Αρχική Σελίδα - Home Page      
  Angelus Novus | Είστε όλοι σας καθάρματα |  
 
  Angelus Novus
  Θέατρο ΌΡΑ
  Παραστάσεις
  Φαύστα ή Η Απολεσθείς Κόρη
  Ένα κάρο παραμύθια
  Preparadise Sorry Now
  Οράτιος και Mauser
  Η Φόνισσα
  Ο Μαύρος Πρίγκιπας
  Τρικυμία
  Στα ¶κρα
  Scabrio 2
  Ηρακλείδαι
  Όπως Σας Αρέσει
  Ο Θάνατος του Τενταζίλ
  Πώς να πω
  Ικέτιδες
  Είστε όλοι σας καθάρματα
  Το Συσσίτιο
  Insenso
  Η Σονάτα των φαντασμάτων
  Κάτω από το Γαλατόδασος
  Κουκλοθέατρο
  Θεατρικά Βραδινά
  Τρέχουσα Περίοδος
  Στούντιο Κοιτώνες
  Περί Θεάτρου
  Επικοινωνία
 

Επιστροφή

σημειώσεις σκηνοθεσίας

Υιός Πάσχων

-αντί σκηνοθετικού σημειώματος-

 «Κάνει ζέστη, θα ΅ναι καλοκαίρι, είμαι μικρός…»

Ποιος μιλάει; Παρόλο που ξέρω ότι ο Γκαρσία αποφεύγει να το διευκρινίσει και ίσως δεν χρειάζεται να δοθεί στην παραπάνω ερώτηση καμιά απάντηση για να λειτουργήσει το έργο επί σκηνής, έχω την τάση νΆ απαντάω: ο Υιός. Δηλαδή, μεταξύ άλλων[1], μια μορφή υπηκόου, εξουσιαζόμενου, καταπιεσμένου, οργισμένου. Ένας, επομένως, δυνάμει επαναστάτης. Είναι άραγε τυχαίο που το Είστε όλοι σας καθάρματα ανοίγει με μια εικόνα αποκαθήλωσης του Πατέρα; (…και ένα πράσινο ριγέ στρώμα καταξεσχισμένο, / όπου πήδηξε πριν λίγο τον πατέρα μου / ένας υπάλληλος που κάνει ψωνιστήρι.)

Δεν δυσκολεύομαι, παρόλες τις προειδοποιήσεις των θεωρητικών για το αυθαίρετο μιας τέτοιας ταύτισης και εν γνώσει του κινδύνου μιας παρερμηνείας, να προσθέσω σΆ αυτήν την απάντηση και μια δεύτερη: μιλάει ο Υιός και ο συγγραφέας. Μιλάει ο Ροντρίγκο. Ήδη φτιάχνω μια υπόθεση εργασίας, μια αρχή «ιστορίας», πιο πολύ για να βοηθηθούμε οι ηθοποιοί κι εγώ στις πρόβες, παρά οι θεατές, μια που είναι αμφίβολο αν στο τελικό αποτέλεσμα θα είναι ορατή η υπόθεση που υιοθετήσαμε ή αν θα την ακολουθήσουμε πιστά μέχρι το τέλος: αυτός που δέχεται τα φιλιά και τα χαστούκια, τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο μέρος του έργου, είναι ο Υιός (ασχέτως αν ο «ρόλος» παίζεται από δύο διαφορετικούς ηθοποιούς), ενώ αυτοί που τα δίνουν είναι ο Πατέρας και η Μητέρα. Αυτοί δεν είναι άλλωστε οι πρώτοι που μας επιβραβεύουν (φιλί) ή που μας επικρίνουν (χαστούκι); Αυτοί δεν είναι οι πρώτοι που ασκούν εξουσία πάνω μας;

