Αρχική Σελίδα - Home Page      
  Angelus Novus | Όπως Σας Αρέσει |  
 
  Angelus Novus
  Θέατρο ΌΡΑ
  Παραστάσεις
  Φαύστα ή Η Απολεσθείς Κόρη
  Ένα κάρο παραμύθια
  Preparadise Sorry Now
  Οράτιος και Mauser
  Η Φόνισσα
  Ο Μαύρος Πρίγκιπας
  Τρικυμία
  Στα Άκρα
  Scabrio 2
  Ηρακλείδαι
  Όπως Σας Αρέσει
  Ο Θάνατος του Τενταζίλ
  Πώς να πω
  Ικέτιδες
  Είστε όλοι σας καθάρματα
  Το Συσσίτιο
  Insenso
  Η Σονάτα των φαντασμάτων
  Κάτω από το Γαλατόδασος
  Κουκλοθέατρο
  Θεατρικά Βραδινά
  Τρέχουσα Περίοδος
  Στούντιο Κοιτώνες
  Περί Θεάτρου
  Επικοινωνία
 

Επιστροφή

σημειώσεις σκηνοθεσίας

σημειώσεις σκηνοθεσίας

1. Όπως σας αρέσει. Δηλαδή: Γράφω όπως σας αρέσει, υπακούοντας στα γούστα σας, αλλά και εσείς μπορείτε να ερμηνεύσετε αυτά που γράφω όπως σας αρέσει. Αν όμως μπορείτε να το κάνετε αυτό, τότε σίγουρα δεν γράφω μόνο όπως σας αρέσει. Τότε σίγουρα υποσκάπτω αυτό που σας αρέσει με ό,τι δεν σας αρέσει,  ή, εν πάση περιπτώσει, κάνω χώρο ταυτόχρονα και σε ό,τι δεν σας αρέσει.

(Μόνη λύση μου για να αρέσω σε όλους και στον εαυτό μου, η αμφίβολη και προληπτική γραφή μου, η ισορροπιστική μου τέχνη, η λεπτή ειρωνεία μου, η απουσία θέσης από το θέατρο μου.)

2.Περί τίνος πρόκειται;Πρωτίστως για ένα θεατρικό –και όχι μόνο- είδος με συγκεκριμένους κανόνες. Το ποιμενικό ειδύλλιο μου ζητάει έναν κόσμο όμορφο και ιδανικά πλασμένο, πλαστό και τέλειο, χωρίς συγκρούσεις και αμάχες, χωρίς ασυμβατότητες και τραγωδία, κατοικημένο από χαρίεσες υπάρξεις,  από αθώους βοσκούς και αθώες βοσκοπούλες, που ζουν ασύγνεφες ιστορίες αγάπης εν μέσω μιας πρωτόγονης φύσης και των αιγοπροβάτων τους.

(Παραχώρηση: αν θέλετε τον Παράδεισο, θα σας τον δώσω, αλλά πρώτα την Κόλαση θα υπαινιχθώ και στον Παράδεισο τα σημάδια της θα κρύψω.)

3. Στον αστερισμό του Κάιν. Στο ξεκίνημα ένα από τα αγαπημένα θέματα του σαιξπηρικού θεάτρου: μια διπλή αντιπαλότητα αδελφών, όπου το ένα ζεύγος λειτουργεί σαν ανεστραμμένος καθρέφτης του άλλου: ο πρωτότοκος Όλιβερ μισεί τον τριτότοκο Ορλάντο και επιβουλεύεται τη ζωή του. Ο δευτερότοκος Φρειδερίκος έχει σφετεριστεί τον θρόνο του πρωτότοκου αδελφού του και τον έχει εξορίσει στο Άρντεν.

