



Η θεατρική δράση Λούνα, που αντλεί το υλικό της από το ομότιτλο δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας της Ρίκας Μπενβενίστε, διέπεται από μια βαθύτερη τριπλή ανάγκη: της δραματουργικής συνέπειας, της προσαρμογής στις τρέχουσες συνθήκες, της δημιουργίας μιας ουσιαστικής θεατρικής εμπειρίας.
Η ιδέα γεννήθηκε –και δεν είναι τυχαίο- μέσα στην καραντίνα, μια περίοδο που ήταν κλειστά τα θέατρα και «ανοιχτά» τα λεωφορεία.
Επιβάτες λοιπόν ενός λεωφορείου, διατρέχουμε τη Θεσσαλονίκη από τα ανατολικά προς τα δυτικά περνώντας από τα μέρη που έζησε η Λούνα, φτωχή Εβραία ράφτρα που επιστρέφει στη γενέτειρά της μετά τα στρατόπεδα κατοχής.
Την ιστορία της, που καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον 20ό αιώνα, επιχειρούμε να ανασυστήσουμε. Την πορεία της μέσα στον χρόνο και τους τόπους. Θέλουμε να την βγάλουμε από την αφάνεια και παράλληλα να την εντάξουμε στο παρόν της πόλης.
Γιατί η Θεσσαλονίκη είναι η άλλη μεγάλη πρωταγωνίστρια αυτής της δράσης.
Τι θυμάται η πόλη που θεωρήθηκε «Μάνα του Ισραήλ» και «δεύτερη Ιερουσαλήμ» από το πολλές φορές ένοχο παρελθόν της;
Τι θέλει να ξεχάσει;
Και η βία που διαποτίζει σήμερα τους δρόμους και τις γειτονιές της τι σχέση έχει με τη βία της εκτόπισης και του ολοκαυτώματος;


Συντελεστές
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Ρίκα Μπενβενίστε
Σκηνοθεσία – Σύνθεση κειμένου παράστασης: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά, κοστούμια: Απόστολος Αποστολίδης
Μουσική: Γιώργος Χρυσικός
Κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα
Βοηθός σκηνοθέτη: Σωτήρης Ρουμελιώτης
Ηθοποιοί/αφηγητές: Ελένη Μακίσογλου (Λούνα), Αλέξης Κότσυφας, Αντιγόνη Μπάρμπα, Σωτήρης Ρουμελιώτης
Φωτισμοί: Buba Soso Gabedava
Stage manager: Αντωνία Γεωργιάδου
Τραγούδι: Eljona Eleni Sinjari, Κατερίνα Επαμεινώνδα
Μουσικοί: Λυδία Ανεστοπούλου Λυδία Ανεστό (ακορντεόν), Γιώργος Χρυσικός (κιθάρα)
Βίντεο
Κριτικές
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Ζωή Βερβεροπούλου στο Facebook 26/10/2022
Για ΛΟΥΝΑ
Χθες ήταν η τελευταία παράσταση της ΛΟΥΝΑ θέατρο στο λεωφορείο και πολύ χαίρομαι που την πρόλαβα.
Επιτέλεση εν κινήσει, αφού το μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίχθηκε σε λεωφορείο με επιβάτες εμάς τους θεατές, το εγχείρημα του Δαμιανού Κωνσταντινίδη ήταν, σε πρώτο επίπεδο, μια αφηγηματική διαδρομή εμβύθισης στην ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Στο επίκεντρο, η παραδειγματική βιογραφία της ηλικιωμένης Λούνας, που επέζησε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επέστρεψε στην πόλη και ξεκίνησε τη ζωή της από την αρχή, ολομόναχη, προσπαθώντας να συμβιώσει με το ανεξίτηλο τραύμα τής Shoah.
Παράλληλα όμως, η παράσταση στάθηκε και μια ιδιότυπη ξενάγηση στους χωροχρόνους της παλαιότερης Θεσσαλονίκης και στις αρχιτεκτονικές μνήμες της, ξετυλίγοντας μια αφηγηματικά, φωτογραφικά και τοποσημικά επαυξημένη, παρελθούσα πραγματικότητα. Μου ήρθε έντονα στον νου η «Dora Bruder» του Patrick Modiano, αν και η λιτή και υπόκωφα συγκινητική «Λούνα» του Κωνσταντινίδη θέλησε, θαρρώ, να μας μιλήσει περισσότερο για το φως που η ηρωίδα επαναδιεκδίκησε παρά για τα σκοτάδια της.
