Αρχική Σελίδα - Home Page      
  Angelus Novus | Η Σονάτα των φαντασμάτων |  
 
  Angelus Novus
  Θέατρο ΌΡΑ
  Παραστάσεις
  Φαύστα ή Η Απολεσθείς Κόρη
  Ένα κάρο παραμύθια
  Preparadise Sorry Now
  Οράτιος και Mauser
  Η Φόνισσα
  Ο Μαύρος Πρίγκιπας
  Τρικυμία
  Στα Άκρα
  Scabrio 2
  Ηρακλείδαι
  Όπως Σας Αρέσει
  Ο Θάνατος του Τενταζίλ
  Πώς να πω
  Ικέτιδες
  Είστε όλοι σας καθάρματα
  Το Συσσίτιο
  Insenso
  Η Σονάτα των φαντασμάτων
  Κάτω από το Γαλατόδασος
  Κουκλοθέατρο
  Θεατρικά Βραδινά
  Τρέχουσα Περίοδος
  Στούντιο Κοιτώνες
  Περί Θεάτρου
  Επικοινωνία
 

Επιστροφή

κριτικές

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Παύλος Λεμοντζής, «Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης φέρνει βήματα μπροστά το ελληνικό θέατρο με τη “Σονάτα των φαντασμάτων” του Στρίντμπεργκ», kavalawebnews.gr, Δευτέρα, 24 Δεκεμβρίου 2012 

Επιτέλους, ένας ομοιογενής θίασος σε ένα σφιχτοδεμένο έργο με ρυθμούς καταιγιστικούς, γεμάτο έξοχα ευρήματα, που επιτρέπει στο θεατή να «διαβάσει» ένα δύσκολο κείμενο, να γίνει κοινωνός των καταστάσεων, να συμμετέχει, να ασφυκτιά σε καίρια σημεία... να λύνεται και να «αδειάζει» στην πλατεία το γέλιο αβίαστα, να απογειώνεται και να προσγειώνεται στα σωστά σημεία του κειμένου, να συμπάσχει και να οδοιπορεί με τους ήρωες στο ίδιο δωμάτιο, που μεταμορφώνεται σε πεδίο αναζήτησης της λύτρωσης , της λύσης γόρδιων δεσμών, να γεύεται με λαιμαργία τις ποιητικές εικόνες που χαρίζει η σκηνοθεσία, να ταξιδεύει πότε στον κόσμο του βωβού κινηματογράφου με την παντομίμα, πότε στο γκροτέσκο σύμπαν τού Τιμ Μπάρτον και πότε σε ταμπλό-βιβάν εμπνευσμένα από Τσαρούχη έως Μποτιτσέλι.