Η αντιπαλότητα ή η αντίθεση εκτείνεται στα φύλα (αρσενικό-θηλυκό), στις ηλικίες (γέροι-νέοι), σε τάξεις και σε ιδιότητες (αυλικοί-ποιμένες, γονείς-παιδιά, θύτες-θύματα, διώκτες-διωκόμενοι, άνθρωποι-ζώα…), σε ιδέες, διαθέσεις ή καταστάσεις (φύση-τύχη, τρέλα-φρονιμάδα, ευθυμία-μελαγχολία, συνείδηση-ασυνειδησία, φυλακή-ελευθερία, κοινωνία-αναχωρητισμός, αρμονία-δυσαρμονία, ψέμα-αλήθεια, φαίνεσθαι-είναι…), αλλά και στον ίδιο τον σκηνικό χώρο που μοιράζεται, άνισα, σε δύο τόπους: την Αυλή όπου εκτυλίσσεται όλη η Α’ Πράξη, δύο σκηνές της Β’ και μία της Γ’, και το Δάσος του Άρντεν που καταλαμβάνει το υπόλοιπο και μεγαλύτερο μέρος του έργου.

4. Η Αυλή-Το Δάσος του Άρντεν. Εκ πρώτης όψεως, οι δύο αυτοί τόποι αντιτίθενται, και ο ένας (η Αυλή) σηματοδοτείται ως αρνητικός και επικίνδυνος, τόπος του αδελφοκτόνου μίσους, της προδοσίας, του υπολογισμού, της δολοπλοκίας και της αλλοτρίωσης, της κοινωνικής σύμβασης και της υποκρισίας, από όπου κανείς πρέπει να το σκάει, ενώ ο άλλος (το Δάσος) χαρακτηρίζεται ως θετικός και ευεργετικός, φυσικός και ελεύθερος, τόπος αμεσότητας και ειλικρίνειας, καταφύγιο των κυνηγημένων και των ερωτευμένων, τόπος μεταστροφής των κακών, σύγκλισης των αντιθέτων και συμφιλίωσης των εχθρών, ξεγνοιασιάς και γαμήλιου ζευγαρώματος. Μια ιδανική Αρκαδία, ένας ου-τόπος.

Είναι όμως έτσι; Η Αυλή, πέρα από όσα αρνητικά μπορεί να της καταμαρτυρήσει κανείς, είναι και το πλαίσιο όπου αναπτύσσεται μια ισχυρή και αδιάψευστη φιλία: εκείνη ανάμεσα στις δυο ξαδέλφες, τη Ροζαλίντα και τη Σήλια, κι αυτό παρά την έχθρα που χωρίζει τους γονείς τους. Εκεί γεννιέται και ο κεραυνοβόλος έρωτας της Ροζαλίντας και του Ορλάντο, και εκεί μάλλον θα καταλήξουν οι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας μετά το τέλος της, δηλαδή μετά τους γάμους τους και την αποκατάσταση της εξουσίας στον νόμιμο δικαιούχο της. Θα εγκαταλείψουν την χαρά και την ελευθερία που γνώρισαν στο Άρντεν. Γιατί άραγε; Μήπως η ελπίδα για ένα καλύτερο κόσμο, που διαφαίνεται στο τέλος του έργου, έχει βάσιμες πιθανότητες να πραγματοποιηθεί με την επιστροφή στην Αυλή; Μήπως η εξουσία είναι εντέλει πιο γλυκιά από οποιαδήποτε ευτυχία; Ή μήπως το Άρντεν, παρά τα θαυμαστά που συμβαίνουν στα λημέρια του, απέχει πολύ από το να είναι η Αρκαδία που θέλουμε να πιστεύουμε πως είναι;

