Αρχική Σελίδα - Home Page      
  Angelus Novus | Ο Θάνατος του Τενταζίλ |  
 
  Angelus Novus
  Θέατρο ΌΡΑ
  Παραστάσεις
  Φαύστα ή Η Απολεσθείς Κόρη
  Ένα κάρο παραμύθια
  Preparadise Sorry Now
  Οράτιος και Mauser
  Η Φόνισσα
  Ο Μαύρος Πρίγκιπας
  Τρικυμία
  Στα ¶κρα
  Scabrio 2
  Ηρακλείδαι
  Όπως Σας Αρέσει
  Ο Θάνατος του Τενταζίλ
  Πώς να πω
  Ικέτιδες
  Είστε όλοι σας καθάρματα
  Το Συσσίτιο
  Insenso
  Η Σονάτα των φαντασμάτων
  Κάτω από το Γαλατόδασος
  Κουκλοθέατρο
  Θεατρικά Βραδινά
  Τρέχουσα Περίοδος
  Στούντιο Κοιτώνες
  Περί Θεάτρου
  Επικοινωνία
 

Επιστροφή

το κείμενο της παράστασης

Maurice Maeterlinck

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΕΝΤΑΖΙΛ

Μετάφραση: Δαμιανός Κωνσταντινίδης

 

ΠΡΟΣΩΠΑ

 

ΤΕΝΤΑΖΙΛ

ΥΓΚΡΑΙΝ         }

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ } αδελφές του Τενταζίλ

ΑΓΚΛΟΒΑΛ

ΤΡΕΙΣ ΥΠΗΡΕΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ

 

ΠΡΑΞΗ Α΄

Στην κορυφή ενός λόφου που δεσπόζει πάνω από το κάστρο.

 

Μπαίνει η Υγκραίν κρατώντας τον Τενταζίλ από το χέρι.

 

ΥΓΚΡΑΙΝ: Η πρώτη σου νύχτα θα είναι άσχημη, Τενταζίλ. Η θάλασσα ουρλιάζει κιόλας γύρω μας. Και τα δέντρα παραπονιούνται. Είναι αργά. Το φεγγάρι όπου να ΅ναι θα γείρει πίσω από τις λεύκες που πνίγουν το παλάτι… Είμαστε μόνοι, σίγουρα, αν και εδώ πρέπει να ζει κανείς διαρκώς σε επιφυλακή. Εδώ, φαίνεται, καραδοκούν το πλησίασμα και της πιο μικρής ευτυχίας. Είπα μια μέρα μέσα μου, βαθιά, πολύ βαθιά μες στην ψυχή μου –και ο Θεός ο ίδιος μόλις που θα μπορούσε να το ακούσει -, είπα μια μέρα μέσα μου πως σύντομα θα ήμουν ευτυχισμένη… Δεν χρειάστηκε παραπάνω. Μετά από λίγο, πέθαινε ο γέρος πατέρας μας και τα δυο μας αδέλφια χάνονταν χωρίς ούτε ένα ανθρώπινο πλάσμα να μπορεί να μας πει πού είναι. Να ΅μαι τώρα ολομόναχη, με την καημένη την αδελφή μου κι εσένα, μικρέ μου Τενταζίλ. Και χωρίς καμιά εμπιστοσύνη στο μέλλον… Έλα εδώ. Κάθισε στα γόνατά μου. Αγκάλιασέ με πρώτα. Βάλε τα χεράκια σου εδώ, σφιχτά γύρω από τον λαιμό μου… δεν θα μπορέσουν ίσως να τα λύσουν… Θυμάσαι τότε που σε κουβαλούσα τα βράδια, όταν ερχόταν η ώρα; Τότε που φοβόσουν τις σκιές του λυχναριού μου μέσα στους μεγάλους διαδρόμους χωρίς παράθυρα; - Ένοιωσα την ψυχή μου να τρέμει στα χείλη μου, όταν σε ξαναείδα, ξαφνικά, σήμερα το πρωί… Σε νόμιζα τόσο μακριά και τόσο καλά προστατευμένο… Ποιος σΆ έκανε να έρθεις εδώ;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν ξέρω, αδελφούλα μου.

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν ξέρεις πια τι είπαν;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Είπαν πως έπρεπε να φύγουμε.

ΥΓΚΡΑΙΝ: Μα γιατί έπρεπε να φύγετε;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Γιατί το ήθελε η βασίλισσα.

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν είπαν γιατί το ήθελε; - Είμαι σίγουρη πως είπαν ένα σωρό πράγματα…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Αδελφούλα μου, δεν άκουσα τίποτα.

ΥΓΚΡΑΙΝ: Όταν μιλούσαν μεταξύ τους, τι έλεγαν;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Αδελφούλα μου, μιλούσαν χαμηλόφωνα.

ΥΓΚΡΑΙΝ: Συνέχεια;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Συνέχεια, αδελφή μου Υγκραίν. Εκτός όταν με κοιτούσαν.

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν μίλησαν καθόλου για την βασίλισσα;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Είπαν, αδελφή μου Υγκραίν, πως δεν την έβλεπαν.

ΥΓΚΡΑΙΝ: Κι αυτοί που ήταν μαζί σου, στη γέφυρα του καραβιού, δεν είπαν τίποτα;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Μόνο ο άνεμος τους ένοιαζε και τα πανιά, αδελφή μου Υγκραίν.

ΥΓΚΡΑΙΝ: Α!... Δεν με εκπλήσσει, παιδί μου…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: ΜΆ άφησαν ολομόναχο, αδελφούλα μου.