Στο νέο θεατράκι «studio ;oρα», της οδού Αντωνίου Καμάρα στη Θεσσαλονίκη, τα βράδια ξετυλίγεται με μαγικό τρόπο ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Αύγουστου Στρίντμπεργκ.
Η ομάδα «Angeluς Novus» υπό την καθοδήγηση τού Δαμιανού Κωνσταντινίδη, συνθέτει, χτίζει αν θέλετε, τεχνηέντως, με ταλέντο και πειθαρχία, το περίφημο «θέατρο δωματίου» του Στρίντμπεργκ, που το χαρακτηριστικό του εντοπίζεται στο ότι πραγματεύεται ένα θέμα σε βάθος που, ενώ κινείται στο χώρο της φαντασίας, στηρίζεται τόσο στην ανθρώπινη παρατήρηση όσο και στην ανθρώπινη εμπειρία.
  Η «Σονάτα των φαντασμάτων» είναι ένα ονειρόδραμα όπου, σύμφωνα με τον ίδιο τον Στρίντμπεργκ, «όλα είναι πιθανά, όλα είναι δυνατά». Η υπόθεση διαδραματίζεται σε έναν τόπο «περίεργο», όπου τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα είναι, εν πολλοίς, δυσδιάκριτα.
Ένας νεαρός φοιτητής βρίσκεται σε κάποιο μυστηριώδες σπίτι όπου, πέρα από το πρόσωπο τού γέρου Χούμελ και τη γοητευτική κοπέλα που συναντά και τον θέλγει, έλκεται και από το ίδιο το περιβάλλον του σπιτιού με την ομορφιά και την πολυτέλειά του. Στην πορεία, ωστόσο, ο φοιτητής θα καταλάβει την πολλαπλή και αενάως μεταβαλλόμενη υφή προσώπων και πραγμάτων. Στο έργο κυριαρχεί η προβολή του υποσυνείδητου ως η κατ' εξοχήν δύναμη που μορφώνει τη ζωή και την ύπαρξη. Τα πρόσωπα είναι αιχμαλωτισμένα μέσα σε μάσκες( εξαιρετικό μακιγιάζ ), που τις συντηρούν με πυρετώδη ένταση, ως τη στιγμή που ο εγκλωβισμένος εαυτός ξεχύνεται με δαιμονική δύναμη, για να καταστρέψει και να καταστραφεί. Ο κόσμος της τρέλας, της οδύνης, του εφιάλτη ή του ονείρου αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο. Η ισορροπία ανάμεσα στο τραγικό και στο κωμικό είναι μεταιχμιακή. Η ζωή προβάλλεται εδώ ως όνειρο, ως πλασματική εικόνα, αλλά και το όνειρο ως ζωή.
Από το 1907 στο 2012 με τρόπο θεατρικό, σύγχρονο, μοντέρνο μεν αλλά όχι ακατάληπτο, με εκμετάλλευση του ζεστού, ιδανικού χώρου τού «studio ορα» για έργα που θέλουν την ανάσα του θεατή στο πρόσωπο τού ερμηνευτή και το αντίστροφο, με εύστοχα σκηνοθετικά ευρήματα που δημιουργούν εικαστική πανδαισία, πανέξυπνο τρόπο ανάγνωσης κειμένου από θεατές, και με θαυμάσιες ερμηνείες από την ομάδα των νεαρών ηθοποιιών, η «Σονάτα των φαντασμάτων» ψυχαγωγεί, διδάσκει, τέρπει αισθήσεις, «ξοδεύει» χρόνο εποικοδομητικά.

Βρείτε τρόπο να δείτε οπωσδήποτε αυτήν την παράσταση. Είναι ξεχωριστή εμπειρία και θεατρική κατήχηση.

*

Αχιλλέας Ψαλτόπουλος, «Περί Όνου Σκιάς (43): Διαφορετικότητα και αποδοχή», agelioforos.gr, Παρασκευή, 4 Ιανουαρίου 2013

[…] Το γριφώδες αυτό έργο (Η Σονάτα των φαντασμάτων) του Σουηδού Αυγούστου Στρίντμπεργκ το αντιμετώπισε ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, υπεύθυνος και για τη μεταφορά του στα Ελληνικά, σαν μια κωμωδία με τραγικό βάθος, μπολιάζοντάς το με αρκετά γκροτέσκα στοιχεία, με αποκορύφωμα, ίσως, το υπέρογκο κοστούμι της Μαγείρισσας (σκηνικά, κοστούμια, φωτισμοί, Απόστολος Αποστολίδης). Ο πολυπληθής θίασος από νέους ηθοποιούς του σχήματος Angelus Novus (φωτό άρθρου) ανταποκρίθηκε κατά το πλείστον στις προσταγές της απαιτητικής σκηνοθεσίας, δημιουργώντας ενιαία ερμηνευτική γραμμή. Και ο μουσικός Κώστας Βοζίκης έντυσε την παράσταση με τα κατάλληλα ηχοχρώματα. Το τελικό αποτέλεσμα έδινε όντως την εντύπωση μιας ονειροφαντασίας, αν και σε μερικά σημεία ο αμύητος, μ’ αυτό το είδος του θεάτρου, θεατής να χρειαζόταν μια πιο ξεκάθαρη γραμμή.