Το Δάσος δηλώνεται αρχικά ως τόπος εξορίας, και ως τέτοιος δεν μπορεί να είναι εντελώς ευχάριστος. Επανειλημμένα ο έκπτωτος Δούκας θα αναφερθεί στις αντίξοες συνθήκες διαβίωσής τους εκεί, αν και δεν θα παραλείψει να εκθειάσει την ελεύθερη ζωή μέσα στη φύση, μακριά από τις ίντριγκες και τις δεσμεύσεις της πολιτικής. Το Δάσος παρόλ’ αυτά δεν είναι τόπος της απόλυτης ελευθερίας, μια που κι εκεί ακόμη πρέπει να τηρούνται ορισμένοι τύποι (ο Τρελός και η Ώντρεϋ, π.χ., οφείλουν να παντρευτούν πρώτα, έστω και με έναν ψευτοπαπά, και μετά να καταλήξουν στο κρεβάτι). Ούτε και εντελώς ακίνδυνος είναι, μια που λιοντάρια και φίδια μπορούν να εμφανιστούν ανά πάσα στιγμή και να απειλήσουν τις ανθρώπινες ζωές. Οι βιοτικές ανάγκες υφίστανται πάντα, η πείνα και η δίψα ζητούν τον κορεσμό τους, οι άνθρωποι σκοτώνουν για να ζήσουν ή για να προστατευτούν από τις διαθέσεις του καιρού. Ο χρόνος δεν θα σταματήσει ποτέ να κυλάει, τα έμβια όντα θα είναι εσαεί αντιμέτωπα με την φθοροποιό δράση του και τον θάνατο.

Η χαρωπή συντροφιά του έκπτωτου Δούκα -μνήμη του Ρομπέν των Δασών και των φίλων του-, σκιάζεται από την παρουσία του μελαγχολικού Ιάκωβου. Γι’ αυτόν δεν φαίνεται να υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην Αυλή και το Δάσος, όπως δεν υπάρχει και ανάμεσα στον νόμιμο Δούκα και τον σφετεριστή, ή ανάμεσα στο θέατρο και τον κόσμο. Η ελευθερία, που είναι κυρίως, στην περίπτωσή του, ελευθερία έκφρασης της γνώμης του, παραμένει ένα ζητούμενο. Άλλωστε, όπως στην Αυλή όπου επιβάλλεται η τήρηση κάποιων κωδίκων συμπεριφοράς και η προσποίηση, έτσι και στο Δάσος η επιβίωση εξασφαλίζεται χάρη στη μεταμφίεση: αυλικοί υποδύονται τους βουκόλους ή τους κυνηγούς, γυναίκες καμώνονται τους άντρες. Μόνον ο Τρελός δεν έχει ανάγκη μεταμφίεσης, γιατί είναι ήδη μεταμφιεσμένος: φοράει το παρδαλό ρούχο του λειτουργήματός του που του εξασφαλίζει την τόσο ζηλευτή από τον Ιάκωβο ελευθερία έκφρασης. Είναι άραγε άνευ σημασίας ότι το όνομα που θα διαλέξει η Σήλια (Αλιένα) για να υποδυθεί την αδελφή της Ροζαλίντας-Γανυμήδη κατά την παραμονή τους στο Άρντεν, παραπέμπει σε έννοιες όπως η αλλοτρίωση, η αποξένωση και η τρέλα;

Καθόλου άσκοπη δεν είναι επίσης, ούτε και τυχαία, η απαρίθμηση των προτερημάτων και των μειονεκτημάτων της ζωής τόσο στην Αυλή όσο και μέσα στη Φύση, στην οποία επιδίδεται ο Τρελός στον διάλογό του με τον βοσκό Κόριν, στην αρχή της Γ’ Πράξης.

5. Οι ερωτευμένοι του Δάσους. Κανένας τόπος δεν είναι τέλειος, όπως και κανένας έρωτας δεν μπορεί να είναι τέλειος, πράγμα ολοφάνερο στην περίπτωση της Φοίβης και του Σίλβιου ή της Φοίβης και του Γανυμήδη (μονόπλευρος έρωτας), του Τρελού και της Ώντρεϋ (έρωτας μόνο για τη σαρκική ικανοποίηση και ανάμεσα σε άτομα διαφορετικής κοινωνικής τάξης, που ενδεχομένως, όπως προβλέπει ο Ιάκωβος στη γαμήλια σκηνή, δεν πρόκειται να κρατήσει πάνω από δυο μήνες). Στην περίπτωση της Ροζαλίντας και του Ορλάντο που διεκδικούν τον τίτλο του ιδανικού ζευγαριού, -όπως αργότερα η Σήλια και ο Όλιβερ, αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ λεπτομέρειες γι’ αυτή τη σχέση-, η ατέλεια δηλώνεται υπαινικτικά.