ΥΓΚΡΑΙΝ: ¶κουσέ με, Τενταζίλ, θα σου πω τι ξέρω…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Τι ξέρεις, αδελφή μου Υγκραίν;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Λίγα πράγματα, παιδί μου… Η αδελφή μου κι εγώ, σερνόμαστε εδώ από τότε που γεννηθήκαμε, χωρίς να τολμούμε να καταλάβουμε τίποτα από όλα αυτά που γίνονται… Έζησα πολύ καιρό σαν τυφλή στο νησί αυτό. Και όλα μου φαίνονταν εδώ φυσικά… Δεν έβλεπα τίποτα… κανένα γεγονός… μόνο ένα πουλί που πετούσε, ένα φύλλο που έτρεμε, ένα τριαντάφυλλο που άνοιγε… Βασίλευε τέτοια σιωπή εδώ που κι ένα ώριμο φρούτο, σαν έπεφτε στον κήπο, καλούσε τα πρόσωπα στα παράθυρα… Και κανείς δεν φαινόταν να υποψιάζεται το παραμικρό… αλλά μια νύχτα, έμαθα πως έπρεπε να υπάρχει και κάτι άλλο… Θέλησα να φύγω και δεν μπόρεσα να το κάνω… Κατάλαβες τι είπα;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Ναι, ναι, αδελφούλα μου, καταλαβαίνω ό,τι θέλει κανείς…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Λοιπόν, ας μη μιλάμε πια για ό,τι δεν ξέρουμε… Βλέπεις εκεί, πίσω από τα νεκρά δέντρα που δηλητηριάζουν τον ορίζοντα, βλέπεις εκεί κάτω το κάστρο, στο βάθος της κοιλάδας;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Αυτό που είναι τόσο μαύρο, αδελφή μου Υγκραίν;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Είναι μαύρο πράγματι… Είναι βαθιά μες στην καρδιά μιας αρένας από ερέβη… Και πρέπει να ζούμε εκεί… Θα μπορούσαν να το φτιάξουν ψηλά στην κορυφή των βουνών που το περικυκλώνουν… Τα βουνά είναι γαλάζια όσο κρατάει η μέρα… Θα μπορούσαμε να ανασάνουμε. Θα μπορούσαμε να δούμε την θάλασσα και τα λιβάδια από την άλλη πλευρά των βράχων… Αλλά προτίμησαν να το βάλουν στην καρδιά της κοιλάδας. Ούτε ο αέρας δεν κατεβαίνει τόσο χαμηλά… Ερειπώνει, καταρρέει, και κανείς δεν δίνει σημασία… Τα τείχη ραγίζουν, νομίζεις πως το κάστρο  διαλύεται μες στα ερέβη… Μόνο έναν πύργο του δεν αγγίζει καθόλου ο χρόνος… Είναι τεράστιος. Και το σπίτι δεν βγαίνει από τη σκιά του…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Κάτι φωτίστηκε, αδελφή μου Υγκραίν… Τα βλέπεις, τα βλέπεις, τα μεγάλα κόκκινα παράθυρα;…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Είναι τα παράθυρα του πύργου, Τενταζίλ. Τα μόνα όπου θα δεις φως. Κι εκεί βρίσκεται ο θρόνος της βασίλισσας.

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν θα την δω την βασίλισσα;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Κανείς δεν μπορεί να την δει…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Γιατί δεν μπορούμε να την δούμε;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Έλα πιο κοντά, Τενταζίλ… Δεν κάνει ούτε πουλί ούτε χορτάρι να μας ακούσει…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν έχει χορτάρι εδώ, αδελφούλα μου… (Σιωπή) – Τι κάνει η βασίλισσα;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Κανείς δεν ξέρει, παιδί μου. Δεν δείχνεται στον κόσμο… Ζει εκεί, ολομόναχη μέσα στον πύργο της. Κι αυτές που την υπηρετούν δεν βγαίνουν όσο κρατάει η μέρα… Είναι πολύ γριά. Είναι η μητέρα της μητέρας μας και θέλει να βασιλεύει μόνη… Είναι καχύποπτη και ζηλόφθονη, και είναι, λένε, τρελή… Φοβάται μην ανέβει άλλος στη θέση της. Και εξ αιτίας αυτού του φόβου μάλλον, θέλησε να σε φέρουν εδώ… Οι διαταγές της εκτελούνται χωρίς κανείς να ξέρει πώς… Δεν κατεβαίνει ποτέ. Κι όλες οι πόρτες του πύργου είναι κλειστές μέρα και νύχτα… Δεν την είδα ποτέ. Αλλά την είδαν άλλοι, φαίνεται, πριν χρόνια, όταν ήταν νέα…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Είναι πολύ άσχημη, αδελφή μου Υγκραίν;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Λένε πως δεν είναι όμορφη και πως γίνεται τεράστια… Αλλά όσοι την έχουν δει δεν τολμούν πια να μιλήσουν… Μα ποιος ξέρει αν την είδαν αλήθεια;… Έχει μια δύναμη που δεν καταλαβαίνουμε. Και ζούμε εδώ μΆ ένα μεγάλο ανελέητο βάρος πάνω στην ψυχή μας… Δεν πρέπει να τρομάζεις πάρα πολύ, ούτε να κάνεις άσχημα όνειρα. Θα αγρυπνούμε πάνω σου, μικρέ μου Τενταζίλ, και το κακό δεν θα μπορέσει να σΆ αγγίξει. Αλλά μην απομακρύνεσαι ποτέ από μένα, ούτε από τη Μπελανζέρ, την αδελφή σου, ούτε από τον γέρο μας παιδαγωγό, τον Αγκλοβάλ…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Ούτε από τον Αγκλοβάλ, αδελφή μου Υγκραίν;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Ούτε από τον Αγκλοβάλ… Μας αγαπάει…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Είναι τόσο γέρος, αδελφούλα μου!

ΥΓΚΡΑΙΝ: Είναι γέρος, αλλά πολύ σοφός… Είναι ο μόνος φίλος που μας απόμεινε. Και ξέρει πολλά πράγματα… Παράξενο. Η βασίλισσα διέταξε και σΆ έφεραν εδώ χωρίς να προειδοποιήσει κανέναν… Δεν ξέρω τι συμβαίνει μέσα στην καρδιά μου… Ήμουν λυπημένη και ευτυχισμένη που ήξερα πως ήσουν τόσο μακριά, από την άλλη πλευρά της θάλασσας… Και τώρα… Ένοιωσα έκπληξη… Έβγαινα σήμερα το πρωί να δω αν ο ήλιος σηκώθηκε πάνω από τα βουνά, και βλέπω εσένα στο κατώφλι… Σε αναγνώρισα αμέσως…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Όχι, όχι, αδελφούλα μου. Εγώ γέλασα πρώτος…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν μπορούσα να γελάσω αμέσως… Θα καταλάβεις… Είναι ώρα, Τενταζίλ, κι ο άνεμος γίνεται μαύρος πάνω από τη θάλασσα… Αγκάλιασέ με, πιο δυνατά, κι άλλο, κι άλλο, προτού σταθείς όρθιος… Δεν ξέρεις πως εδώ τους αρέσει να… ΔώσΆ μου το χεράκι σου… Θα το κρατήσω σφιχτά. Και θα γυρίσουμε στο άρρωστο κάστρο…

(Βγαίνουν).

 

ΠΡΑΞΗ Β΄

 

Ένα διαμέρισμα μέσα στο κάστρο.

 

Διακρίνουμε τον Αγκλοβάλ και την Υγκραίν. – Μπαίνει η Μπελανζέρ.

