Αρχική Σελίδα - Home Page      
  Angelus Novus | Οράτιος και Mauser |  
 
  Angelus Novus
  Θέατρο ΌΡΑ
  Παραστάσεις
  Φαύστα ή Η Απολεσθείς Κόρη
  Ένα κάρο παραμύθια
  Preparadise Sorry Now
  Οράτιος και Mauser
  Η Φόνισσα
  Ο Μαύρος Πρίγκιπας
  Τρικυμία
  Στα Άκρα
  Scabrio 2
  Ηρακλείδαι
  Όπως Σας Αρέσει
  Ο Θάνατος του Τενταζίλ
  Πώς να πω
  Ικέτιδες
  Είστε όλοι σας καθάρματα
  Το Συσσίτιο
  Insenso
  Η Σονάτα των φαντασμάτων
  Κάτω από το Γαλατόδασος
  Κουκλοθέατρο
  Θεατρικά Βραδινά
  Τρέχουσα Περίοδος
  Στούντιο Κοιτώνες
  Περί Θεάτρου
  Επικοινωνία
 

Επιστροφή

Ο Συγγραφέας – Τα Έργα

ΧΑΙΝΕΡ ΜΥΛΛΕΡ (1929-1995)

Γερμανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Τοποθετημένος στο μεταίχμιο των δυο Γερμανιών, ανησυχεί την μια και γοητεύει την άλλη. Επιβάλλεται τέλος και στις δυο ως ένας από τους πιο δυνατούς δημιουργούς και ως μια από τις πιο οξυμένες συνειδήσεις της μεταπολεμικής διχασμένης Ευρώπης.

Μια «δραματουργία της παραγωγής»

Στα 1933 παρίσταται στη σύλληψη του πατέρα του απ’ τους ναζί. Ο πατέρας του θα απελευθερωθεί δυο χρόνια αργότερα, θα συλληφθεί εκ νέου το 1941 και θα σταλεί στην Γαλλία με ένα πειθαρχικό τάγμα. Στα 1944, ο Χ. Μύλλερ κατατάσσεται στοVolksturm. Μετά το πέρας του πολέμου, κι αφού για μερικές μέρες κρατείται ως αιχμάλωτος πολέμου στη Δύση, πηγαίνει στην σοβιετική ζώνη και συνεχίζει τις γυμνασιακές του σπουδές. Στα 1951, ο πατέρας του, λόγω των πολλών προβλημάτων που είχε με τις σοβιετικές αρχές κατοχής, περνάει στην ομοσπονδιακή Γερμανία μαζί με την σύζυγό του. Ο Χάινερ Μύλλερ δεν θα τους ακολουθήσει. Γνώρισε την  Ίνγκε Μέγιερ με την οποία παντρεύεται και συνεργάζεται στην συγγραφή των πρώτων του έργων: Ο Μισθοσπάστης (1956) και το ραδιοφωνικό Η Διόρθωση (1957).
Αυτή την εποχή, δηλαδή μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 και την εξέγερση του Ανατολικού Βερολίνου στις 17 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, ο Μύλλερ, ήδη μέσα στους μπρεχτικούς κύκλους (ο  Μπρεχτ πεθαίνει το 1956), υπηρετεί την λεγόμενη δραματουργία «της παραγωγής», δηλαδή γράφει έργα που απαιτούν μια κοινωνιολογική έρευνα κι αποσκοπούν στην κριτική αναπαράσταση της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της Ανατολικής Γερμανίας. Στα 1961, την χρονιά της ανέγερσης του τείχους του Βερολίνου, το έργο του Η Μετανάστρια ή Η Ζωή στην εξοχή απαγορεύεται μετά την πρεμιέρα και ο ίδιος διαγράφεται από την Ένωση Συγγραφέων.
Το μέτρο αυτό δεν διακόπτει αμέσως την ενασχόλησή του με την «δραματουργία της παραγωγής»: το 1964 παρουσιάζει μια καινούρια εκδοχή της απαγορευμένης Μετανάστριας με τίτλο Οι Αγρότες, καθώς κι ένα καινούριο έργο Το Εργοτάξιο, που εμπνέεται απ’ το μυθιστόρημα του Έρικ Νετς Πέτρινα χνάρια. Αυτά τα δυο έργα θα ανέβουν σε σκηνοθεσία Φριτζ Μαρκάρντ στην Βολκσμπύνε του Ανατολικού Βερολίνου, αλλά μόνο το 1976 και το 1980. Μετά την αυτοκτονία της Ίνγκε Μύλλερ το 1966, κι ενώ συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο σκληρών κριτικών, απομακρύνεται φαινομενικά από τα θέματα της επικαιρότητας και στρέφεται προς την αρχαία τραγωδία: διασκευάζει ή ξαναγράφει ανάλογα με την περίπτωση τον Οιδίποδα Τύραννο των Σοφοκλή-Χέλντερλιν, τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή και τον Προμηθέα του Αισχύλου. Το πρώτο απ’ αυτά τα κείμενα θα το σκηνοθετήσει ο Μπέννο Μπεσσόν (που του είχε παραγγείλει και την διασκευή), τα άλλα θ’ ανέβουν στην ομοσπονδιακή Γερμανία ή την Ελβετία.

