θεσσαλονίκης–, το Ρεζή Βαρδάρ, το συνοικισμό του Βαρόνου Χιρς, από τον οποίο εκτοπίστηκε με τον σύζυγό της, Σαμ, στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου στις 27 Μαρτίου 1943.
Στο κεφάλαιο για το Άουσβιτς, το οποίο διερευνά την εμπειρία όσων υπέστησαν τα ναζιστικά πειράματα στο Μπλοκ 10 του στρατοπέδου, το ερώτημα «Πώς ζει κανείς με έναν αριθμό στο μπράτσο μετά τον πόλεμο;» μας υπενθυμίζει τη διαρκή προσπάθεια της ιστορικού να δει με τα μάτια θυμάτων την εμπειρία των βασανιστηρίων και του εγκλεισμού στο στρατόπεδο εξόντωσης και, ταυτόχρονα, τη ριζική διαφορά που χωρίζει τους ανθρώπους της μετά τη Shoah εποχής, από όσους και όσες βίωσαν τη φρίκη.
Η Λούνα, «δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας» της Ρίκας Μπενβενίστε, αφορά ένα πραγματικό πρόσωπο, μια μακρινή συγγενή της συγγραφέως. Καλύπτει όλο σχεδόν τον 20ο αιώνα, από τη γέννησή της το 1910 στη Θεσσαλονίκη, έως τον θάνατό της το 1998, εστιάζοντας κυρίως στη μεταπολεμική περίοδο, όπου είναι ακόμη ορατές οι ολέθριες συνέπειες της ναζιστικής κυριαρχίας.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το 2017. Απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας και το βραβείο του Νίκου Θέμελη.
Σημείωμα σκηνοθέτη
«Η Ελένη Μακίσογλου είναι η Λούνα. Κουβαλάει μνήμες από μια άλλη Θεσσαλονίκη, τη μεταπολεμική, τη μετεμφυλιακή. Και κουβαλάει 60 χρόνια θεατρικής ιστορίας αυτής της πόλης. Μαθήτρια και ηθοποιός του Ζήσου Χαρατσάρη, ιδρυτικό μέλος του ΦΟΘΚ και του –ιστορικού πλέον- Θεατρικού Εργαστηριού, ηθοποιός για πολλά χρόνια στο Κ.Θ.Β.Ε. Μαζί της η Αντιγόνη Μπάρμπα, ο Αλέξης Κότσυφας, ο Σωτήρης Ρουμελιώτης, τρεις νεότεροι ηθοποιοί, που αφηγούνται τη ζωή της Λούνας.
Έτσι, παράλληλα με έναν «υπόγειο» διάλογο που αναπτύσσεται στη διάρκεια της δράσης και αφορά το παρελθόν της Θεσσαλονίκης και το παρόν της, αναπτύσσεται και ένας δεύτερος, που αφορά το θέατρο αυτής της πόλης.
Στη Λούνα συνυπάρχουν και συνομιλούν διαφορετικές θεατρικές γενιές, καθώς και διαφορετικοί θεατρικοί τρόποι, διαφορετικές θεατρικές εκφράσεις. Χωρίς ποτέ να ακυρώνει η μια την άλλη. Αλλά υποδεχόμενη η μια την άλλη. Και αγκαλιάζοντάς την.»
Δαμιανός Κωνσταντινίδης.
Η ιστορία της Λούνας είναι η ιστορία των αφανών, η ιστορία που ο κανόνας έχει περιθωριοποιήσει και την οποία φέρνει στο προσκήνιο η αφήγηση της ιστορικού Μπενβενίστε, προκαλώντας ρωγμή στον κανόνα και υπονομεύοντάς τον.
Στόχος της μικροϊστορίας, άλλωστε, είναι να προκαλέσει ρωγμές σε μια υποτιθέμενη ομοιογενοποιημένη εμπειρία που συνιστά τον κανόνα.