 

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Πού είναι ο Τενταζίλ;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Εδώ. Μη μιλάς τόσο δυνατά. Κοιμάται στο άλλο δωμάτιο. Φαινόταν λίγο χλωμός, λίγο αδιάθετος. Ήταν κουρασμένος από το ταξίδι, από τον μεγάλο διάπλου. Ή μπορεί η ατμόσφαιρα του κάστρου να ξάφνιασε την ψυχούλα του. Έκλαιγε χωρίς λόγο. Τον νανούρισα στα γόνατά μου. Έλα να δεις… Κοιμάται στο κρεβάτι μας… Κοιμάται πολύ βαριά, σοβαρός, με το ένα χέρι στο μέτωπο, σαν θλιμμένος μικρός βασιλιάς…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ,αναλύεται ξαφνικά σε δάκρυα: Αδελφή μου! Αδελφή μου!… καημένη μου αδελφή!…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τι συμβαίνει;

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Δεν τολμώ να πω αυτά που ξέρω… και δεν είμαι σίγουρη πως ξέρω κάτι… κι όμως άκουσα όσα δεν μπορούσε κανείς να ακούσει…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τι άκουσες λοιπόν;

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Περνούσα κοντά απΆ τους διαδρόμους του πύργου…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Α;…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Μια πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Την έσπρωξα πολύ μαλακά… Μπήκα…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Πού;

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Δεν είχα ποτέ δει… Είχε κι άλλους διαδρόμους φωτισμένους με λυχνάρια. Μετά χαμηλές στοές χωρίς καμιά διέξοδο… Ήξερα πως απαγορευόταν να προχωρήσω… Φοβόμουν και έκανα να γυρίσω πίσω, όταν έπιασα έναν θόρυβο από φωνές που μόλις και ακούγονταν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Πρέπει να ήταν οι υπηρέτριες της βασίλισσας. Μένουν στη βάση του πύργου…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν… Πρέπει να υπήρχαν πάνω από μια πόρτες ανάμεσά μας. Και οι φωνές έφταναν ως εμένα σαν τη φωνή κάποιου που τον πνίγουν… Πλησίασα όσο μπόρεσα… Δεν είμαι σίγουρη για τίποτε αλλά νομίζω πως μιλούσαν για ένα παιδί που έφτασε σήμερα και για μια χρυσή κορόνα… Κι ήταν σα να γελούσαν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Γελούσαν;

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Ναι, νομίζω πως γελούσαν… εκτός κι αν έκλαιγαν, ή μπορεί και να ΅ταν κάτι που δεν κατάλαβα. Γιατί δεν μπορούσε νΆ ακούσει κανείς καλά, και οι φωνές τους ήταν σιγανές… Έμοιαζαν να κινούνται σαν πλήθος κάτω από θόλους… Μιλούσαν για το παιδί που ήθελε να δει η βασίλισσα… Θα ανέβουν πιθανόν απόψε…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τι;… Απόψε;…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Ναι… Ναι… Νομίζω πως ναι…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν είπαν κάποιο όνομα;

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Μιλούσαν για ένα παιδί, για ένα πολύ μικρό παιδί…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν υπάρχει άλλο παιδί…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Κάποια στιγμή ύψωσαν λίγο τη φωνή, γιατί μια απΆ αυτές είπε πως ακόμη δεν πρέπει να ΅χει φτάσει η μέρα…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Ξέρω τι πάει να πει αυτό, και δεν είναι πρώτη φορά που βγαίνουν από τον πύργο… Ήξερα καλά γιατί τον έφερε πίσω… αλλά δεν μπορούσα να πιστέψω πως θα βιαζόταν τόσο!… Θα δούμε… είμαστε τρεις κι έχουμε τον χρόνο…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Τι πρόκειται να κάνεις;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν ξέρω ακόμη τι θα κάνω, αλλά θα την αιφνιδιάσω… ξέρετε τι σημαίνει αυτό, εσείς οι άλλοι που τρέμετε;… Θα σας πω…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Τι;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν θα τον πάρει χωρίς κόπο…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Είμαστε μόνες, αδελφή μου Υγκραίν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Α! είναι αλήθεια, είμαστε μόνες!… Μόνο ένα φάρμακο υπάρχει και πετυχαίνει πάντα!… Ας περιμένουμε γονατιστές όπως τις άλλες φορές… (με ειρωνική φωνή) Ίσως νοιώσει οίκτο!… Ίσως αφήσει να την αφοπλίσουν τα δάκρυα… Πρέπει να της παραχωρούμε ό,τι ζητάει. Μπορεί και να χαμογελάσει. Και το ΅χει συνήθειο να απαλλάσσει όλους αυτούς που γονατίζουν… Είναι εκεί, χρόνια τώρα, μέσα στον τεράστιο πύργο της, κατασπαράζοντας τους δικούς μας, χωρίς ούτε ένας να τολμάει να την χτυπήσει καταπρόσωπο… Είναι εκεί πάνω στην ψυχή μας σαν ταφόπλακα και ούτε ένας δεν τολμά να απλώσει χέρι… Και τον καιρό που υπήρχαν εδώ πέρα άντρες, φοβόντουσαν κι εκείνοι, κι έπεφταν με την κοιλιά στο χώμα… Σήμερα είναι η σειρά της γυναίκας… θα δούμε… Είναι καιρός πια να σηκωθούμε… Κανείς δεν ξέρει πάνω σε τι στηρίζεται η δύναμή της, κι εγώ δεν θέλω πια να ζω στη σκιά του πύργου της… Φύγετε, φύγετε και οι δυο, κι αφήστε με δυο φορές πιο μόνη αν τρέμετε έτσι… Την περιμένω…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Αδελφή μου, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουμε, αλλά μένω μαζί σου…

ΑΓΚΛΟΒΑΛ: Μένω κι εγώ, κόρη μου… Εδώ και πολύ καιρό είναι ανήσυχη η ψυχή μου … Θα προσπαθήσετε… Προσπαθήσαμε πάνω από μια φορά…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Προσπαθήσατε… κι εσείς;

ΑΓΚΛΟΒΑΛ: Όλοι προσπάθησαν… Αλλά την τελευταία στιγμή, έχαναν τη δύναμή τους… Θα το δείτε κι εσείς… Αν με διέταζε να ανέβω ίσαμε εκείνη απόψε κιόλας, θα σταύρωνα τα δυο μου χέρια και δεν θα ΅λεγα λέξη. Και τα κουρασμένα πόδια μου θα σκαρφάλωναν τη σκάλα, χωρίς βραδύτητα και χωρίς βιασύνη, αν και ξέρω πως κανείς δεν την ξανακατεβαίνει με τα μάτια ανοιχτά… Δεν έχω πια το κουράγιο να της εναντιωθώ… τα χέρια μας δεν χρησιμεύουν σε τίποτα και δεν πετυχαίνουν κανέναν… Αυτά εδώ τα χέρια δεν είναι αυτά που θα ΅πρεπε και όλα είναι άχρηστα… Αλλά θέλω να σας βοηθήσω γιατί ελπίζετε… Κλείστε τις πόρτες, παιδί μου… Ξυπνήστε τον Τενταζίλ. Τυλίξτε τον με τα μικρά γυμνά σας χέρια και πάρτε τον στα γόνατά σας… άμυνα άλλη δεν έχουμε…


ΠΡΑΞΗ Γ΄

 

Το ίδιο διαμέρισμα.