Κατηφορίζοντας προς την Εγνατία από την πλατεία Μαβίλη όπου ολοκληρώθηκε η διαδρομή μας, ένιωσα σαν να ξαναέβγαινα στην επιφάνεια από κάπου βαθιά, σαν να διέσχιζα προς τα πάνω αλλεπάλληλες στρώσεις χρόνου και ιστορίας, για να αναδυθώ ξανά στην αληθινή, σημερινή πόλη μου. Και κάπως έτσι σωματικά βεβαιώθηκα ότι η παράσταση τον πέτυχε τον στόχο της.
Βικτωρία Ιωσηφίδου στο Facebook 19/10/2022
«ΛΟΥΝΑ», μια παράσταση στο λεωφορείο
Είδα κι εγώ τη «ΛΟΥΝΑ» της Ρίκα Μπενβενίστε, μια παράσταση μέσα στο λεωφορείο, το οποίο ταξιδεύει σε χαρακτηριστικές τοποθεσίες της Θεσσαλονίκης όπου έζησε η Λούνα, μια φτωχή Εβραιοπούλα μοδίστρα και μέσα από την ιστορία της αφηγείται ουσιαστικά την πορεία και την ιστορία όλων των Εβραίων της πόλης πριν , κατά και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η Λούνα δεν είναι μια οποιαδήποτε Εβραία αλλά μια τραγική ηρωίδα που επέζησε από το Άουσβιτς και επέστρεψε τσακισμένη και ενώ είχε χάσει όλους τους συγγενείς της στην πατρίδα της.
Πρόκειται για ένα δραματοποιημένο ιστορικό δοκίμιο εξαιρετικά κατατοπιστικό μα και ιδιαίτερα τρυφερό και ζεστό ταυτόχρονα, γεμάτο συναίσθημα και αγάπη για τη ζωή, που ερμηνεύουν εξαιρετικά οι Αλέξης Κότσυφας, Σωτήρης Ρουμελιώτης και Αντιγόνη Μπάρμπα ενώ στον ρόλο της Λούνα είναι η Ελένη Μακίσογλου Ήταν μια παράσταση εμπειρία, που μας κράτησε προσηλωμένους δύο περίπου ώρες και μέσα από το υποδειγματικό στήσιμό της, τις ωραίες ερμηνείες και την άψογη οργάνωση της όλης παραγωγής μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις και μια ιδιαίτερη γλυκιά γεύση παρόλο τον πόνο που κρύβει η υπόθεση. Ένα μάθημα ιστορίας και ένα ταξίδι της ψυχής ταυτόχρονα. Συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές και φυσικά στον πάντα πρωτοπόρο σκηνοθέτη της Δαμιανό Κωνσταντινίδη.
Η παράσταση ξεκινά από το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο και καταλήγει στην πλατεία Μαβίλη, στον χώρο της οποίας παίζεται και το τελευταίο μέρος της. Δυστυχώς τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί. Μακάρι να προκύψουν και άλλες παραστάσεις και να μπορέσουν να την δουν όσο περισσότεροι γίνεται.
Αναστασία Γρηγοριάδου στο Facebook 10/10/2022
Σάββατο βράδυ στην παράσταση “Λούνα” / ΛΟΥΝΑ θέατρο στο λεωφορείο. Προσπαθήστε να βρείτε θέση να παρακολουθήσετε αυτήν την παράσταση. Πόσο θα ήθελα να την δούμε όλοι οι Θεσσαλονικείς. Μακάρι και πολλά σχολεία.
Η παράσταση “Λούνα” βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο, βραβευμένο δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας, της ιστορικού Ρίκας Μπενβενίστε που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις. Είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, έγινε μια πολύ δυνατή παράσταση. Μέσα σε ένα λεωφορείο εν κινήσει, βράδυ, ζούμε την ιστορία της Λούνας και χιλιάδων εβραίων σαλονικιών, φτωχών ανθρώπων του μεροκάματου όπως εκείνη, ζωντανευει η πολη μεσα μας, μάς μιλάνε χιλιάδες ψυχές που δεν γύρισαν πίσω.
Η συγκίνηση πολύ μεγάλη.
Entremosotros. Αναμεταξύ μας.