Ο «ιστορικός πεσιμισμός»

Μέσα στο ίδιο πνεύμα, κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, θα μεταφράσει ή θα ξαναγράψει ανάλογα με την περίπτωση πολλά έργα του Σαίξπηρ: Όπως σας αρέσει (1967, μετάφραση), Μάκμπεθ (1971, μια επαναγραφή που θα του αποφέρει την κατηγορία του «ιστορικού πεσιμισμού» και εξ αιτίας της οποίας θα ξεσπάσει ολόκληρη πολεμική), Άμλετ (1976, μαζί με τον Μ. Λάνγκωφ, σκηνοθεσία Μπέννο Μπεσσόν) και Ανατομία της πτώσης του Τίτου από την Ρώμη (1984, «θεατρικό σχόλιο» στον Τίτο Ανδρόνικο του Σαίξπηρ, σκηνοθεσία Μ. Λάνγκωφ και Κάργκε στο Μπόχουμ). Ωστόσο, παράλληλα προς την δραστηριότητά του ως δραματουργού, αρχικά στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ (1970-1976), κατόπιν στην Βολκσμπύνε που διευθύνει ο Μπέννο Μπεσσόν (από το 1976), ο Μύλλερ συνεχίζει κατ’ ιδίαν να μαζεύει στοιχεία για έργα που μιλούν είτε για τον κομμουνισμό όπως το Τσιμέντο, εμπνευσμένο απ’ το μυθιστόρημα του Γκλάντκωβ (1972, σκηνοθεσία Ρουτ Μπεργκχάους στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ), ή το Μάουζερ, εμπνευσμένο από ένα επεισόδιο του Ήρεμου Ντον του Σολόχωβ (ανεβαίνει πρώτα στο Πανεπιστήμιο του Ώστιν στο Τέξας το 1975, μετά στο Παρίσι το 1979, και πολύ αργότερα στην Γερμανία), είτε για τον κομμουνισμό και την Γερμανία, Η Μάχη (1951-1974), Τρακτέρ (1955-1961, και 1974) και Γκερμάνια Θάνατος στο Βερολίνο (1956-1971), έργα που θα ανέβουν τα δύο πρώτα στην Βολκσμπύνε, σε σκηνοθεσία Κάργκε και Λάνγκωφ, και το τρίτο στο Μόναχο σε σκηνοθεσία Ερνστ Βεντ το 1978. Τα τρία αυτά έργα αγκαλιάζουν και αναλύουν με το νυστέρι την σύγχρονη ιστορία και την συλλογική φαντασία όχι μόνο της Ανατολικής Γερμανίας αλλά της Γερμανίας στο σύνολό της.