 

Διακρίνουμε την Υγκραίν και τον Αγκλοβάλ.

 

ΥΓΚΡΑΙΝ: Επισκέφτηκα τις πόρτες. Είναι τρεις. Θα φυλάξουμε τη μεγάλη… Οι άλλες δυο είναι χοντρές και χαμηλές. Δεν ανοίγουν ποτέ. Τα κλειδιά έχουν χαθεί εδώ και χρόνια, και οι σιδερένιες αμπάρες είναι πια σφραγισμένες μέσα στους τοίχους. Βοηθήστε με να κλείσω αυτήν εδώ. Είναι πιο βαριά κι από την πύλη μιας πόλης… Είναι και πάρα πολύ γερή. Ούτε ο κεραυνός ο ίδιος δεν θα μπορούσε να μπει… Είστε έτοιμος για όλα;

ΑΓΚΛΟΒΑΛ,καθίζοντας στο κατώφλι: Θα καθίσω στα σκαλοπάτια, στο κατώφλι, με το ξίφος στα γόνατά μου… Νομίζω δεν είναι πρώτη φορά που περιμένω και μένω άγρυπνος  εδώ… και είναι στιγμές που δεν καταλαβαίνει κανείς όλα αυτά που θυμάται… Τα έκανα αυτά τα πράγματα, δεν ξέρω πότε… αλλά ποτέ δεν τόλμησα να τραβήξω το ξίφος… Σήμερα, το ξίφος είναι εδώ, μπροστά μου, αν και τα χέρια μου δεν έχουν πια δύναμη καμιά. Μα θα προσπαθήσω… Ίσως είναι καιρός να αντισταθούμε, έστω κι αν ξέρουμε πως η προσπάθεια δεν θα χρησιμεύσει σε τίποτα…

 

Η Μπελανζέρ, κρατώντας τον Τενταζίλ στην αγκαλιά της, βγαίνει από το διπλανό διαμέρισμα.

 

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Είχε ξυπνήσει…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Είναι χλωμός… τι έχει;

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Δεν ξέρω… Έκλαιγε σιωπηλά…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τενταζίλ…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Έχει σε μιαν άλλη πλευρά στραμμένα τα μάτια…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν με αναγνωρίζει… Τενταζίλ, πού είσαι; -Σου μιλάει η αδελφή σου… Τι κοιτάζεις εκεί; - Γύρνα από δω… έλα, θα παίξουμε…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Όχι… όχι…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν θέλεις να παίξεις;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν μπορώ πια να περπατήσω, αδελφή μου Υγκραίν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν μπορείς πια να περπατήσεις;… πες, πες μου, τι έχεις; -Μήπως πονάς λίγο;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Ναι…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Πού πονάς; - πες το μου, Τενταζίλ, και θα σε γιατρέψω…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν μπορώ να το πω, αδελφή μου Υγκραίν, είναι παντού…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Έλα εδώ, Τενταζίλ… Ξέρεις καλά πως η αγκαλιά μου είναι πιο γλυκιά και μέσα της γιατρεύεται κανείς γρήγορα… ΔώσΆ τον μου, Μπελανζέρ… Θα καθίσει στα γόνατά μου, και θα περάσει… Εδώ, βλέπεις τι είναι;… Οι μεγάλες σου αδελφές είναι εδώ… Είναι γύρω σου… Θα σε υπερασπιστούμε και το κακό δεν θα μπορέσει να έρθει…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Είναι εκεί, αδελφή μου Υγκραίν… Γιατί δεν έχει φως, αδελφή μου Υγκραίν;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Έχει, παιδί μου… Δεν βλέπεις το λυχνάρι που κατεβαίνει από τον θόλο;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Ναι, ναι… Δεν είναι μεγάλο… Δεν έχει άλλα;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τι χρειάζονται άλλα; Βλέπουμε ό,τι πρέπει να δούμε…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Α!…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Ω! τα μάτια σου είναι βαθιά!…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Και τα δικά σου, αδελφή μου Υγκραίν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν το είχα προσέξει σήμερα το πρωί… Είδα να ανεβαίνει… Κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι νόμισε η ψυχή πως είδε…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν είδα την ψυχή, αδελφή μου Υγκραίν… Μα γιατί ο Αγκλοβάλ είναι εκεί στο κατώφλι;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Ξεκουράζεται λίγο… Ήθελε να σε φιλήσει πριν πάει να κοιμηθεί… Περίμενε να ξυπνήσεις…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Τι έχει πάνω στα γόνατα;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Πάνω στα γόνατα; Δεν βλέπω τίποτα πάνω στα γόνατά του…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Ναι, ναι, κάτι υπάρχει…

ΑΓΚΛΟΒΑΛ: Τίποτα άξιο λόγου, παιδί μου… Κοίταζα το παλιό μου ξίφος. Και μόλις που το αναγνωρίζω… Με υπηρέτησε τόσα χρόνια. Αλλά εδώ και λίγο καιρό, έχασα όλη την εμπιστοσύνη που του είχα, και πιστεύω πως όπου να ΅ναι θα σπάσει… Εκεί, κοντά στην λαβή, είναι μια μικρή κηλίδα… Πρόσεξα ότι το ατσάλι θάμπωνε, και αναρωτιόμουν… Δεν ξέρω πια τι αναρωτιόμουν… Η ψυχή μου είναι πολύ βαριά σήμερα… Τι θέλεις να κάνουμε;… Πρέπει πάντα να ζούμε προσμένοντας το απρόσμενο… Κι ύστερα πρέπει να δρούμε σα να ελπίζαμε… Είναι κάτι τέτοια αβάσταχτα βράδια που η άχρηστη ζωή ανεβαίνει και σου σφίγγει το λαιμό… γίνεται βραχνάς. Και θα ΅θελες να κλείσεις τα μάτια… Είναι αργά, και είμαι κουρασμένος…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Έχει πληγές, αδελφή μου Υγκραίν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Πού;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Στο μέτωπο και στα χέρια…

ΑΓΚΛΟΒΑΛ: Είναι πολύ παλιές πληγές, δεν με πονάνε πια… Πρέπει το φως να πέφτει πάνω τους απόψε… Δεν τις είχες προσέξει ως τα τώρα;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Φαίνεται λυπημένος, αδελφή μου Υγκραίν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Όχι, όχι, δεν είναι λυπημένος, απόκαμε μόνο…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Κι εσύ είσαι λυπημένη, αδελφή μου Υγκραίν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Μα όχι, όχι. Το βλέπεις καλά, χαμογελώ…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Και η άλλη μας αδελφή κι αυτή…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Μα όχι, χαμογελάει κι αυτή…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν είναι χαμόγελο αυτό… Το ξέρω καλά…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Έλα. Αγκάλιασέ με και σκέψου κάτι άλλο…

(τον αγκαλιάζει).