Αυτή η παράσταση – τι έκανες Δαμιανέ Κωνσταντινίδη! – πρεπει να παραμείνει σταθερα στο ρεπερτόριο της Angelus Novus τουλαχιστον για κάποια χρόνια, ίσως και να προσαρμοστεί και για κλειστό χώρο, να υπαρξει και μια διασκευή, μεχρι να την δουν όσοι περισσότεροι Θεσσαλονικείς μπορούν. Όταν θα εχουμε στην πόλη Μουσείο Ολοκαυτώματος, στο άνοιγμά του δεν μπορώ να φανταστώ να λείπει αυτή η παράσταση απο εκεί. Και επειδή την ξέρω την πολη μας και τα στραβά της, τότε στο ανοιγμα αυτού του Μουσείου δεν πρεπει να λείψει απο εκεί μια τετοια δουλειά ανθρώπων, όπως του Δαμιανού Κ. και των συνεργατιδών-συνεργατών του, που εκαναν αυθεντικά, ειλικρινά με τόση εντιμότητα, δουλειά και με την ψυχή τους μια τέτοια ουσιαστική και δυνατή παράσταση σήμερα κι όχι απλώς ίσως επί τη ευκαιρία και επί τούτου τότε με ό,τι θα σημαίνει αυτό.
Κυριακή πρωί, περνώντας από το πανεπιστημιακό κάμπους, μια στάση στο Μνημείο του Παλαιού Εβραϊκού Νεκροταφείου στο ΑΠΘ. Ιστορία της πόλης μας. Όλοι μπορούμε να το επισκεφθούμε. Μνήμη, υπόμνηση και αφορμή για σκέψη και τιμή στη μνήμη χιλιάδων συμπολιτών μας.
Γιώργος Τούλας στο Facebook 05/10/2022
Χθες βράδυ ακολούθησα τη διαδρομή ενός λεωφορείου που διέσχιζε την πόλη. Τόπους με βαριά Ιστορία, χωρίς καμιά σηματοδότηση για να τη γνωρίζουν οι νεότεροι. Πάνω στο λεωφορείο ξετυλίγονταν η ιστορία της Λούνα Γκαντένιο, της ελληνοεβραίας μοδίστρας που βρέθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και κατάφερε να διασωθεί και να γυρίσει στην πόλη και έξω από τα παράθυρα έβλεπα τις εικόνες του σήμερα.
Ένα τρομερό κοντράστ, ανατριχιαστικό σχεδόν.
Σε κάθε στάση μια ιστορία και μια σημειολογία σημερινή. Με αποκορύφωμα τον Παλιό Σταθμό που η Λούνα έφυγε για τα στρατόπεδα με το τρένο και απέναντι να βλέπουμε τα φωτισμένα γραφεία της Χρυσής Αυγής.
Όσα σκέφτηκα κατά τη διάρκεια αυτής της κινούμενης παράστασης που αξίζει πολύ ως μάθημα ιστορίας θα τα βρείτε στο πρώτο σχόλιο. Την Ελένη Μακίσογλου που παίζει τη Λούνα είχα πάνω από 30 χρόνια να τη δω και ας ζούμε στην ίδια πόλη. Δουλεύαμε κάποτε μαζί στο ραδιόφωνο. Και είναι συγκλονιστική στην παράσταση, λάμπει στα 77 της.
Σάββας Πατσαλίδης, Athens Voice, 28/09/2022 (Πηγή)
«Λούνα»: Το βαθύ τραύμα της Θεσσαλονίκης στους δρόμους
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα και τη βία που διαποτίζει σήμερα τους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης
Το πιο βαθύ και ανομολόγητο τραύμα της Θεσσαλονίκης είναι η ιστορία της εβραϊκής της κοινότητας, οι περιπέτειες που οδήγησαν στο ξεκλήρισμά της. Τραύμα γεμάτο ενοχές και μνήμες. Και θεωρώ απόλυτα θετικό το γεγονός ότι ολοένα και πυκνώνουν οι μαρτυρίες, οι δημοσιεύσεις και οι δράσεις, οι οποίες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, φέρνουν στο φως λεπτομέρειες και εμπειρίες που ο κόσμος αγνοεί. Πρόσφατο παράδειγμα, η περφόρμανς «Λούνα», το βραβευμένο έργο-βιογραφία της Ρίκας Μπενβενίστε, όπου πρωταγωνιστεί η Εβραία μοδίστρα, η φτωχή και αγράμματη Λούνα, η οποία καταλήγει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί την άνοιξη του 1943, επιβιώνει, και δύο χρόνια αργότερα επιστρέφει στη γενέθλια πόλη της, όπου βιώνει ξανά τον αποκλεισμό και τις διακρίσεις, δηλαδή βιώνει μια άλλη εκδοχή της «τελικής λύσης».