*

Σάββας Πατσαλίδης, «Εφιάλτες με χιούμορ και παραξένισμα», ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Κυριακή, 6 Ιανουαρίου 2013
Η «Σονάτα των φαντασμάτων» (1907), του Α. Στρίντμπεργκ, είναι μια συναρπαστική πραγματεία θανάτου, την οποία, απ' όπου και αν την προσεγγίσεις, άκρη δεν βγάζεις. Οι παραληρηματικές διεργασίες του νου ακυρώνουν οποιαδήποτε προσπάθεια εξορθολογισμού και, κατά συνέπια, τιθάσευσής τους. Ακόμη κι αυτή η σκηνή λύτρωσης στο τέλος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πρόσκαιρη απελευθέρωση.
Το έργο ανήκει στη σειρά γνωστή ως «έργα δωματίου». Είναι χωρισμένο σε τρεις σκηνές, οι οποίες μετακινούν τη δράση από το εξωτερικό τοπίο (το ορατό) στο εσωτερικό. Κι όσο πιο πολύ εισχωρούν στα ενδότερα του ψυχισμού, τόσο σε μπερδεύουν. Ο,τι φαντάζει αρχικά εξηγήσιμο, αληθινό ή ωραίο, όσο το πλησιάζεις τόσο ασχημαίνει και άλλο τόσο απομακρύνεται από τη λογική. Η «Σονάτα» είναι από εκείνα τα μοντερνίστικα πονήματα, τα οποία παραδίδουν το σώμα τους σε λογής λογής συμπλέγματα, σε αναπάντεχες στροφές και αλλαγές, σε ανομοιότητες, ετερόκλητες κλίσεις και περίεργους χαρακτήρες. Στα τοιχώματά τους τα πάντα είναι «πιθανά και δυνατά». Για πολλούς μελετητές είναι ένα οδοιπορικό από την άγνοια στη γνώση, ένα οδοιπορικό που σε κάνει να δεις αυτά που δεν θες να δεις. Οταν το έγραφε, ο Στρίντμπεργκ βίωνε τα πρώτα συμπτώματα από τον καρκίνο στο στομάχι που θα τον σκότωνε πέντε χρόνια αργότερα. Είχε, επίσης, να αντιμετωπίσει και την ψωρίαση, που τον ταλαιπωρούσε αφάνταστα (μάτωναν διαρκώς τα χέρια του). Λογικό, λοιπόν, ο κόσμος του έργου να είναι τόσο εφιαλτικός, γεμάτος παραμόρφωση, θάνατο και βαμπίρ που ρουφούν το αίμα.
 