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Τι άλλο, αδελφή μου Υγκραίν; -Γιατί  με πονάς όταν μΆ αγκαλιάζεις έτσι;

ΥΓΚΡΑΙΝ: Σε πόνεσα;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Ναι… Δεν ξέρω γιατί ακούω να χτυπά η καρδιά σου, αδελφή μου Υγκραίν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Την ακούς να χτυπάει;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Ω! ω! χτυπάει, χτυπάει, σα να ΅θελε…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τι;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν ξέρω, αδελφή μου Υγκραίν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν πρέπει να ανησυχεί κανείς χωρίς λόγο, ούτε να μιλάει με αινίγματα… Για στάσου! Τα μάτια σου είναι υγρά… Γιατί τρέμεις; Κι ακούω την καρδιά σου κι εγώ… πάντα τις ακούμε τις καρδιές μας όταν αγκαλιαζόμαστε έτσι… Τότε μιλάνε μεταξύ τους και λένε πράγματα που η φωνή δεν λέει…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν άκουσα πριν λίγο…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Ναι, γιατί πριν… Ω! μα η καρδιά σου!… τι έχει λοιπόν η καρδιά σου;… Πάει να σπάσει!…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ,φωνάζοντας : Αδελφή μου Υγκραίν! Αδελφή μου Υγκραίν!

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τι;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: ¶κουσα!… Εκείνες… έρχονται!

ΥΓΚΡΑΙΝ: Ποιες;… ποιες;… μα τι έχεις;…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Η πόρτα! Η πόρτα! Ήταν εκεί!

(Πέφτει ανάσκελα στα γόνατα της Υγκραίν)

ΥΓΚΡΑΙΝ: Μα τι έχει;… Είναι… λιποθύμησε…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Πρόσεχε… πρόσεχε… Θα πέσει…

ΑΓΚΛΟΒΑΛ,σηκώνεται απότομα, με το ξίφος στο χέρι: Ακούω κι εγώ… κάποιος περπατάει στον διάδρομο.

ΥΓΚΡΑΙΝ: Ω!…

(Σιωπή – ακούν)

ΑΓΚΛΟΒΑΛ: Ακούω… Είναι ολόκληρο πλήθος…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Πλήθος… τι πλήθος;

ΑΓΚΛΟΒΑΛ: Δεν ξέρω… ακούς και δεν ακούς… Δεν περπατούν όπως τα άλλα πλάσματα, αλλά έρχονται… Αγγίζουν την πόρτα…

ΥΓΚΡΑΙΝ,σφίγγοντας σπασμωδικά τον Τενταζίλ στην αγκαλιά της: Τενταζίλ!… Τενταζίλ!…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ,αγκαλιάζοντάς τον ταυτόχρονα: Κι εγώ!… κι εγώ!… Τενταζίλ!…

ΑΓΚΛΟΒΑΛ: Τραντάζουν την πόρτα… ακούστε… μαλακά… Ψιθυρίζουν… Ψηλαφίζουν…

(Ακούμε το τρίξιμο ενός κλειδιού στην κλειδαριά.)

ΥΓΚΡΑΙΝ: Έχουν το κλειδί!…

ΑΓΚΛΟΒΑΛ: Ναι… ναι… Ήμουν σίγουρος… Περιμένετε…(Ορθώνεται, κρατάει ψηλά το ξίφος, στο τελευταίο σκαλοπάτι. – Στις δυο αδελφές: ) Ελάτε!… Ελάτε κι εσείς!…

(Σιωπή. Η πόρτα ανοίγει λίγο. Πανικοβλημένος, ο Αγκλοβάλ βάζει το ξίφος του κάθετα  στο άνοιγμα, μπήγοντας την αιχμή ανάμεσα στα δοκάρια της κάσας της πόρτας. Το ξίφος σπάζει με θόρυβο κάτω από την θανάσιμη πίεση του πορτόφυλλου, και τα κομμάτια του κατρακυλούν αντηχώντας πάνω στα σκαλοπάτια. Η Υγκραίν πετιέται, κουβαλώντας τον λιποθυμισμένο Τενταζίλ. Κι εκείνη, η Μπελανζέρ κι ο Αγκλοβάλ, με μάταιες και τεράστιες προσπάθειες, επιχειρούν να σπρώξουν την πόρτα που συνεχίζει νΆ ανοίγει αργά, χωρίς να ακούγεται ή να φαίνεται κανείς. Μόνο ένα ψυχρό και ήρεμο φως διεισδύει στο διαμέρισμα. Εκείνη τη στιγμή, ο Τενταζίλ τεντώνεται ξαφνικά, ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του, βγάζει μια μεγάλη κραυγή λύτρωσης και αγκαλιάζει την αδελφή του, ενώ, τη στιγμή ακριβώς αυτής της κραυγής, η πόρτα που δεν αντιστέκεται πλέον, κλείνει απότομα από το σπρώξιμό τους που δεν είχαν τον χρόνο να διακόψουν.)

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τενταζίλ!…

(Κοιτάζονται με έκπληξη.)

ΑΓΚΛΟΒΑΛ,ακούγοντας στην πόρτα: Δεν ακούω πια τίποτα…

ΥΓΚΡΑΙΝ,τρελή από χαρά: Τενταζίλ! Τενταζίλ!… Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! … Σώθηκε!… Κοιτάξτε!  τα μάτια του… βλέπουμε πάλι το γαλάζιο… Θα μιλήσει… Είδαν που αγρυπνούσαμε… Δεν τόλμησαν!… Αγκάλιασέ μας!… Αγκάλιασέ μας, σου λέω!… Αγκάλιασέ μας!… Όλους! Όλους!… Ως τα βάθη της ψυχής μας!…

 

(Και οι τέσσερίς τους, με δάκρυα στα μάτια, στέκονται  σφιχταγκαλιασμένοι.)


ΠΡΑΞΗ Δ΄

 

Ένας διάδρομος μπροστά από το διαμέρισμα της προηγούμενης Πράξης.

 

Μπαίνουν, καλυμμένες με πέπλα, τρεις υπηρέτριες της βασίλισσας.

 

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ, ακούγοντας στην πόρτα: Δεν αγρυπνούνε πια…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Δεν χρειάζεται να περιμένουμε…

ΤΡΙΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Προτιμάει να το κάνουμε μέσα σε σιωπή…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Το ΅ξερα πως κάποτε θα κοιμόντουσαν…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ανοίξτε γρήγορα…

ΤΡΙΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Είναι ώρα…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Περιμένετε στην πόρτα. Θα μπω μόνη μου. Δεν χρειάζεται να ΅μαστε τρεις…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Είναι αλήθεια πως είναι πολύ μικρός…

ΤΡΙΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Πρέπει να φυλαχτούμε από την μεγαλύτερη…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ξέρετε πως η βασίλισσα δεν θέλει να το ξέρουν εκείνες…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Μη φοβάστε τίποτα. Δεν μΆ ακούν ποτέ χωρίς κόπο…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Μπείτε λοιπόν. Είναι ώρα.