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης
Η σκηνοθεσία
Βασική έγνοια του σκηνοθέτη Δαμιανού Κωνσταντινίδη, η μετατροπή μιας απούσας «άλλης» ιστορίας σε δυναμική επιτελεστική παρουσία. Προς τον σκοπό αυτό εγκαταλείπει τα όρια της καθιερωμένης σκηνής, τους μηχανισμούς του τακτοποιημένου και απόλυτα ελεγχόμενου ψευδαισθησιακού ρεαλισμού, και μεταφέρει με λεωφορείο το προσωπικό δράμα της Λούνας στον άναρχο και εν πολλοίς απρόβλεπτο ρεαλισμό των δρόμων και των ανοικτών τοπίων της πόλης της Θεσσαλονίκης.
Από την εναρκτήρια σκηνή στο φουαγιέ του Βαφοπούλειου Πολιτιστικού Κέντρου μέχρι την καταληκτική στην πλατεία Μαβίλη στον Βαρδάρη, οι επιλογές του ήταν έτσι ρυθμισμένες ώστε να αντιμάχονται την απόσταση θεάματος και θεατή.
Ήταν σαφές πως ήθελε τους θεατές σε ρόλο συνεπιβατών, συνοδοιπόρων ή ακόμη και «μαρτύρων», όχι βέβαια με στόχο τη θεραπεία του τραύματος, αλλά την καλύτερη και πιο υποψιασμένη γνωριμία μαζί του, προκειμένου να αισθανθούν στο πετσί τους αυτά που βίωσε η αφανής ηρωίδα της Μπενβενίστε.
Περί εγγύτητας
Τώρα, το πώς εισπράττει κάθε θεατής αυτή την εγγύτητα, την εμπλοκή με τα δρώμενα και τις ιστορικές τους σημάνσεις, είναι θέμα αυστηρώς προσωπικό. Υπάρχουν θεατές που δεν θέλουν να αναστατώνεται η προστασία που τους προσφέρει το σκοτάδι της πλατείας. Νιώθουν πιο ασφαλείς παρακολουθώντας από απόσταση. Απόλυτα θεμιτό.
Είναι άλλοι όμως που θέλουν κάτι παραπάνω, μια πιο λοξή διερεύνηση των δυνατοτήτων του θεάτρου, ένα ταρακούνημα, ακόμη και μια αίσθηση ανασφάλειας. Και σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκει η περφόρμανς-περιήγηση της Λούνας. Είναι ένα αλλιώτικο δρομολόγιο που θα ονόμαζα μια «τραγωδία αναγνώρισης» με ευτυχισμένο όμως τέλος, μιας και η Λούνα κατορθώνει, σε πείσμα των καιρών, να επιβιώσει. Με μια ωστόσο διαφορά. Σε μια κλασική τραγωδία, ο αγγελιοφόρος ήταν εκείνος που επωμιζόταν τον ρόλο να φέρει στους θεατές της αναπαράστασης αφηγήματα και αλήθειες του κόσμου πέρα από τη σκηνή. Ο αγγελιοφόρος ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ο μέσος θεατής in absentia. Η αναφορά του συμπλήρωνε τα κενά και προωθούσε τη δράση. Αντίθετα, στη Λούνα, ο θεατής προ(σ)καλείται να γίνει μέρος μιας πορείας προς την «αναγνώριση» και το νόημα και όχι ένας απλός παθητικός υποδοχέας ενός ήδη διαμορφωμένου νοήματος (δηλ. ενός συμπεράσματος).
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης
Περί χειρισμού της εγγύτητας
Η παρουσία των τεσσάρων αφηγητών της ομάδας Angelus Nοvus, καθώς επίσης και η καταφυγή σε λύσεις και τακτικές ενεργοποίησης όλων των αισθήσεων των θεατών, κι όχι μόνο της ακοής και της όρασης, όπως για παράδειγμα οι φωτογραφίες που μοιράζονται στους επιβάτες του λεωφορείου με τα διάφορα κτίρια, το ποτό, οι καραμέλες και η διάταξη των καθισμάτων στην πλατεία Μαβίλη κ.λπ, καθώς επίσης και η συνεχής έκθεση στα αναπάντεχα συμβάντα του δρόμου με τα κορναρίσματα, τα αυτοκίνητα, τους πεζούς, τη φασαρία, ενισχύουν την αίσθηση (ή αν προτιμάτε, την ψευδαίσθηση) της «αδιαμεσολάβητης» φυσικότητας της δράσης και παράλληλα την αίσθηση του τόπου και των συνθετικών του υλικών.