Μise en scene vs mise en abyme
Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης μπήκε καλά διαβασμένος στο δαιδαλώδες εσωτερικό τοπίο του έργου. Κράτησε τη mise en scene του μακριά από τους κώδικες του μιμητικού θεάτρου και αναζήτησε τους παλμούς και την κρυμμένη θεατρικότητα του έργου -τη mise en abyme- εκεί όπου μόνο η φαντασία μπορεί να διεισδύσει. Αναγνωρίζοντας ότι έχει να κάνει με «απερίγραπτες» φιγούρες, όπως «απερίγραπτος» είναι και ο χώρος που κατοικούν, πολύ ορθά απέφυγε να τους δώσει στέρεα και οικεία περιγράμματα. Σε αντίθεση με τις παγιωμένες ψυχοβγαλτικές αναγνώσεις των έργων του Στρίντμπεργκ, ο Κωνσταντινίδης αναζήτησε επίμονα το υποδόριο χιούμορ του. Και η παράσταση που είδαμε στη μικρή σκηνή του «Στούντιο Ορα», έδειξε ότι κέρδισε το στοίχημα. Ήταν μια παράσταση καθαρή και σωστά προσανατολισμένη, η οποία βοήθησε, μέχρις ενός σημείου, το κοινό να καταλάβει τι γίνεται. Και λέω, μέχρις ενός σημείου, γιατί, για όσα δεν καταλάβαμε, δεν τα χρεώνεται η σκηνοθεσία αλλά το ίδιο το έργο, το οποίο ποτέ δεν θα σου παραδοθεί ολοκληρωτικά. Κι αυτή είναι η «άγρια» γοητεία του. Μου άρεσε ο τρόπος που η σκηνοθεσία μεθόδευσε την εκσκαφή του, την αποφλοίωση και την επώδυνη βύθιση στη χώρα της παρακμής, της φθοράς και της στασιμότητας. Μου άρεσαν οι μεταμοντέρνες διαθέσεις του Κωνσταντινίδη, οι οποίες, εντελώς απενοχοποιημένα, έκαναν διαρκώς κινήσεις σλάλομ ανάμεσα σε ποικίλους κώδικες, από το βωβό κινηματογράφο, το γερμανικό εξπρεσιονισμό, το σουρεαλισμό, μέχρι την ποπ κουλτούρα με τους male strippers, την οικογένεια Ανταμς, τα καρτούν, τις κινηματογραφικές παρωδίες έργων τρόμου, τα B movies και την τεχνική του θεάτρου εν θεάτρω, με στόχο τη δημιουργία ενός σκηνικού κόσμου παστίς (pastiche), ενός ρυθμικού σύμπαντος φτιαγμένου από λέξεις, σώματα, χρώματα, ήχους και εκτυφλωτικό φως. Εύστοχη, επίσης, και η επιλογή του να δώσει τους ρόλους σε νέους, υπογραμμίζοντας έτσι τη διάχυτη παραδοξότητα που εμφιλοχωρεί στα δρώμενα αλλά και στο θέμα του έργου, που είναι φτιαγμένο, όπως και η «Τρικυμία» του Σέξπιρ, «από την ύλη των ονείρων». Οπως κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με απόλυτη βεβαιότητα την ηλικία του Πρόσπερο, έτσι κι εδώ ποιος θα μας πει αν ο «Γέροντας» είναι πράγματι γέροντας; Ποιος θα μας υποδείξει την αλήθεια από το ψέμα; Το θέατρο από τη ζωή; Εχοντας δει τις περισσότερες δουλειές του Κωνσταντινίδη, πιστεύω πως αυτή είναι η πλέον εξωστρεφής και παιγνιώδης, και μάλιστα με ένα έργο απελπιστικά εσωστρεφές.
Μια καλοδουλεμένη ομάδα
Οι ηθοποιοί υπερασπίστηκαν με φιλότιμο και ενέργεια τα σκηνοθετικά ευρήματα. Η εκφραστική τους ευθυβολία φόρτιζε, εκεί όπου έπρεπε, το νευρώδες πάλεμα ανάμεσα στη λογική και το παράλογο. Ως ομάδα, κάποιες στιγμές μου θύμιζαν τα πορτρέτα των αριστοκρατών του Γκόγια και κάποιες άλλες, τους φανταζόμουνα να βγαίνουν κατευθείαν από τον κόσμο του Ντίκενς. Μου άρεσε η εξατομίκευσή τους μέσα από τη χορογραφημένη κίνηση και την ιδιότυπη εκφορά του λόγου. Στέκομαι στις κοφτές κινήσεις της Μούμιας (από τη Α. Μιροσνιτσένκο), που την έκαναν να μοιάζει με πουλί, το οποίο, σε συνδυασμό με την ξενική της προφορά, ενίσχυαν ακόμη πιο πολύ το αλλόκοτο και το αλλότριο της εμπειρίας. Μνημονεύω, επίσης, τη, σε slow motion, περιφορά του υπερφυσικά γεμάτου σώματος της Μαγείρισσας από την πολύ καλή Κολτσιδοπούλου. 

Γενικά βρήκα όλη την ομάδα (Α. Μπάρμπα, Π. Παπαζήσης, Ν. Πολοζιάνης, Κ. Ραμπαβίλας, Α. Ροϊλός, Γ. Σοφικίτης, Στ. Τσέγκα) καλοδουλεμένη, συντονισμένη και συγκροτημένη. Το γκροτεσκάρισμα των φιγούρων και η συνακόλουθη τυποποίηση λειτούργησαν ευεργετικά, γιατί δεν άφησαν να φανεί η απειρία ορισμένων ηθοποιών σε θέματα τεχνικής. Η πολυεπίπεδη σκηνική σύλληψη του Αποστολίδη λειτουργική και αισθητικά ενδιαφέρουσα. Καλό σχόλιο και τα εξπρεσιονιστικά του κοστούμια (σε συνδυασμό με το, επίσης, εξπρεσιονιστικό και επιτυχημένο μακιγιάζ). Συμπέρασμα: μια παράσταση σκηνοθετημένη με φαντασία, τόλμη και άποψη. Δείτε την. Θα απολαύσετε έναν αλλιώτικο Στρίντμπεργκ.