Η προσφυγή στην παράδοση

Το 1976, ο τραγουδιστής Βολφ Μπίερμαν χάνει την Ανατολικο-γερμανική του υπηκοότητα. Πολυάριθμοι συγγραφείς, εκ των οποίων ο Μύλλερ, διαμαρτύρονται. Ακολουθεί μια μαζική αναχώρηση συγγραφέων προς την ομοσπονδιακή Γερμανία, που επετράπη και μάλιστα υποκινήθηκε από τις αρχές του Ανατολικού Βερολίνου. Ο Χάινερ Μύλλερ παραμένει. Η κοινωνία της Ανατολικής Γερμανίας αναδιπλώνεται στον εαυτό της, ακινητοποιείται οικονομικά και πολιτικά. Ο Μύλλερ απομακρύνεται απ’ το μπρεχτικό παράδειγμα, διεκδικεί μια παράδοση της οποίας θιασώτες θεωρούνται οι Μπύχνερ, Κλάιστ και Χέλντερλιν, και διαβάζει την «γαλλική διανόηση» (Φουκώ, Ντελέζ, Μπωντριγιάρ, Λιοτάρ, Βιριγιό). Μετά από το Βίος του Γκούντλινγκ Φρίντριχ της Πρωσίας Ύπνος Όνειρο κραυγή του Λέσσινγκ που αποτελεί ένα είδος γενεαλογίας της πρωσικής συλλογικής φαντασίας (η διχασμένη όλο ρωγμές μορφή του Φρίντριχ, η αγαλματοποίηση του Λέσσινγκ), γράφει το Μηχανή Άμλετ (1977, που θα ανέβει στις Βρυξέλλες τέλη του 1978 από τον Μαρκ Λίμπενς, και αρχές του 1979 στο Παρίσι από τον Ζαν Ζουρντέιγ, πριν από τις γερμανικές σκηνοθεσίες), σύντομο κείμενο που ασχολείται με τρόπο σχεδόν αφοριστικό με την μορφή του Άμλετ και με την τραγωδία του κομμουνισμού στον εικοστό αιώνα. Είναι το πρώτο από μια σειρά έργων που δεν μιλά απ’ ευθείας για την γερμανική ιστορία: Η Αποστολή (1979), Κουαρτέτο (1980), Ρημαγμένη όχθη/ Υλικό Μήδειας/ Τοπίο με Αργοναύτες (1982), Τοπίο υπό επίβλεψιν (1984). Πρόκειται για έργα μοντέρνας (και μεταμοντέρνας) σύλληψης. Χειραφετημένα από το ανατολικο-γερμανικό πλαίσιο, δείχνουν τις διαστάσεις της καταστροφής που τα δυτικά μέσα ενημέρωσης έχουν προκαλέσει στην θεατρική τέχνη και αποτελούν μια μοναδική προσπάθεια ανανέωσης της θεατρικής γραφής μετά τον Μπέκετ και τον Ζενέ. (σκηνοθέτες που ανέβασαν Μύλλερ: Σερώ, Λάνγκωφ, Ζουρντέιγ και Περέ, Μπομπ Ουίλσον, Λίμπενς, Λουασεμόλ, Ντελβάλ και Ντεζοτέ).

Ιστορίες από την Γερμανία

Αλλά ο Μύλλερ επιστρέφει στην γερμανική Ιστορία με το «Πορεία αρμάτων» (1984-1987) που πρωτοανέβηκε στο Μπομπινύ (Γαλλία) σε σκηνοθεσία Ζουρντέιγ και Περέ το 1988. Το έργο έχει ως θέμα το γερμανο-σοβιετικό ζεύγος κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, και τελειώνει με μια ανελέητη αυτοψία του «υπαρκτού  σοσιαλισμού» στην Ανατολική Γερμανία. Παράλληλα ο Μύλλερ περνά στην σκηνοθεσία: Η Αποστολή (1980 στο Ανατολικό Βερολίνο, 1982 στο Μπόχουμ), Μάκμπεθ, διασκευή από τον Σαίξπηρ (1982 στο Ανατολικό Βερολίνο), Ο Μισθοσπάστης (1988 στο Ανατολικό Βερολίνο) και κατά την διάρκεια των γεγονότων του φθινοπώρου του 1989, δηλαδή κατά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και μέχρι τις εκλογές του Μαρτίου του 1990, τον Άμλετ του Σαίξπηρ και το δικό του Μηχανή Άμλετ.         
(άρθρο του ΖΑΝ ΖΟΥΡΝΤΕΙΓ για την «Εγκυκλοπαίδεια του Θεάτρου» του Μισέλ ΚΟΡΒΕΝ, μετάφραση Δαμιανός Κωνσταντινίδης)