Όσο εξελίσσεται χιλιομετρικά η δράση, το «εκεί και τότε» της ηρωίδας (η απουσία της δηλαδή) μορφοποιείται σε ένα δυναμικό «εδώ και τώρα» (μια παρουσία), που εισβάλλει στον χώρο του θεατή-συντελεστή διεκδικώντας την προσοχή όσο και την κατανόησή του. Την ίδια στιγμή του προσφέρει και μια ανανεωμένη οπτική γωνία πρόσληψης του αστικού τοπίου, που μολονότι το ζούμε δεν το παρατηρούμε, μας διαφεύγει η υλικότητά του, οι οσμές και οι ήχοι του, η πραγματικότητά του. Έχει σημασία αυτή η διάσταση της περφόρμανς. Και εξηγώ.
Η υλικότητα του εδώ και τώρα
Όσο περνά ο καιρός και η τεχνολογία βελτιώνεται, άλλο τόσο μεγαλώνει και η απόστασή μας από την πραγματικότητα. Κλεινόμαστε στον εαυτό μας. Βγαίνουμε ολοένα και λιγότερο έξω για να γνωρίσουμε κόσμο. Και όταν βγαίνουμε, σπάνια θα διερωτηθούμε για όλα εκείνα που συνθέτουν το περιβάλλον που ζούμε, πολλώ δε μάλλον τις ιστορικότητες που κρύβει. Και σαν να μη φτάνει αυτό, κάθε φορά που διασχίζουμε το αστικό μας τοπίο έχουμε πάντα μαζί μας τα αναγκαία εργαλεία (iPod, κινητά τηλέφωνα, earphones) που αποτρέπουν την επαφή μας είτε με το τοπίο είτε με άλλους ανθρώπους. Με άλλα λόγια, βγαίνουμε φορώντας την πανοπλία της απομόνωσής μας.
Είναι προφανές πως οι δημόσιοι χώροι έχουν πάψει προ πολλού να έχουν τη λειτουργικότητα της αρχαίας αγοράς, όπου ανταλλάσσονταν ιδέες, προβλημάτιζαν θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Και εκτιμώ πως ανάμεσα στους στόχους της Λούνας ήταν να μας επαναφέρει στον δημόσιο χώρο, στο οικοσύστημα, δημιουργώντας, έστω και προσωρινά, την αίσθηση της κοινότητας, της συλλογικότητας.
Όπως υποστηρίζει ο καλός Γάλλος στοχαστής De Certeau, αυτές οι παρεμβάσεις είναι σημαντικές καθώς αποδομούν τον χώρο και τον μετατρέπουν σε ένα πιο δημιουργικό, μη παγιωμένο και αισιόδοξο τόπο, αισιόδοξο υπό την έννοια ότι μας δίνουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα, να αποκτήσουμε μια βαθύτερη κατανόηση των λειτουργιών του και των ιδεολογημάτων του.
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης
Ένα ερώτημα περί πραγματικότητας και τέχνης
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα που με ταλανίζει κάθε φορά που η διαχωριστική γραμμή σκηνής/πλατείας, μύθου/πραγματικότητας καταλύεται ή γίνεται δυσδιάκριτη ή προκαλείται. Διερωτώμαι, λοιπόν:
Πόση άραγε δόση πραγματικότητας μπορεί να αντέξει η τέχνη για να συνεχίσει να λέγεται τέχνη και όχι ζωή; Όπως και το αντίστροφο: πόση δόση θεατρικότητας μπορεί να αντέξει η ίδια η ζωή για να συνεχίσει να λέγεται πραγματικότητα και όχι θέατρο;
Μολονότι πολύ θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες παραπάνω σκέψεις δεν θα υποκύψω στον πειρασμό (θα μας πάει η κουβέντα αλλού και πολύ μακριά), θα πω μόνο εν τάχει ότι το μπρα ντε φερ ανάμεσα στην παρουσία και απουσία, είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά όσο και προβληματικά/σύνθετα χαρακτηριστικά του θεάτρου γενικά και ειδικότερα εκείνο που κάνει το οδοιπορικό της Λούνας που συζητούμε εδώ τόσο ιδιαίτερο, γοητευτικό, αλλά και «επικίνδυνο». Και όταν λέω «επικίνδυνο», αναφέρομαι στις πιθανές αρνητικές προεκτάσεις που ενδέχεται να έχει η επιδιωκόμενη εγγύτητα. Επιτρέψτε μου δυο λόγια παραπάνω.