*

  Σπύρος Μέλλιος, «Η Σονάτα των φαντασμάτων», Noisy.gr [Ιανουάριος 2013 - χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία]
Είναι φρικιαστικό όπως και η ίδια η ζωή, όταν πέφτουν τα λέπια από τα μάτια μας και βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι, έγραψε ο Στρίντμπεργκ το Μάρτιο του 1907. Τον ίδιο χρόνο, αμέσως μετά την «Καταιγίδα» και το «Καμένο Σπίτι», γράφτηκε και η «Σονάτα των φαντασμάτων» θέλοντας ο συγγραφέας να εγκαινιάσει το μικρό θέατρο «Ίντιμα Τεάτερν» δοκιμάζοντας μικρά «φωνητικά» σύνολα για μικρό χώρο. Δεν είναι τυχαίο που ονόμασε τη ομάδα αυτών των έργων «έργα δωματίου».
Για το γράψιμο τους χρειάστηκε λιγότερο από δέκα εβδομάδες μέσα σε μία οδυνηρή κατάσταση σωματικού πόνου. Τα πρώτα συμπτώματα καρκίνου καθώς και μία υποτροπή της ψωρίασης του, κάνουν τα χέρια του να ματώνουν σε κάθε επαφή ακόμη και με την πέννα που θα χρησιμοποιούσε. Μόνος, εγκαταλελειμμένος ακόμη και από τους υπηρέτες του, δεν αποτελεί έκπληξη η τρομερή σκληρότητα και πίκρα που είναι διάχυτη στα έργα του.
 Η ζωή είναι τόσο τρομακτικά άσχημη, εμείς τα ανθρώπινα όντα τόσο ολοκληρωτικά διεφθαρμένα, όπου οι καλοί τρόποι και η μόρφωση είναι μόνο μάσκες για να κρύψουμε το άγριο θηρίο που έχουμε μέσα μας, θα τονίσει αργότερα. Το καλό υπάρχει μετά τον θάνατο. Βέβαια, ο Στρίντμπεργκ, ήταν ένας αξιοθαύμαστος ιδιοφυής συγγραφέας αφού κατάφερε να μεταποιήσει σε τέχνη τις νευρώσεις του, τις μονομανίες, τους φόβους και τους εφιάλτες του.
Ένας ποιητής της τέχνης λοιπόν γράφει αυτό το τρίπρακτο έργο ακολουθώντας την τριμερή φόρμα της σονάτας δηλώνοντας τρία ανεξάρτητα θέματα που συνδέονται με επιμέρους μοτίβα με μοναδικό σκηνικό τα ριντό. Δεν θα προχωρήσω σε εκτενέστερη ανάλυση του έργου του Στρίντμπεργκ, αυτό είναι δουλειά των ειδικών. Εμάς μας ενδιαφέρει η πράξη καθώς και αν πέτυχε το πείραμα. Διότι για πείραμα πρόκειται και όπως μάθαμε στην Φυσική, κάθε πείραμα χρειάζεται απόδειξη. Το ίδιο θέλω να πιστεύω ότι ισχύει και για την τέχνη. Το ίδιο το έργο ασαφές, γεμάτο τρέλα και μεταφυσική, με ήρωες έντονους και απόμακρους αλλά συνάμα ανθρώπινους και ζωντανούς. 
Πάνω στην κόψη του ξυραφιού λοιπόν κινήθηκε ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης που υπογράφει και την σκηνοθεσία αφού το παραμικρό ολίσθημα θα μπορούσε να τραυματίσει το έργο και να εξατμίσει την σχέση έργου και ερμηνείας. Ευτυχώς ευτύχησε στα χέρια του, αφού έριξε το βάρος της παράστασης στο λόγο, στην κίνηση, στην ερμηνεία των ηθοποιών που οφείλουν να υπακούουν σε μία γενικότερη μουσική αντίληψη της θεατρικής πράξης μέσα από πολλές μικρές σκηνές χωρίς λόγια ή πιο σωστά με λόγια που εμείς δε ακούμε, θυμίζοντας σκηνές από ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Ένα δίφυλλο πανό (σκηνικά – κοστούμια – φωτισμοί του Απόστολου Αποστολίδη) τοποθετημένο στο βάθος του studio Όρα, καλείται να παίξει την πρόσοψη της οικοδομής, να δημιουργήσει την ντουλάπα όπου ζει η Μούμια, το μαύρο παραβάν, ενός «αλλού» τόπου. Ελάχιστα χρηστικά αντικείμενα συμπληρώνουν το όλον: ένας καθρέφτης, λίγες καρέκλες, πλαστικοί διάφανοι κάδοι για τους υάκινθους, τα αγαπημένα λουλούδια της Νέας και ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι νοσοκομείου στο βάθος της σκηνής, δηλωτικό της αρρώστιας που κουβαλούν τα πρόσωπα του δράματος, του θανάτου που πλανάται γύρω και μέσα τους.
Οι ηθοποιοί εκτέλεσαν με συνέπεια τις οδηγίες του σκηνοθέτη στην αγωγή των ρόλων τους αν και θα ξεχωρίσω δύο χαρισματικούς νέους ηθοποιούς, τους Κωστή Ραμπαβίλα (Φοιτητής Άρκενχολτζ) και Αναστάση Δημήτρη Ροιλό (Γέρος Χούμελ), οι οποίοι κράτησαν στους ώμους τους και το μεγαλύτερο μέρος από το βάρος της παράστασης με επίπονη άσκηση και διεισδυτικότητα. Οι υπόλοιποι απόφοιτοι, οι περισσότεροι του Τμήματος Θεάτρου του Α.Π.Θ., κινήθηκαν εύρυθμα και εντυπωσιακά. 