Στο πρώτο ραντεβού του Ορλάντο με τον Γανυμήδη, (δηλαδή τη Ροζαλίντα που μεταμφιεσμένη σε Γανυμήδη θα υποδυθεί τη… Ροζαλίντα), η συμπεριφορά που προβάλλεται από αυτόν τον τελευταίο ως πιθανή συμπεριφορά της Ροζαλίντας, δεν συμφωνεί καθόλου με την εικόνα που έχει πλάσει για την αγαπημένη του ο Ορλάντο. Αλλά ούτε και ο Ορλάντο ανταποκρίνεται στην εικόνα του ερωτευμένου που περιγράφει ο Γανυμήδης. Στην ίδια αυτή συνάντηση, παρεισφρέει και η ιδέα μιας πιθανής απιστίας της Ροζαλίντας, ένα είδος απειλής για το μέλλον του ζευγαριού.

Ωστόσο, το πραγματικά προβληματικό στοιχείο είναι το ίδιο το παιχνίδι που παίζει η Ροζαλίντα στον Ορλάντο, η μεταμφίεσή της σε Γανυμήδη. Γιατί δεν αποκαλύπτεται αμέσως στον ερωτευμένο της; Ή, έστω, γιατί δεν το κάνει όταν τον βλέπει πληγωμένο μετά την πάλη του με τη λέαινα, αλλά περιμένει τη μέρα των γάμων του Όλιβερ και της Σήλιας για να φανερώσει την ταυτότητά της; Γιατί συνεχίζει να ψεύδεται και να παραπλανεί; Και γιατί αυτό το «καπρίτσιο» όπου η ετεροφυλοφιλία φοράει τη μάσκα της ομοφυλοφιλίας;

Σίγουρα μια αποκάλυψη της αλήθειας σε εκείνο το σημείο θα ανάγκαζε σε ένα πρόωρο τέλος του έργου. Πέρα όμως από αυτή τη δραματουργική ανάγκη για επιβράδυνση της λύσης, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως ακριβώς αυτή η ερωτική σχέση, για να υπάρξει, χρειάζεται ενδεχομένως την απάτη, το υποκατάστατο, ή ακόμη και την απουσία του αγαπημένου προσώπου, μια που από αυτή τρέφεται και δυναμώνει. Εάν δεν εξασφαλιστεί η απόσταση, το αδύνατο του φιλιού και της προσέγγισης, ελλοχεύει ο κίνδυνος της απογοήτευσης[1].

Η Ροζαλίντα δεν είναι μια ρομαντική ερωτευμένη κοπέλα, αλλά μια γυναίκα καπάτσα, εύστροφη, ετοιμόλογη και συχνά αιχμηρή, που ξέρει πώς να δέσει τον γάιδαρό της. Η αγνότητά της δεν πρέπει να συγχέεται με κανενός είδους αφέλεια. Αν είναι αθώα είναι ταυτόχρονα και διαβολική.

(Ούτε αθωότητα χωρίς πονηριά, ούτε ρόδο –Ροζαλίντα- χωρίς αγκάθι.)