Σε ρόλο συνηγόρου του διαβόλου
Για παράδειγμα, μήπως τελικά η ολοένα και μεγαλύτερη ενίσχυση της εγγύτητας (και συνακόλουθης και εν πολλοίς αναπόφευκτης ταύτισης) του θεατή (ψυχοσυναισθηματική ή/και σωματική) με ένα πρόβλημα ή μια ιδιαιτερότητα ή ένα τραύμα, μπορεί να γίνει μπούμερανγκ, υπό την έννοια ότι αντί να οδηγεί σε ενεργοποίηση των κριτικών αντανακλαστικών μας, καταλήγει να λειτουργεί ως το «συμπαθές» άλλοθί μας για την απουσία δράσης, την απουσία ουσιαστικής πρόκλησης;
Πορευόμενος απορώντας, μου έρχεται στο μυαλό η άποψη της σπουδαίας Σούζαν Σόνταγκ, που λέει ότι, όσο νιώθουμε συμπάθεια, δεν αισθανόμαστε ότι είμαστε συνεργοί στην πράξη που προκάλεσε τον πόνο. Η συμπάθειά μας προδίδει την αθωότητά μας, αλλά και την ανικανότητά μας. Και σκέφτομαι, μήπως τελικά διά της συμπαθείας καταλήγουμε να γινόμαστε απλά «τουρίστες πολιτιστικών (και ενίοτε ριζοσπαστικών) δράσεων»; Είναι και αυτό ένα ζήτημα.
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης
Πίσω στη Λούνα
Αφήνω σκόπιμα μετέωρη και την παραπάνω απορία για τον καθένα που θα ήθελε να τη σκεφτεί, και συνεχίζω με τη Λούνα, την οποία ο Κωνσταντινίδης, ένας υποψιασμένος και δοκιμασμένος στα δύσκολα σκηνοθέτης, αγκάλιασε με τη γνώριμη έγνοια και βαθιά του αγάπη. Δεν έπεσε στην παγίδα του ψυχοσυναισθηματικού εγκλωβισμού του θεατή. Τον ήθελε παρόντα και σκεπτόμενο, όχι όμως παραδομένο. Οι (κατά τόπους μπρεχτικές) αποστασιοποιητικές επιλογές του κινήθηκαν επάνω σε καθαρούς και ελεγχόμενους διαδραστικούς αρμούς, που είχαν ως στόχο τη δημιουργία μιας κοινωνικής (κυρίως και μόνο δευτερευόντως αισθητικής) εμπειρίας, μιας εμπειρίας κριτικής (ας σημειωθεί αυτό) επανασύνδεσης του αποξενωμένου ατόμου με την τοπική του ιστορία (και τα όποια ενοχικά της κατάλοιπα) και την καθημερινότητά του.
Και μία γενική παρατήρηση: η διαχείριση του οικείου
Γνωρίζω ότι δεν υπήρξαν παρεμβάσεις στο έργο της συγγραφέως. Όμως, όταν ένα έργο που δεν έχει γραφτεί για να γίνει θέατρο καταλήγει να γίνει, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος κάπου να σκοντάψει. Όπως τώρα. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος.
Υπήρξε ένα κομμάτι της διαδρομής, λίγο πριν και λίγο μετά το «Υπνωτήριο Αλλατίνη» επί της Παρασκευοπούλου, για περίπου 10-15 λεπτά, όπου η αφήγηση με τα διάφορα ζιγκ-ζαγκ της αισθάνθηκα ότι με πετούσε έξω. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν εκείνο που έλειπε. Άρχισα να χάνω το ενδιαφέρον μου και την επαφή μου με τη γεωγραφία των δρωμένων. Αφού τελείωσε η περφόρμανς, το σκέφτηκα αρκετά, και κατέληξα στο εξής:
Τα οικεία στοιχεία που εμπεριείχε η αφήγηση στο συγκεκριμένο διάστημα που αναφέρω πιο πάνω, δεν είχαν επικοινωνιακά καύσιμα. Ναι μεν μας τροφοδοτούσαν με αναγκαίο πληροφοριακό υλικό ώστε να διαχειριστούμε τη συρραφή των επεισοδίων, ωστόσο εκτιμώ πως είχαν ανάγκη από ένα πιο δουλεμένο ή μάλλον καλύτερα πιο «αναπάντεχο» πλαίσιο φιλοξενίας τους, ώστε να καταγραφούν ακαριαία οι λεπτομέρειές τους στο σκληρό δίσκο της μνήμης μας (που εννοείται ήταν και το ζητούμενο).