Ίσως σε κάποιους φανεί ότι το ύφος του είναι κινηματογραφικό, ίσως κάποιοι άλλοι θεωρήσουν πως ο σκηνοθέτης θέλησε να προκαλέσει με τα ευφάνταστα σκηνοθετικά του ευρήματα, ίσως πάλι άλλοι εκτιμήσουν πως οι περισσότεροι γλένταγαν τους ρόλους τους, αφού έλειψε η συγκίνηση, αλλά όπως είπα και παραπάνω, όλα είναι ένα πείραμα για το οποίο προσφέρεται και το ίδιο το έργο.

*

Πηνελόπη Χριστοπούλου, «Η Σονάτα των φαντασμάτων του Αύγουστου Στρίντμπεργκ», Επί σκηνής, Τετάρτη, 16 Ιανουάριος 2013 19:41, (http://www.artatnet.gr/EpiSkhnhsJ/2009-05-31-09-20-01/2009-11-04-22-04-47/980-2013-01-16-17-46-04)

(…) Η παράσταση: Το κείμενο σε καμία περίπτωση από μόνο του δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως αυτοτελής αισθητική μονάδα αλλά όλη η παράσταση μαζί σαν ένα κράμα, ένα συνονθύλευμα θεσμικών και κοινωνικών, διαστάσεων, ως φορέας ιδεών και ψυχικών αντιπαραθέσεων. Το έργο αυτούσιο, παρουσιάζει μεγάλο βαθμό δυσκολίας σκηνικής αναπαράστασης του και ο λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι πολυσήμαντος. Κατ αρχήν, λόγω των σκηνικών του δυσκολιών, έπειτα, λόγω της φόρμας του – σονάτα γραμμένη με την τριμερή φόρμα μιας μουσικής σονάτας-, με τρία αυθύπαρκτα θέματα συνδεόμενα μεταξύ τους με επιμέρους μοτίβα. Ο Στρίντμπεργκ ο ίδιος ζητούσε σε γράμματα της εποχής του, η Σονάτα να παίζεται με μοναδικό σκηνικό τα ριντό. Εκτιμούμε λοιπόν αρχικά τον σεβασμό στο έργο του μεγάλου σουηδού δραματουργού, καθότι η παράσταση μπορεί να μην χρησιμοποίησε ένα μόνο ριντό , άγγιξε όμως σχεδόν πλήρως την σκηνική διευθέτηση που ο ίδιος ο συγγραφέας θα επιθυμούσε, -τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για κείμενο που έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να ερμηνευτεί με ποικίλους τρόπους-. Η σκηνοθετική γραμμή έμεινε επίσης πιστή και σε μια άλλη επιθυμία του Στρίντμπεργκ που χαρακτήριζε το έργο «δράμα δωματίου» και με μια άκρως επιμελημένη σκηνική αποδόμηση, φορτισμένη συναισθηματικά και ψευδαισθητικά, αιωρούμενη ανάμεσα στο φαντασιακό και το αληθινό, πετυχαίνει μια ποιητική μετατόπιση της διττής πραγματικότητας της ανθρώπινης φύσης αλλά και της κοινωνίας, πάντα με ευλαβική πιστότητα στο κείμενο, στο ύφος, στο ρυθμό του και στο ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων-ψυχών τους. Οι ηθοποιοί λίγο πριν το τέλος της παράστασης βγάζουν τα κουστούμια τους μένοντας με εσώρουχα σε χρώμα του δέρματος, τονίζοντας συμβολικά την απογύμνωση της ψυχής τους. Κάπου εκεί βρίσκεται και η λύτρωση. Σε ερμηνευτικό επίπεδο, όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί κινήθηκαν σωστά, με