 

(Η πρώτη υπηρέτρια ανοίγει προσεχτικά την πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιο.)

 

ΤΡΙΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Α…

 

(Σιωπή. Η πρώτη υπηρέτρια βγαίνει από το διαμέρισμα.)

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Πού είναι;

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Κοιμάται ανάμεσα στις αδελφές του. Τυλίγει τα χέρια του γύρω απΆ τον λαιμό τους. Και τα δικά τους χέρια τον τυλίγουν κι αυτά… Δεν θα μπορέσω να το κάνω μόνη μου…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Θα σας βοηθήσω…

ΤΡΙΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ναι. Πηγαίνετε μαζί… θα μείνω εγώ άγρυπνη εδώ…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Να προσέχετε. Σίγουρα ξέρουν κάτι… Πάλευαν και οι τρεις τους ενάντια σΆ ένα κακό όνειρο…

(Οι δυο υπηρέτριες μπαίνουν στο δωμάτιο.)

ΤΡΙΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Το ξέρουν πάντα. Αλλά δεν καταλαβαίνουν…

(Σιωπή. Οι δυο υπηρέτριες ξαναβγαίνουν απΆ το δωμάτιο.)

ΤΡΙΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Λοιπόν;

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Πρέπει να έρθετε κι εσείς… δεν μπορούμε να τους χωρίσουμε…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Όταν λύνουμε τα χέρια τους, τα ξανακλείνουν αμέσως γύρω απΆ το παιδί…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Και το παιδί τους σφίγγει κάθε φορά και πιο δυνατά…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Αναπαύεται με το μέτωπο πάνω στην καρδιά της μεγαλύτερης…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Και το κεφάλι του ανεβοκατεβαίνει πάνω στα στήθη της…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Δεν θα καταφέρουμε ούτε καν να μισανοίξουμε τα χέρια του…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Βυθίζονται ως τη ρίζα μες στα μαλλιά των αδελφών του…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Σφίγγει μια χρυσαφένια μπούκλα ανάμεσα στα δοντάκια του…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Θα χρειαστεί να κόψουμε τα μαλλιά της μεγαλύτερης…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Και τα μαλλιά της άλλης αδελφής, κι αυτά, θα το δείτε…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Έχετε ψαλίδι;

ΤΡΙΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ναι…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ελάτε γρήγορα. Κινούνται ήδη.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Η καρδιά και τα βλέφαρά τους χτυπούν στον ίδιο ρυθμό…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Είναι αλήθεια. Διέκρινα τα γαλάζια μάτια της μεγαλύτερης…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Μας κοίταξε, αλλά δεν μας είδε…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Όταν αγγίζουμε τον ένα τους, οι άλλοι ανασκιρτούν…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες χωρίς να μπορούν να μετακινηθούν…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Η μεγαλύτερη θα ήθελε να φωνάξει, αλλά δεν τα καταφέρνει…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ελάτε γρήγορα. Μοιάζουν σαν να το ξέρουν…

ΤΡΙΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ο γέρος δεν είναι εκεί;

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Είναι, αλλά κοιμάται σε μια γωνιά…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Κοιμάται, με το μέτωπο πάνω στη λαβή του ξίφους του.

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Δεν ξέρει τίποτα αυτός. Και δεν ονειρεύεται…

ΤΡΙΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ελάτε, ελάτε. Πρέπει να τελειώνουμε…

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Θα δυσκολευτείτε πολύ να ξεμπλέξετε τα μέλη τους…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Είναι αλήθεια. Τα μέλη τους μπλέκονται μεταξύ τους  σαν των πνιγμένων…

ΤΡΙΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ελάτε, ελάτε…

 

(Μπαίνουν στο δωμάτιο. Μεγάλη σιωπή διακοπτόμενη από αναστεναγμούς και υπόκωφους ψιθύρους αγωνίας που πνίγει ο ύπνος. Στη συνέχεια, οι τρεις υπηρέτριες βγαίνουν βιαστικά από το σκοτεινό διαμέρισμα. Μία απΆ αυτές κουβαλάει στην αγκαλιά της τον κοιμισμένο Τενταζίλ. Τα χεράκια του, συσπασμένα από τον ύπνο και το ψυχορράγημα, την πλημμυρίζουν ολόκληρη με μακριές χρυσαφένιες μπούκλες που κυλούν επάνω της και που έχουν κοπεί από τις κόμες των δύο αδελφών. Οι υπηρέτριες το σκάνε σιωπηλά, αλλά όταν φτάνουν στην άκρη του διαδρόμου, ο Τενταζίλ ξυπνάει ξαφνικά και βγάζει μια μεγάλη κραυγή υπέρτατης απόγνωσης.)

 

ΤΕΝΤΑΖΙΛ,από το βάθος του διαδρόμου: Αα!…

 

(Ξανά σιωπή. Κατόπιν, ακούμε, στο γειτονικό δωμάτιο, τις δυο αδελφές που ξυπνούν και σηκώνονται ανήσυχες.)

 

ΥΓΚΡΑΙΝ, μέσα στο δωμάτιο: Τενταζίλ!… πού είναι;…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Δεν είναι πια εδώ…

ΥΓΚΡΑΙΝ, με συνεχώς αυξανόμενη αγωνία: Τενταζίλ!… Ένα λυχνάρι! Ένα λυχνάρι!… ¶ναψέ το!…

ΜΠΕΛΑΝΖΕΡ: Ναι… ναι…

(Βλέπουμε την Υγκραίν, από την ανοιχτή πόρτα, να προχωράει μες στο δωμάτιο. Κρατώντας ένα λυχνάρι.)

ΥΓΚΡΑΙΝ: Η πόρτα είναι ανοιχτή πέρα ως πέρα!

Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΤΕΝΤΑΖΙΛ, δυσδιάκριτη από μακριά: Αδελφή μου Υγκραίν!…

ΥΓΚΡΑΙΝ:Φωνάζει!… Φωνάζει!… Τενταζίλ! Τενταζίλ!…

(Πετιέται στον διάδρομο. Η Μπελανζέρ θέλει να την ακολουθήσει, αλλά λιποθυμάει και  πέφτει πάνω στη σκάλα.)


ΠΡΑΞΗ Ε΄

 

Μια μεγάλη σιδερένια πόρτα κάτω από πολύ σκοτεινούς θόλους.