Η συγγραφέας είχεδηλώσει για το βιβλίο «Λούνα», όταν βραβεύτηκε με το βραβείο «Νίκου Θέμελη»: «Από μια άποψη, το εγχείρημα της συγγραφής ήταν εξαρχής –εν μέρει τουλάχιστον- καταδικασμένο: Κανείς δεν θα ξέρει ποτέ πώς ένιωθε η Λούνα, μια αφανής επιζήσασα. Δεν παραδόθηκα σε τούτη την αυτόδηλη διαπίστωση. Οι νεκροί ζουν μονάχα με τη ζωή που τους αποδίδουν οι ζωντανοί. Όταν η ιστορική αφήγηση δεν προϋποθέτει μια δήθεν γνωστή ιστορία, όταν προσπαθεί να δώσει συνοχή και ολότητα στα αποσπάσματα και στα απομεινάρια της ζωής, τότε μπορεί να αποκτήσει στοχαστική λειτουργία».
Ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης αυτό ακριβώς έκαμε. Θέλησε κι έδωσε στοχαστική λειτουργία στη δραματοποίηση των βιογραφικών στοιχείων της ηρωίδας. Καταρχάς βάζει τη σπουδαία ηθοποιό Ελένη Μακίσογλου να γίνει η Λούνα μέσα σ’ ένα λεωφορείο, ανάμεσα σε πολίτες- συνεπιβάτες της. Κυλάει η βιωματική της ιστορία, το λεωφορείο διασχίζει κομβικά σημεία της ζήσης της στη Θεσσαλονίκη, οι συνοδοιπόροι θεατές αρχικά είναι παθητικοί δέκτες, αλλά πολύ γρήγορα μετατρέπονται σε μύστες μιας τελετουργίας.
Η θεατρική πράξη συνιστά τελετουργία – κατά τον σπουδαίο καθηγητή θεατρικών σπουδών Βάλτερ Πούχνερ- και οι τελετουργίες δεν εξηγούνται με τη λογική. Οι τελετουργίες μόνον τελούνται.
Στη θεατρική πράξη συντελείται μία ανθρωποθυσία. Ο ηθοποιός θυσιάζεται, «σφαγιάζεται» στον βωμό του ήρωα τον οποίον ερμηνεύει. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά αυτό συμβαίνει μπροστά στα μάτια των θεατών που παρακολουθούν μεν, μετέχουν δε στο τελετουργικό θυσίας της Μακίσογλου, ιδίως στο τελευταίο μέρος.
Στη συγκεκριμένη διασκευή – σύνθεση κειμένου της παράστασης του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, ο ορθολογισμός δεν κυβερνάει. Στον ορθολογισμό τα όρια της αλήθειας είναι κοινά. Ταυτίζονται με τα όρια που θέτει η λογική απόδειξη. Στα έργα σαν κι αυτό η μεγάλη τους αλήθεια δεν αποδεικνύεται, μόνο δείχνεται.
Στο λεωφορείο της διαδρομής της Λούνας θριαμβικά εμφανίζεται το διασκευασμένο κείμενο και μαζί του ο θεατής δε συνευρίσκεται ανώδυνα. Καθίσταται συμμέτοχος – συνένοχος. Εδώ συνυπάρχουν ο μοντερνισμός, ο υπερρεαλισμός, το παράλογο, η εκτροπή από την καθεστηκυία θεατρική μορφή, η αλλαγή δηλαδή στη γεωμετρία της φόρμας. Συνυπάρχει το μυστηριώδες και το τρομώδες χιούμορ , η αγωνία και οι εφιάλτες της ηρωίδας, οι χαρακτήρες που συναλλάσσονται μαζί της, οι μουσικές που την τυλίγουν.
Αυτό που είναι άξιο αναφοράς, είναι ο συνειρμός που κάνει ο θεατής- επιβάτης, καθώς φέρνει σε παράλληλη διαδρομή των Εβραίων θυμάτων του Ναζισμού, την αντιστροφή του ρόλου του σημερινού ηγέτη των Ισραηλινών, ο οποίος θάβει το παρελθόν στη φρίκη του παρόντος πολέμου, με τα χιλιάδες αθώα θύματα.