Από εδώ μέχρι να τους κάνω, αυτούς τους γονείς, ένα χασάπη και μια χασάπισσα, όπως ήταν οι γονείς του Ροντρίγκο –και ως τέτοιοι άλλωστε αναφέρονται σε πολλά σημεία του συγκεκριμένου έργου-, η απόσταση δεν είναι μεγάλη. ΣΆ αυτή την περίπτωση, τι θα μπορούσε να είναι ο χώρος αν όχι ένα χασάπικο, ένα σφαγείο, ένα Carnicería Teatro; –έτσι δεν ονομάζει κι ο ίδιος ο Γκαρσία τη θεατρική ομάδα του; Και ο Υιός δεν θα ΅πρεπε  τότε να κρατάει τον ρόλο του σφάγιου, γιατί τι σόι σφαγείο θα ήταν αυτό χωρίς ούτε ένα σφαχτάρι;

Κι όμως… μη βιάζεστε. Δεν θέλω να παρουσιάσω μια βιογραφία του συγγραφέα ή να τον ψυχαναλύσω επί σκηνής. Ούτε αυτόν, ούτε και οποιονδήποτε άλλον. Μια μεταφορά χρειάζομαι όλο κι όλο. Του κόσμου. Του Ανθρώπου μέσα σΆ αυτόν.

***

«Γαμιέστε όλοι σας, καθάρματα»

Ποιος μιλάει; Ο πληγωμένος, ο προδομένος, ο ηττημένος. Ο πεπτωκός. ΓιΆ αυτό στέκεται επί σκηνής και σας κοιτάει κατάματα. ΓιΆ αυτό είναι αντιμέτωπος. ΓιΆ αυτό γίνεται ώρες-ώρες προκλητικός, αυθάδης, αθυρόστομος, ειρωνικός, σαρκαστικός. Για να μπορεί καλύτερα να φωνάζει την οργή του, την απογοήτευσή του, την απέχθειά του. Την πληγή του. Για να καταγγέλλει. ΓιΆ αυτό επίσης, αυτό το κείμενο, φτιαγμένο, στο πρώτο μέρος του, από αποσπάσματα ημερολογιακού χαρακτήρα, γεμάτα με μικρά καθημερινά γεγονότα, με πολιτικές αιχμές, με κοινωνικές και οικολογικές ανησυχίες, αλλά και με ποιητικά και φιλοσοφικά πετάγματα, και στο δεύτερό του, από καταλόγους ανεκπλήρωτων επιθυμιών, απολογισμών, γενικευμένων διαπιστώσεων, απορρίψεων, αφορισμών, ανακαλεί μύθους, αρχετυπικές καταστάσεις και μορφές, συγγενεύει με την τραγωδία και κρύβει, -ναι, όσο κι αν ακουστεί περίεργο-, μια βαθιά  θρησκευτικότητα, μιαν ιερότητα. Κι όμως, -και παρόλες τις πλάγιες αναφορές στην χριστιανική θρησκεία και στο πρόσωπο του Χριστού[2]-, ο Θεός φαίνεται νΆ απουσιάζει παντελώς από το έργο, δεν αναφέρεται πουθενά. ΑντΆ αυτού, και πέρα από τους γονείς, μπορούμε να εντοπίσουμε άλλες «πατρικές», -συνήθως, όμως, όχι αγαθές-, φιγούρες: στρατιωτικούς, εργοστασιάρχες, διευθύνοντες συμβούλους, διαφημιστές, δημοσιογράφους, τηλεοπτικούς παρουσιαστές, τα Mc DonaldΆs, τις πολυεθνικές… Εναντίον όλων αυτών εξεγείρεται ο Υιός, και εναντίον μιας «θυσίας»[3]παράλογης και άσκοπης, που γίνεται στο όνομα μιας φτηνής ευτυχίας (καλύτερης συσκευασίας, λευκότερου αποτελέσματος, λιγότερων λιπαρών…) και που δεν επιφέρει καμιά σωτηρία[4], όπως άλλωστε δεν επέφερε καμιά σωτηρία η άλλη θυσία, του άλλου Υιού. Και επιπλέον εξέγερση –συχνά δίκην ειρωνικού σχολίου- εναντίον του ίδιου του εαυτού του, επειδή συμμετέχει στην αθλιότητα που κατακρίνει, βοηθώντας την να συνεχιστεί («…πασαλείβομαι ολόκληρος / με τις αηδίες που βάζουνε στα Big Mac /- παραλίγο να λεκιάσω το βιβλίο μου - / Σήμερα, Δευτέρα 27/ φθινόπωρο του Ά95 / δεν πρόλαβα να κατέβω / στο σούπερ μάρκετ / να ψωνίσω»). Μόνες οάσεις στην έρημο του σύγχρονου πολιτισμού, το παιχνίδι, οι παιδικοί φίλοι, ο έρωτας, ή πιο σωστά οι αναμνήσεις από τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, κάποια φτηνά εστιατόρια, λίγα κομμάτια πραγματικής φύσης…