Το υπογραμμίζω αυτό γιατί το οικείο έχουμε πάντα την τάση να το προσπερνάμε ακριβώς γιατί δεν μας ξαφνιάζει, δεν προκαλεί ούτε προσκαλεί την προσοχή μας. Άλλως πως, δεν αρκούν η απλή παρατήρηση, καταγραφή και μεταφορά του καθημερινού στο όποιο θεατρικό δρώμενο για να το μετατρέψει αυτόματα σε κάτι αξιοπρόσεκτο.
Για να παρατηρήσουμε και να αξιολογήσουμε το οικείο πρέπει να πάψει να είναι οικείο. Δηλαδή, όταν επιστρέψει στα δεδομένα της οικειότητας χωρίς όμως τις οικείες επικαλύψεις τους. Κι εδώ εκτιμώ πως απουσίαζε ένα ανοίκειο πλαίσιο που να στεγάζει, με τους δικούς του όρους, τα μικρά, οικεία και ανάκατα από τη ζωή της Λούνας. Και από τη στιγμή που ο σκηνοθέτης αποφάσισε να μείνει πιστός στην πρωτογενή γραφή, είχε ως αποτέλεσμα, πάντοτε κατά την εκτίμησή μου, να «καθίσει» η αφήγηση στα σημεία της διαδρομής που αναφέρω. Η γραφή της συγγραφέως δεν άντεξε το ειδικό βάρος που κουβαλά μια «εδώ και τώρα» προφορική/επιτελεστική απόδοση.
«Λούνα»: Μια περφόρμανς-περιήγηση μέσα σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης
Καταλήγοντας
Κρίνοντας την παράσταση στο σύνολό της και λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό δυσκολίας και τις ιδιαιτερότητές της, εκτιμώ πως ο Κωνσταντινίδης κατέθεσε έγνοια, αγωνία, γνώση, δουλειά και άποψη. Μαζί με τη μη γραμμική «θεατροποίηση» ψηγμάτων της ζωής της Εβραίας Λούνας, μπορούσες να διακρίνεις πίσω από όλα αυτά και τις ανησυχητικές συγκρίσεις της «τελικής λύσης» τότε, με τις τελικές λύσεις που διαγράφονται τώρα στον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Συμπτωματικά το κείμενο αυτό το τελείωσα το βράδυ της εκλογής της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία.
Όσο για τους συνεργάτες του σκηνοθέτη (τους αναφέρω: Ελένη Μακίσογλου, Αλέξης Κότσυφας, Αντιγόνη Μπάρμπα, Σωτήρης Ρουμελιώτης), αποδείχτηκαν αξιόπιστοι αφηγητές, με επικοινωνιακή άνεση, καθαρότητα φωνής, καθημερινοί στο παίξιμό τους, χωρίς μούτες, υπερβολές και αχρείαστες πόζες. Συγκινητικοί και απόμακροι όπου και όταν έπρεπε, έλεγξαν το παιχνίδι των αποστάσεων ανάμεσα στην απουσία και την παρουσία των παθημάτων της Λούνας. Στο τραγούδι η ωραία φωνή της Ελιόνας-Ελένης Σινιάρη, με τη μουσική υποστήριξη της Λυδίας Ανεστοπούλου (ακορντεόν) και του Γιώργου Χρυσικού (κιθάρα).
Κατακλείδα
Ένα δυναμικό ξεκίνημα για τη θεατρική Θεσσαλονίκη που εύχομαι να συνεχίσει σε πείσμα των δύσκολων καιρών. Το θέατρο μπορεί να βοηθήσει. Είναι πηγή ζωής, ελπίδας και κριτικής σκέψης. Μια καλή παράσταση πάντα βοηθά να γίνουμε καλύτεροι πολίτες, δηλαδή σκεπτόμενοι πολίτες, δηλαδή «επικίνδυνοι» πολίτες.
Νίκη Ζερβού, Rejected, 24/09/2022 (Πηγή)
Η Θεσσαλονίκη η άγνωστη, η «Λούνα»
Η εποχή μας δεν είναι σίγουρα, η ιδανική. Πόσο μάλλον, για όσους τώρα ξεκινούν να βγαίνουν στον κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που πεθαίνει, που παράγει περισσότερα προβλήματα απ’ όσα μπορεί να καταναλώσει με ανθρώπους βυθισμένους στο χάος και το μίσος, με πρώτο μέλημα την επιβίωση και την ζωή καταδικασμένη να συνεχίζει, να συνεχίζει, να συνεχίζει.