Ένας περιοδεύων θίασος εξαιρετικών καλλιτεχνών στο λεωφορείο, που σηματοδοτούν κρίσιμες καμπές, οριακές περιόδους, θεατρικά, μουσικά ιντερμέδια, αλλά και αποτελούν συνδετικούς κρίκους θέματος και θεάματος είναι μαζί με τη Λούνα και μαζί μας. Τους αναφέρω και πάλι : Γιάννης Μονοκρούσος, Ανδρομάχη Μπάρδη, Σωτήρης Ρουμελιώτης, η Ελιόνα – Ελένη Σινιάρηστο τραγούδι και οι μουσικοί Λυδία Ανεστοπούλου και Αναστάσης Κατσαρός.
Ο τερματισμός της περιήγησης, της αφήγησης, της περιπέτειας, της αναδρομής και εγκεφαλικά αναβίωσης με λόγια και εικόνες, με καταθέσεις ψυχής και μουσικές ταξιδιάρικες των πέτρινων χρόνων, σε μια αυλή πέτρινη από τείχη Βυζαντινά. Ευτυχής κατάληξη.
Μια τέτοια περιθωριακή ιστορία, όπως αυτή της Λούνα, μάς βοηθάει να κατανοήσουμε παρόμοιες που έχουν εξοβελιστεί από την κυρίαρχη αφήγηση. Το πένθος, η μελαγχολία, ο θρήνος, η θλίψη, η μοναξιά ήταν δυνατές εμπειρίες στη ζωή αυτών που φαίνονταν ότι είχαν προσχωρήσει σε μια κανονικότητα. Κάτω από την εικόνα της επιτυχίας υπήρχε ο «πλανήτης Άουσβιτς». Ζούσαν δίπλα σ’ αυτόν, στοιχειωμένοι από τις εμπειρίες του διωγμού και του στρατοπέδου, καταβεβλημένοι από το πένθος για το χαμό των δικών τους. Το μήνυμα οπτικοποιείται κι ισχυροποιείται μέσα από τις φωτογραφίες που μοιράζουν οι ηθοποιοί.
Η τάση, ωστόσο, για επιστροφή σε μια θετικιστική ιστορία, η οποία μελετά το διωγμό των Εβραίων από τη σκοπιά των Αρχών Κατοχής και των συνεργατών τους, ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο να υιοθετήσουμε την οπτική του θύτη. Από μια τέτοια ματιά μάς απομακρύνει ο σκηνοθέτης, συνυφαίνοντας την ιστορία της Λούνας με τη συλλογική εμπειρία και την ιστορία των μεταπολεμικών χρόνων.
Το λεωφορείο δεν εξυπηρετεί μόνο την παράσταση ως σκηνή και όχημα μεταφοράς στους τόπους όπου έζησε και κινήθηκε η ηρωίδα του έργου, αλλά ικανοποιεί και μια προσωπική ανάγκη του ίδιου του σκηνοθέτη να γνωρίσει καλύτερα την πόλη, η οποία τον φιλοξένησε ως φοιτητή και στην οποία επέστρεψε, ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, για εργασιακούς λόγους.
«Δεν είμαι από τη Θεσσαλονίκη, έκανα τις σπουδές μου εδώ, μετά έφυγα για πολλά χρόνια κι όταν επέστρεψα έμεινα στη Θεσσαλονίκη για τη δουλειά μου. Κατά έναν τρόπο είναι μια πόλη που μισογνωρίζω ή μάλλον αλλιώς τη γνώριζα ως φοιτητής, αλλιώς τώρα. Και ήθελα να τη γνωρίσω καλύτερα. Πιθανόν να οφείλεται και σ’ αυτό μια τέτοια επιλογή. Δηλαδή, κάθε τι που διαλέγουμε δεν είναι ένας μόνο ο λόγος. Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα συνήθως. Είναι περίεργες οι διασυνδέσεις που μπορούν να δημιουργηθούν ανάμεσα στις διάφορες αιτίες ή λόγους που μας οδηγούν κάπου», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης.
Συνεντεύξεις
The Opinion, 05/09/2024 , Άλκηστις Σπυρέλλη
Δαμιανός Κωνσταντινίδης στο TheOpinion: «Λούνα, Ένα ταξίδι στη μνήμη»



















