 

(Μπαίνει η Υγκραίν, πανικόβλητη, αναμαλλιασμένη, κρατώντας ένα λυχνάρι.)

 

ΥΓΚΡΑΙΝ,κοιτώντας πίσω της  με παραφροσύνη: Δεν μΆ ακολούθησαν… Μπελανζέρ!… Αγκλοβάλ!… Πού είναι; - Έλεγαν πως τον αγαπούσαν και μΆ άφησαν μόνη!… Τενταζίλ!… Τενταζίλ!… Ω! είναι αλήθεια… ανέβηκα, ανέβηκα αναρίθμητα σκαλοπάτια ανάμεσα σε μεγάλους ανελέητους τοίχους και η καρδιά μου δεν μπορεί πια να με κάνει να ζήσω… Θα έλεγε κανείς πως οι θόλοι αναδεύουν… (ακουμπάει στις κολόνες ενός θόλου.) Θα πέσω… Α! α! η φτωχή μου ζωή! Τη νοιώθω… Μαζεύτηκε ολόκληρη στην άκρη των χειλιών μου και θέλει να δραπετεύσει… Δεν ξέρω τι έκανα… Δεν είδα τίποτα. Δεν άκουσα τίποτα… Τι σιωπή!… Βρήκα όλες αυτές τις χρυσαφένιες μπούκλες πάνω στις σκάλες και στα τείχη. Και τις ακολούθησα. Τις μάζεψα… Α! α! είναι πανέμορφες! Κοντορεβιθούλη… μικρέ μου κοντορεβιθούλη… Τι είπα λοιπόν; Θυμάμαι… Ούτε εγώ το πιστεύω πια… μπορούμε να κοιμηθούμε… Όλα αυτά δεν έχουν σημασία και δεν είναι δυνατόν… Δεν ξέρω πια τι σκέφτομαι… Κάποιος μας ξυπνάει και μετά… Στο βάθος όμως, στο βάθος, πρέπει να συλλογιστούμε… Λέμε το ένα, λέμε το άλλο, αλλά η ψυχή ακολουθεί εντελώς διαφορετικό δρόμο. Δεν ξέρουμε τι μπορούμε να ξεσηκώσουμε, τι δεσμά να λύσουμε. Ήρθα εδώ με το λιγοστό μου φως… Δεν έσβησε παρΆ όλο τον άνεμο στην σκάλα… Κατά βάθος, τι πρέπει να σκεφτεί κανείς; Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που δεν είναι καθορισμένα… Κι όμως είναι και κάποιοι που πρέπει να τα ξέρουν: αλλά γιατί δεν μιλούν; (κοιτώντας γύρω της) Ποτέ μου δεν τα είδα όλα αυτά… Δεν μπορούμε να ανεβούμε πιο ψηλά. Κι απαγορεύονται τα πάντα… Κάνει κρύο… Κι έχει τέτοιο σκοτάδι που φοβάται κανείς και να αναπνεύσει… Λένε πως τα ερέβη δηλητηριάζουν… Υπάρχει εκεί μια πόρτα τρομαχτική…(Πλησιάζει στην πόρτα και την ψηλαφίζει.) Α! είναι κρύα!… Είναι από σίδερο! Λείο! Εντελώς λείο… παντού… και δεν έχει κλειδαριά… Από πού ανοίγει; Δεν βλέπω μεντεσέδες… Μου φαίνεται σαν σφραγισμένη μέσα στο τείχος… Δεν μπορούμε να ανεβούμε πιο ψηλά… δεν έχει άλλα σκαλοπάτια… (βγάζοντας μια τρομερή κραυγή) Α!… κι άλλες χρυσαφένιες μπούκλες πιασμένες ανάμεσα στα πορτόφυλλα!… Τενταζίλ! Τενταζίλ!… ¶κουσα την πόρτα να πέφτει πριν λίγο!… Θυμάμαι! Θυμάμαι!… Πρέπει!… (χτυπάει φρενιασμένα την πόρτα με χέρια και με πόδια.) Α! το τέρας! Το τέρας!… Εδώ κρύβεστε!… Ακούστε! Βλαστημώ! βλαστημώ και φτύνω καταπάνω σας!…

(Ακούμε από την άλλη πλευρά της πόρτας μικρά χτυπήματα. Μετά ακούγεται, πολύ αδύναμα, η φωνή του Τενταζίλ, ανάμεσα από τα σιδερένια πορτόφυλλα.)

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Αδελφή μου Υγκραίν, αδελφή μου Υγκραίν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τενταζίλ!… Τι;… τι;… Τενταζίλ, εσύ είσαι;…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: ¶νοιξε γρήγορα, άνοιξε γρήγορα!… είναι εκεί! εκείνη…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Α! α!… Ποια εκείνη;… Τενταζίλ, μικρέ μου Τενταζίλ… μΆ ακούς;… Τι είναι;… Τι έγινε;… Τενταζίλ!… Μήπως σου έκαναν κακό;… Πού είσαι;… είσαι εκεί;…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Αδελφή μου Υγκραίν, αδελφή μου Υγκραίν!… Θα πεθάνω, αν δεν μου ανοίξεις…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Περίμενε, προσπαθώ, περίμενε… Ανοίγω, ανοίγω…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Μα δεν με καταλαβαίνεις!… Αδελφή μου Υγκραίν!… Δεν υπάρχει χρόνος!… Δεν μπόρεσε να με κρατήσει… Την χτύπησα, την χτύπησα… Έτρεξα… Γρήγορα, γρήγορα, έρχεται…

ΥΓΚΡΑΙΝ : Τώρα, τώρα… έρχομαι… πού είναι;…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ : Δεν βλέπω τίποτα… αλλά ακούω… α! φοβάμαι, αδελφή μου Υγκραίν, φοβάμαι!… Γρήγορα, γρήγορα!… ¶νοιξε γρήγορα!… για τον Θεό, αδελφή μου Υγκραίν!…

ΥΓΚΡΑΙΝ,ψηλαφίζοντας με αγωνία την πόρτα: Θα βρω, είμαι σίγουρη… περίμενε λίγο… ένα λεπτό… μια στιγμή…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν μπορώ άλλο, αδελφή μου Υγκραίν… Ξεφυσάει πίσω μου…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν είναι τίποτα, Τενταζίλ, μικρέ μου Τενταζίλ, μη φοβάσαι… δεν βλέπω, γιΆ αυτό…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν μπορεί. Εγώ βλέπω καλά το φως σου… Γύρω σου είναι φωτεινά, αδελφή μου Υγκραίν… Εδώ, δεν βλέπω πια…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Με βλέπεις, Τενταζίλ; Από πού μπορεί κανείς να δει; Δεν έχει ούτε μια χαραμάδα…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Όχι, όχι, έχει μία. Αλλά είναι τόσο μικρή!…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Σε ποια πλευρά; Εδώ;… πες, πες… μήπως είναι από κει;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Εδώ, εδώ… Δεν ακούς; Χτυπάω…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Εδώ;