Πολλές φορές, μέσα σε όλη αυτήν την τρέλα, είναι δύσκολο να σταθούμε να αναλογιστούμε το γύρω μας. Τη γη που πατάμε και τις ιστορίες που φέρει. Ιστορίες από άλλη εποχή, ακόμη πιο σκληρή, με ανθρώπους που δεν διαφέρουν πολύ από εμάς. Με ανθρώπους που με κόπους, βάσανα και εκδιωγμούς απλά συνέχισαν στο μονοπάτι της ζωής και άφησαν πίσω, βαριά κληρονομιά, τα μαθήματα που δε θέλουμε να πάρουμε και κάποια ενθύμια στους δρόμους που βάδισαν.
Μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της Θεσσαλονίκης μας, λοιπόν, και βαθιά λησμονημένο, είναι η εβραϊκή κοινότητα, η οποία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκδιώχθηκε, δολοφονήθηκε μαζικά και επέστρεψε σε μια πόλη που δεν ήταν πια δική της. Η Θεσσαλονίκη μας, όμως, που πάντα βρίσκει τον τρόπο να είναι καλλιτεχνικά ενεργή και καινοτόμα, γέννησε μια παράσταση-οδοιπορικό μέσα σε ένα λεωφορείο, την «Λούνα» για να θυμίσει σε κάποιους και να εκπαιδεύσει κάποιους άλλους σε ένα ξεχασμένο αλλά μείζον κομμάτι της ιστορία της.
Η αληθινή αυτή ιστορία, γραμμένη από την Ρίκα Μπενβενίστε, αφορά μια αγράμματη εβραία, μοδίστρα της Θεσσαλονίκης, η οποία έφτιαξε την ζωή της και την είδε να γκρεμίζεται, όταν την απέσπασαν βίαια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και αφού είδε όσους αγάπησε να πεθαίνουν, επέστρεψε ξανά πίσω σε μια και πάλι βίαιη πραγματικότητα. Εμείς ξεκινώντας από το Βαφοπούλειο, ανεβήκαμε σε ένα λεωφορείο και ξεκινήσαμε μια πορεία στα μέρη που υπήρξε η «Λούνα» και είδαμε με τα μάτια μας την ιστορία της να παίρνει σάρκα και οστά. Συνοδοιπόροι και αφηγητές στην ιστορία μας, ο Αλέξης Κότσυφας, η Αντιγόνη Μπάρμπα, ο Σωτήρης Ρουμελιώτης και με την Ελένη Μακίσογλου στον ρόλο της «Λούνας», μας πήραν από το χέρι και μας κράτησαν παρόντες σε μια μαγική παράσταση. Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης σκηνοθέτησε μια βαθιά βιωματική εμπειρία που δεν αφήνει περιθώριο στον θεατή να αναλογιστεί αν όσα βλέπει συνέβησαν πραγματικά ή όχι: τα είδαμε όλα να συμβαίνουν πραγματικά, μπροστά στα μάτια μας. Στην ιδιαίτερα συγκινητική αυτή ατμόσφαιρα, ήρθαν να μας αποτελειώσουν οι μουσικοί Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη, Κατερίνα Επαμεινώνδα στην φωνή και οι Λυδία Ανεστοπούλου και Γιώργος Χρυσικός στα όργανα.
Η παράσταση καταλήγει, μετά μουσικής, στο μικροσκοπικό Café Chantant, στο οποίο μαζί με εμάς «κάθεται» και η εμπειρία μας. Γυρίσαμε όλη την πόλη, μάθαμε απίστευτα πράγματα, γελάσαμε, κλάψαμε και μετά βρεθήκαμε στον πιο ιδανικό προορισμό για να τελειώσει αυτό το ταξίδι μας σε μια Θεσσαλονίκη τόσο γνωστή μα τόσο άγνωστη. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Συνεντεύξεις
Thessalonikiguide, 07/10/2022
Ρωτάμε τον Δαμιανό Κωνσταντινίδη να μας πει Ποια είναι η Λούνα
Typosthes, 16/10/2022, Λεμονιά Βασβάνη
«Λούνα»: Η παράσταση των 57ων Δημητρίων με τα sold out και τις λίστες αναμονής
Βραβείο


