Οράτιος – Mauser : πρόκειται για τα 2 μέρη μιας τριλογίας διδακτικών έργων του Χάινερ Μύλλερ, που εγκαινιάζει ένας εξαίρετος Φιλοκτήτης. Και στα δύο αυτά σύντομα έργα έχουμε να κάνουμε με δίκες ατόμων – «ηρώων» (ενός επώνυμου : του Οράτιου, και ενός ανώνυμου : του Α), που με μια τους πράξη κινδυνεύουν να βλάψουν το σύνολο στο οποίο ανήκουν (την Ρώμη, την Επανάσταση), και το οποίο μέχρι τότε υπηρετούσαν πιστά. Και στις δύο περιπτώσεις, οι δίκες εκτυλίσσονται εν μέσω περιόδου κρίσεως (επικείμενος πόλεμος με τους Ετρούσκους, εμφύλιος πόλεμος), και σφραγίζονται με την εκτέλεση του ατόμου – «ήρωα» (εκτέλεση που χρησιμεύει ως παράδειγμα : αφ’ ενός της σταθερότητας της επανάστασης στις αρχές της και αφ’ ετέρου της απόλυτης προσήλωσης του (ρωμαϊκού) λαού στην αλήθεια και της ακριβοδίκαιης κρίσης του).
Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ένα θέατρο με μεγάλη ποιητική, αισθητική και συγκινησιακή δύναμη, με εμφανή την φιλοσοφική / οντολογική διάσταση και τον παιδαγωγικό χαρακτήρα.

*
Στον Οράτιο, ο Μύλλερ παραλλάσσει σημαντικά την ιστορία των Οράτιων και Κουριάτιων, έτσι όπως την παραλαμβάνει από τον Τίτο Λίβιο, αλλά και από τον Κορνέιγ και τον Μπρεχτ που επεξεργάστηκαν σε θεατρικά τους έργα το ίδιο θέμα. Κρατάει το γενικό πλαίσιο, την εμφύλια διαμάχη Ρώμης και Άλβας που ξεσπά ενώ υπάρχει η απειλή ενός πολέμου με τους Ετρούσκους, καθώς και την λύση που προτείνεται, να μην πολεμήσουν οι δύο στρατοί μεταξύ τους, αλλά μόνο κάποιοι άντρες που θα αντιπροσωπεύουν  τις δύο πόλεις.
Στην αρχική εκδοχή της ιστορίας επιλέγονται τρεις Κουριάτιοι ως αντιπρόσωποι της Άλβας και τρεις Οράτιοι ως αντιπρόσωποι της Ρώμης. Ο Μύλλερ κρατάει μόνον έναν Οράτιο και έναν Κουριάτιο. Η έκβαση είναι η ίδια : νικάει ο Οράτιος, σκοτώνει τον Κουριάτιο και, στη συνέχεια, σκοτώνει την ίδια την αδελφή του, επειδή τολμά να θρηνήσει τον νεκρό εχθρό που τυχαίνει να είναι ο αρραβωνιαστικός της.
Ο Οράτιος δικάζεται γι’ αυτόν τον δεύτερο φόνο και, σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο, απαλλάσσεται από την κατηγορία, με την μεσολάβηση του πατέρα του και του βασιλέα Τούλιου. Η νίκη του θεωρείται ικανή να σβήσει το έγκλημά του και αφήνεται ελεύθερος, με μόνη υποχρέωση – τιμωρία : η οικογένειά του να κάνει κάποιους καθαρμούς, κι αυτούς, με έξοδα του Κράτους.
Στον Μύλλερ τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά : ο Οράτιος υφίσταται την κρίση ενός λαϊκού δικαστηρίου, το οποίο αποφασίζει και να τον τιμήσει ως νικητή της Άλβας, αλλά και να τον εκτελέσει ταυτόχρονα ως δολοφόνο της αδερφής του. Ο πατέρας υπερασπίζεται μάταια τον γιο του. Αυτός ο τελευταίος παρίσταται βουβός στη δίκη του. Ο λαός κρίνει και αποφασίζει μόνος του, χωρίς την μεσολάβηση κανενός βασιλιά. Δεν είναι όχλος αλλά αποτελείται από ανθρώπους του καθημερινού μόχθου που μπορούν να σκέφτονται ορθά, χωρίς φανατισμό και χωρίς να φοβούνται την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή. Και όντως, η λύση που δίνουν είναι απόλυτα σύμφωνη μ’ αυτή την διπλή, την μη-καθαρή, όπως την λέει ο Μύλλερ, αλήθεια του νικητή - δολοφόνου. Εκείνο που μετράει κι εκείνο που διακυβεύεται είναι η ύστερη φήμη της Ρώμης, το παράδειγμα που μέσα από αυτή την δίκη θα δώσει στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, η καθαρότητα των λόγων και της μνήμης απέναντι στο γεγονός.