συνέπεια, συγχρονισμό, και έντονη θεατρικότητα. Θα ξεχωρίσουμε τον Αναστάση – Δημήτρη Ροϊλό, που επέδειξε για μια ακόμα φορά την καλλιτεχνική φύση του, την τίμια μανιέρα του και προπαντός την ανεξάντλητη εκφραστικότητα του (στην συγκεκριμένη παράσταση κυρίως των χεριών του). Ο Κωστής Ραμπαβίλας (φοιτητής Άρκενχολτζ), σωστός συναισθηματικά, κινείται άνετα στον χώρο, έχει έντονα θεατρικά χαρακτηριστικά, πολύ καλή εκφορά του λόγου και εκφραστικότητα. Η όμορφη Αναστασία Μιροσνιτσένκο ως Νέα και ως Μούμια, φαίνεται ταλαντούχα, συνεπής, με υπέροχη κίνηση. Το χλωμό προφίλ της στο παράθυρο του σπιτιού είναι εικόνα υψηλής αισθητικής και άκρως γοητευτική. Ανυπομονούμε να την δούμε όταν αποβάλλει εντελώς την ξένη προφορά της και νοιώσει πιο σίγουρη για τον εαυτό της. Δεν μπορούμε όμως να μην αναφέρουμε και την Δέσποινα Κολτσιδοπούλου (Θυρωρός / Μπένγκτσον / Μαγείρισσα) που μας πείθει απόλυτα, η υποκριτική της έχει δύναμη και φλόγα, ο λόγος της είναι γάργαρος και πεντακάθαρος, σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη. Το υπέροχο μακιγιάζ της Μελίνας Γλαντζή –στοιχείο κυρίαρχο της παράστασης-, σε μεταφέρει σε τόπους ονειρικούς και εντείνει την αίσθηση του απόκοσμου, του εξωπραγματικού. Ιδιαίτερα εντυπωσιακός ο φωτισμός ενώ οι ήχοι και η μουσική επιβλητικότατοι, ενταγμένοι και συγχρονισμένοι απόλυτα στο πνεύμα και την ατμόσφαιρα του έργου. Υπάρχει μια απόλυτη αρμονία στην όλη αισθητική της παράστασης με αποτέλεσμα ο θεατής να μεταφέρεται ψευδαισθητικά στον σκηνικό τόπο. Τα κουστούμια, σε ύφος εξωχρονικό και ονειρικό είναι ιδιαίτερα επιμελημένα και ενταγμένα στο κλίμα. Ιδιαίτερη μνεία χρήζει το εξωπραγματικό κουστούμι της μαγείρισσας που κρατώντας κάποια χαρακτηριστικά της μόδας της εποχής, είναι ιδιαιτέρως εμπνευσμένο και καταλυτικό. -. Mια πολύ καλοδουλεμένη και σε κάποια σημεία « επιμελώς ατημέλητη» παράσταση, με ευχάριστες νότες διακριτικού χιούμορ που απαλύνουν τις τραγικές προεκτάσεις. Το όλο ενχείρημα είναι ίσως το αποτέλεσμα ενός μεγάλου στοιχήματος ανάμεσα στον σκηνοθέτη Δαμιανό Κωσταντινίδη και τον εαυτό του, στοίχημα το οποίο φαίνεται ότι τελικά κέρδισε. Και το κυριότερο, μας κάνει ευτυχείς γιατί μπορέσαμε να κατανοήσουμε καλύτερα ένα τεχνικά δυσπρόσιτο (κυρίως στην σκηνική πραγμάτωση του), αριστούργημα της θεατρικής γραφής. Το μόνο που θα αλλάζαμε, είναι το motto της παράστασης μετατρέποντας το, από «μια κωμωδία με τραγικό βάθος», σε «μια τραγωδία (εξ ορισμού και μόνο…) με κωμικό βάθος» Μια παράσταση που μας «ταξιδεύει» από το πραγματικό στο φαντασιακό-ονειρικό, από το καλό στο κακό, από τη λογική στην παράνοια.