***

Ασχολήθηκα πρώτη φορά με το Είστε όλοι σας καθάρματα το 2007, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών[5]. Επρόκειτο για ένα δραματοποιημένο αναλόγιο αλλά το αποτέλεσμα δεν διέφερε πολύ από αυτό που λέμε παράσταση. Τότε η ιδέα του σφαγείου δηλωνόταν, όχι τόσο στη σκηνογραφία, όσο στις ενδυματολογικές επιλογές. Οι ηθοποιοί που έπαιζαν τους «γονείς» φορούσαν καθΆ όλη τη διάρκεια του έργου τις χαρακτηριστικές ποδιές των χασάπηδων. Η «Μητέρα» μάλιστα κουβαλούσε μια ολόφρεσκη ματωμένη συκωταριά και την έριχνε σΆ ένα μεταλλικό κουβά στον πρόλογο της παράστασης, ο οποίος περιλάμβανε, μαγνητοφωνημένο, και το ποίημα του Παζολίνι «Απόσπασμα στον Θάνατο», έτσι όπως το παραθέτει στις σημειώσεις του ο Γκαρσία. Οι 2 «γιοι-σφάγια» ήταν τυλιγμένοι με λωρίδες ελαστικού υφάσματος στο χρώμα του δέρματος, που θύμιζαν έντερα ή φασκιές ή γάζες σαν αυτές που τυλίγουν τις μούμιες, και που εμπόδιζαν οποιαδήποτε αντίδραση στο φιλί και στο χαστούκι των «γονέων». Μετέφραζα έτσι και οπτικά τον εγκλωβισμό τόσο στον σύγχρονο πολιτισμό, όσο και σΆ αυτή τη δαιμόνια μηχανή, σΆ αυτό το απαρέγκλιτο σύστημα επιδοκιμασίας-αποδοκιμασίας στο οποίο φαίνεται να υπόκειται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, κάθε ανθρώπινη ενέργεια. Στο δεύτερο μέρος, ο «γιος» επαναστατούσε και ξέφευγε από τα δεσμά του, ενώ οι «γονείς» προσπαθούσαν και τέλος τα κατάφερναν να τον επαναφέρουν στην τάξη.

Τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά σΆ αυτήν την –ας την ονομάσουμε έτσι- δεύτερη εκδοχή, παρόλο που η βασική ιδέα παραμένει πάνω κάτω η ίδια. Το σφαγείο δηλώνεται αμέσως τώρα πια ως σκηνικός χώρος: λευκά πλακάκια καλύπτουν το πάτωμα και τον τοίχο του βάθους, παραπετάσματα από πλαστικές διάφανες λωρίδες οριοθετούν τα πλευρά της σκηνής. Ωστόσο μόνο προς το τέλος του πρώτου μέρους, που είναι και το μεγαλύτερο σε διάρκεια, ολοκληρώνεται η εικόνα, όταν οι «γονείς» φορούν τις ποδιές τους και αμπαλάρουν τους «γιους» με τη μεμβράνη για τα τρόφιμα. Στο δεύτερο μέρος, ο «γιος-σφάγιο» ξεφεύγει πάλι από τη φυλακή του, σχίζοντας τη μεμβράνη που τον τυλίγει, αλλά πολύ σύντομα, μόνος του πλέον, θα ξανατυλιχτεί σΆ αυτήν. Τέλος, σΆ αυτή την εκδοχή, σε αντίθεση με την προηγούμενη, το κείμενο του πρώτου μέρους είναι μοιρασμένο –αν και όχι σε ισόποσες μερίδες- και στους 4 ηθοποιούς που συμμετέχουν στην παράσταση. Γιατί, ποιος μιλάει εντέλει; Και ποιος φιλάει, ποιος χαστουκίζει αυτόν που μιλάει; Ο Υιός βεβαίως και ο Ροντρίγκο, αλλά και η θυγατέρα και οι γονείς και ο καθένας μας, και όλοι. Περνώντας όλοι απΆ όλες τις θέσεις, γόνοι και γονείς, τιμητές και οπαδοί, θύτες και θύματα, ταυτοχρόνως και εναλλάξ.