*
Σε ένα άλλο δικαστήριο παρουσιάζεται ο ανώνυμος ήρωας του Mauser, σ’ εκείνο που στήνουν για να τον δικάσουν οι επαναστάτες σύντροφοί του. Ο Α, όταν  διαπιστώνει πως οι εχθροί είναι άνθρωποι και είναι όμοιοι μ’ αυτόν, δεν μπορεί πλέον να φέρει σε πέρας το έργο που του έχουν αναθέσει : να σκοτώνει τους εχθρούς της επανάστασης, και ζητά από τους συντρόφους του να τον απαλλάξουν από αυτό. Ωστόσο, υπό την πίεσή τους, υπαναχωρεί και συνεχίζει να σκοτώνει, μέχρι που εκτροχιάζεται, κυλάει μέσα στην ηδονή του φόνου και την παράνοια, αποκτηνώνεται εντελώς, πράγμα που τον καθιστά κι αυτόν έναν εχθρό της επανάστασης που πρέπει να αφανιστεί. Στο τέλος, οφείλει να συναινέσει ο ίδιος στην καταδίκη του, δικαιώνοντας έτσι, ακόμη και μέσα από τον θάνατό του, την επανάσταση, στην οποία δεν έπαψε να πιστεύει, τους στόχους της, αλλά και τα μέσα που επέλεξε για να τους πετύχει.
Όπως σε όλα σχεδόν τα έργα του, έτσι και εδώ, ο Μύλλερ ξεπερνάει την στενή πολιτική και διδακτική εκμετάλλευση του μύθου ή του ιστορικού γεγονότος, προσδίδοντάς του μια φιλοσοφική προοπτική, μια οντολογική και μεταφυσική διάσταση : τι είναι ο άνθρωπος, τι μπορεί να είναι ή τι μπορεί να γίνει, ή ακόμη : τι έρχεται πίσω από τον θάνατο, αποτελούν μερικές από τις κεντρικές -και συχνά αναπάντητες- ερωτήσεις του Mauser και του Οράτιου, διδακτικά έργα χωρίς εν τέλει θέση.
Το ον συνιστά ένα άλυτο πρόβλημα. Παρουσιάζεται πολλαπλό και γεμάτο αντιφάσεις. Κινούμενο ανάμεσα στη συνείδηση του κοινωνικού ή πολιτικού χρέους και εκείνη του καθαρά ανθρώπινου, πεδίο μιας διπλής διεκδίκησης, συλλογικής και ατομικής, ουρλιάζοντας απελπισμένο ή μένοντας βωβό και ανίκανο να αντιδράσει μπροστά στον επικείμενο και σίγουρο θάνατο, ξαναβρίσκει την χαμένη τραγικότητά του, ή πιο σωστά προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει το νόημα του τραγικού στην εποχή μας.

Δαμιανός Κωνσταντινίδης

Η Σκηνοθεσία | Η Ταυτότητα της παράστασης | Κριτικές

Επιστροφή

 

 
 
  design & support by Design & Support by ITIS - Visit our website   Επικοινωνία | Αρχική