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Πιο ψηλά… Αλλά είναι τόσο μικρή!… Ούτε βελόνα δεν περνάει!…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Μη φοβάσαι, είμαι εδώ…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Α! ακούω, αδελφή μου Υγκραίν!… Τράβα την πόρτα! Τράβα την! Πρέπει να την τραβήξεις! Έρχεται!… Αν μπορούσες νΆ ανοίξεις λίγο… τόσο λίγο… γιατί κι εγώ είμαι τόσο μικρός!…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Δεν έχω πια νύχια, Τενταζίλ… Τράβηξα, έσπρωξα, χτύπησα!… χτύπησα!… (Χτυπάει ακόμη και προσπαθεί να ταρακουνήσει την ακλόνητη πόρτα.) Έχω δυο δάχτυλα σπασμένα… νεκρά… Μην κλαις… Είναι από σίδερο…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ,κλαίγοντας απελπισμένα:  Δεν έχεις τίποτα για να μπορέσεις νΆ ανοίξεις, αδελφή μου Υγκραίν;… τίποτα, τίποτα απολύτως… και θα μπορούσα να περάσω… γιατί είμαι μικρός, τόσο μικρός… το ξέρεις καλά…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Μόνο το λυχνάρι μου έχω, Τενταζίλ… Να! Να!… (Δίνει στην πόρτα μεγάλα χτυπήματα με το πήλινο λυχνάρι της που σβήνει και σπάει.) Α!… Ξαφνικά όλα έγιναν μαύρα!… Τενταζίλ, πού είσαι;… Α! άκουσε, άκουσε!… Δεν μπορείς νΆ ανοίξεις από μέσα;…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Όχι, όχι, δεν υπάρχει τίποτα… Δεν νιώθω απολύτως τίποτα… Δεν βλέπω πια τη μικρή χαραμάδα με το φως…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τι έχεις, Τενταζίλ;… Δεν ακούω σχεδόν καθόλου πια…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Αδελφούλα μου, αδελφή μου Υγκραίν… Δεν είναι πια δυνατόν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τι συμβαίνει, Τενταζίλ;… πού πας;…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Είναι εκεί!… Δεν έχω πια κουράγιο. – Αδελφή μου Υγκραίν, αδελφή μου Υγκραίν!… Την νοιώθω!…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Ποια;… Ποια;…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Δεν ξέρω… Δεν βλέπω… Αλλά δεν είναι πια δυνατόν!… Αυτή… μΆ αρπάζει απΆ τον λαιμό… Έβαλε το χέρι της στον λαιμό μου… Α! α! αδελφή μου Υγκραίν, έλα εδώ…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Ναι, ναι…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ: Είναι τόσο σκοτεινά!…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Πάλεψε, αντιστάσου, κομμάτιασέ την!… Μη φοβάσαι… Μια στιγμή!… Είμαι εδώ… Τενταζίλ;… Τενταζίλ! Απάντησέ μου!… Βοήθεια!… πού είσαι;… Θα σε βοηθήσω… αγκάλιασέ με… μέσα από την πόρτα… εδώ… εδώ…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ,πολύ αδύναμα: Εδώ… εδώ… αδελφή μου Υγκραίν…

ΥΓΚΡΑΙΝ: Εδώ είμαι, εδώ δίνω τα φιλιά μου, το ακούς; Κι άλλο! Κι άλλο!…

ΤΕΝΤΑΖΙΛ,ολοένα και πιο αδύναμα:  Κι εγώ… Δίνω κι εγώ φιλιά… εδώ… αδελφή μου Υγκραίν!… αδελφή μου Υγκραίν!… Α!…

(Ακούμε την πτώση ενός μικρού σώματος πίσω από την σιδερένια πόρτα.)

ΥΓΚΡΑΙΝ: Τενταζίλ!… Τενταζίλ!… Τι έκανες;… - Δώστε τον! Δώστε τον!… για τον Θεό, δώστε τον!… Δεν ακούω πια… - Τι του κάνετε;… Μη του κάνετε κακό, έτσι;… Ένα φτωχό παιδί είναι όλο κι όλο!… Δεν μπορεί να αντισταθεί… Κοιτάξτε, Κοιτάξτε… Δεν έχω μέσα μου κακία… Έχω πέσει στα γόνατα… ΔώσΆ τον μας, σε παρακαλώ!… Δεν είναι μόνο για μένα, το ξέρεις… Θα κάνω ό,τι μου ζητηθεί… Δεν είμαι αχάριστη, το βλέπετε… Σας ικετεύω με σταυρωμένα χέρια… Είχα άδικο… Υποτάσσομαι απόλυτα, το βλέπεις κι εσύ… Έχασα ό,τι είχα και δεν είχα… Θα μπορούσες να με τιμωρήσεις διαφορετικά… Υπάρχουν τόσα πράγματα που θα μπορούσαν να με κάνουν να υποφέρω περισσότερο… αν σου αρέσει να κάνεις να υποφέρουν… Θα δεις… Αλλά αυτό το φτωχό παιδί δεν έκανε τίποτα… Αυτό που είπα, δεν είναι αλήθεια… αλλά δεν το ΅ξερα… Ξέρω πως είστε πολύ καλή… Πρέπει στο τέλος να συγχωρεί κανείς!… Είναι τόσο νέος, είναι τόσο όμορφος και είναι τόσο μικρός, μια σταλιά!… Το βλέπετε κι εσείς πως δεν είναι δυνατόν!… Βάζει τα χεράκια του γύρω από τον λαιμό σας. Το στοματάκι του πάνω στο στόμα σας. Και ο Θεός ο ίδιος δεν μπορεί πια να αντισταθεί… Θα ανοίξετε, έτσι δεν είναι;… Δεν ζητώ σχεδόν τίποτα … Θα τον κρατήσω μόνο μια στιγμή, μια μικρή, πολύ μικρή στιγμή… Δεν θυμάμαι… καταλαβαίνεις… Δεν είχα τον χρόνο… Δεν χρειάζεται σχεδόν τίποτα για να περάσει… Δεν είναι δύσκολο… (Μια μεγάλη αδυσώπητη σιωπή.) – Τέρας!… Τέρας!… Φτύνω!…

(Σωριάζεται και συνεχίζει να σιγοκλαίει, με τα χέρια τεντωμένα πάνω στην πόρτα, μέσα στα ερέβη.)

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

(15/07/2001-22.05.09 και 07.01.10)

 

 

 

το έργο | σημειώσεις σκηνοθεσίας | η ταυτότητα της παράστασης | κριτικές

Επιστροφή

 

 
 
  design & support by Design & Support by ITIS - Visit our website   Επικοινωνία | Αρχική