*

Κορνήλιος Ρουσάκης, «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών!», ΕΞΩΣΤΗΣ, Κυριακή 03/02/2013
Έργο που σε μεταφέρει στα δαιδαλώδη, απροσπέλαστα μονοπάτια του υποσυνείδητου, η Σονάτα των φαντασμάτων, είναι μια μετάβαση από τη ρεαλιστική αποτύπωση των εικόνων, στα βάθη της φαντασίας, των εφιαλτών, της ψυχικής κατάπτωσης. Ένας νεαρός φοιτητής καταφθάνει σε ένα μυστηριώδες σπίτι και γοητεύεται από τους αλλόκοτους, ζωντανούς και νεκρούς (!), ενοίκους του, ανάμεσα στους οποίους και μια νεαρή κοπέλα. Πρόκειται για μια μύηση στη ζωή μέσα από μια πορεία προς το θάνατο. Η Σονάτα των φαντασμάτων ανήκει στα «έργα δωματίου». Ένα έργο γραμμένο για μικρή σκηνή, όπου κυριαρχεί το φαντασιακό, μεταφυσικό και ονειρικό στοιχείο. Στη μικρή σκηνή του Studio Όρα ο θεατής συναντά μια καθαρή, καίρια σκηνική αντιμετώπιση του κειμένου. Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης φέρνει στη σκηνή τις παράξενες, γκροτέσκες, σουρεαλιστικές και ενίοτε κωμικές φιγούρες δίχως να τις τυποποιήσει, χωρίς να τις παρουσιάσει σχηματικά. Μέσα από εικόνες αισθητικής τελειότητας (χαρακτηριστικό της σκηνοθετικής παρουσίας του Κωνσταντινίδη) που «παίζουν» με τη φωτιά, το νερό, την επενέργεια του φωτός στα ημίγυμνα σώματα, τον εκτροχιασμό των ήχων, αναδεικνύεται η απώλεια της απατηλής όμορφης όψης. Στα θετικά του εγχειρήματος προσμετράται και η επιλογή να επωμιστούν τους ρόλους νεαροί ηθοποιοί, όλοι τους απόφοιτοι και φοιτητές του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., παρόλο που οι ρόλοι απαιτούν ηθοποιούς μεγαλύτερης ηλικίας. Ένα παιχνίδι με το παράδοξο του χρόνου που κι αυτό κρίνεται επιτυχημένο.


για το έργο και τη σκηνοθεσία

Επιστροφή

 

 
 
  design & support by Design & Support by ITIS - Visit our website   Επικοινωνία | Αρχική