***

Δυο λόγια ακόμη. Αν φαίνεται εύκολο να δεχτείς ένα φιλί –αλλά πόσο συνηθισμένο είναι ένα αληθινό φιλί;-, είναι πολύ δύσκολο να φας ένα πραγματικό χαστούκι, όπως το ζητάει ο Γκαρσία. Είμαι βαθειά ευγνώμων απέναντι στους νεαρούς ηθοποιούς που δέχτηκαν να υποβληθούν σΆ αυτή την βάσανο και που σήκωσαν αυτό το φορτίο –και δεν μιλάω μόνο για τα φιλιά και τα χαστούκια, αλλά και για το ίδιο το κείμενο που δεν είναι καθόλου εύκολο, καθόλου προφανές, παρά την φαινομενική απλότητά του. Χωρίς τη συνδρομή τους, χωρίς τη διαθεσιμότητά τους, την ευαισθησία και το χιούμορ τους, αλλά και χωρίς τις αμφιβολίες και τις αγωνίες τους, αυτό το παιχνίδι, άλλοτε αστείο, άλλοτε σοβαρό, και συχνά επικίνδυνο, που θέλησα να στήσω, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Θα ήθελα να τους πω, όπως και ο Γκαρσία στην επιστολή που μας έστειλε: «Espero que se diviertan hacienda la obra».  Ή σε πολύ ελεύθερα ελληνικά, παραφράζοντάς τον: «Ελπίζω ο κάματος αυτός μέσα στη μνήμη σας να γίνει με τον χρόνο μια δυνατή συγκίνηση. Σας ευχαριστώ.»

                                                            Δαμιανός Κωνσταντινίδης



[1] Ελπίδα διαιώνισης του είδους, π.χ., προέκταση, στον χρόνο, των γονέων, αλλά και διάψευση των προσδοκιών τους, κλπ.

[2]«…παράλογη γεωγραφική κατανομή των άρτων και των ιχθύων… όλες οι προδοσίες που επιτελούνται μΆ ένα τελευταίο φιλί…»

[3] Π.χ., της θυσίας του φυσικού στον βωμό του τεχνητού

[4] Πόση πικρή ειρωνεία, αλήθεια, στη φράση, προς το τέλος του έργου: «Καίνε έναν άνθρωπο στην πυρά για να ΅ναι καλή η σοδειά»!

[5] Με την ομάδα 3L-Logi Ludi Loci, μετά από πρόταση του Βίκτορα Αρδίττη που θέλω να ευχαριστήσω κι από εδώ για  εκείνη την ανάθεση. Τότε είχε χρησιμοποιηθεί η μετάφραση της Κατερίνας Σπάθη, η οποία εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ (Αθήνα, 2007). Ο γενικός τίτλος της εκδήλωσης ήταν «Σύγχρονες Θεατρικές Γραφές – Χορικότητα». Είχαν παρουσιαστεί συνολικά 6 ευρωπαϊκά θεατρικά έργα σε πρώτη σκηνική ανάγνωση, το καθένα κι από άλλον σκηνοθέτη, στο «Σχολείον» (Χώρος Β΄), από την 1 έως τις 3 Ιουλίου 2007.

η ταυτότητα της παράστασης | κριτικές | συνέντευξη | video από τη συμμετοχή της ANGELUS NOVUS στο CRISIS ART FESTIVAL, στο Αρέτσο (Ιταλία), 9 Ιουλίου 2012

Επιστροφή

 

 
 
  design & support by Design & Support by ITIS - Visit our website   Επικοινωνία | Αρχική