6. Ο θρίαμβος της κανονικότητας. Σε έναν κόσμο τέλειο, τα φύλα και οι κοινωνικές τάξεις δεν θα έπρεπε ποτέ να ξεγελιούνται. Έτσι κι εδώ, σ’ αυτόν τον κόσμο που παρουσιάζεται ως τέλειος. Οι άρχοντες θα σμίξουν με τις αρχόντισσες, οι βοσκοί με τις βοσκοπούλες, οι άντρες με τις γυναίκες. Αν και ο Ορλάντο κάνει την ερωτική του εξομολόγηση στον Γανυμήδη-μάσκα της Ροζαλίντας. Αν και ο Όλιβερ ερωτεύεται τη μεταμφιεσμένη σε βοσκοπούλα Σήλια. Αν και η Φοίβη έχει μάτια μόνο για τον Γανυμήδη. Το παράταιρο κοινωνικά ζευγάρι του Τρελού (Αυλικός) και της Ώντρεϋ (χωριατοπούλα) είναι ένα ζευγάρι κωμικό, ευκαιριακό, που, -το είπαμε και πιο πάνω-, πρόκειται μάλλον να διαλυθεί σύντομα.

Η τελειότητα, για να υπάρξει, έχει ανάγκη από την απόλυτη τάξη, την αυστηρή τήρηση των κανόνων, τους αμετακίνητους νόμους, την πλήρη Δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και η αιφνίδια μεταστροφή των κακών σε καλούς και η αποκατάσταση της εξουσίας σε όσους δικαιωματικά ανήκει. Γι’ αυτό ίσως και οι συνεχείς απαριθμήσεις και κατηγοριοποιήσεις, ηθικές, κοινωνικές, ή υπαρξιακές, στις οποίες αρέσκονται τα διάφορα πρόσωπα του έργου (οι τέσσερις ταχύτητες του χρόνου σύμφωνα με τη Ροζαλίντα, τα επτά στάδια της ανθρώπινης ζωής σύμφωνα με τον Ιάκωβο, οι επτά διαβαθμίσεις της μελαγχολίας, ή εκείνες του καβγά, σύμφωνα με τον Τρελό).

Λίγο πριν τον επίλογο, όλα και όλοι επανέρχονται στην τάξη. Ο Υμέναιος και μαζί του η κανονικότητα θριαμβεύουν.

(«Οι ουρανοί αγαλλιάζουν/ όταν στη γη όλα ταιριάζουν/ και γίνονται ένα»).

7. Η σύμβαση που αμφιβάλλει. Βέβαια, πριν από αυτήν την ευτυχισμένη κατάληξη, έχει ήδη δειχθεί το ατελές του κόσμου, έχει ήδη υποδειχθεί η ουτοπία της Αρκαδίας, και η ελπίδα που μοιάζει να γεννιέται στο τέλος για ένα καλύτερο αύριο είναι στην πραγματικότητα μια μορφή αμφιβολίας, όπως και κάθε ελπίδα. Το θέμα του έργου δεν εγκλωβίζεται σε μια μόνο προοπτική. Αντίθετα παρουσιάζονται οι διαφορετικές στάσεις που μπορούν να υιοθετήσουν οι άνθρωποι απέναντι στην κοινωνία, στην εξουσία, στον έρωτα, στη ζωή, και ο θεατής  αφήνεται ελεύθερος να διαλέξει τη δική του, εκείνη που του αρέσει περισσότερο.

Ταυτόχρονα, το ποιμενικό ειδύλλιο, αν και δεν έχει διόλου καταλυθεί, έχει υποστεί αρκετές εκδορές από ένα βλέμμα ειρωνικό, ρεαλιστικό, χωρίς ψευδαισθήσεις. Ο συγγραφέας τηρεί τις συμβάσεις του είδους, επειδή έτσι αρέσει στο κοινό του, αλλά τηρεί παράλληλα και τη σύμβαση του ελισαβετιανού θεάτρου, επειδή δεν μπορεί –και πιθανόν και να μη θέλει- να κάνει αλλιώς, επειδή έτσι του αρέσει: άνδρες ηθοποιοί σε όλους τους ρόλους, και τους γυναικείους. Γράφει το έργο του έχοντας αυτή τη συνθήκη κατά νου. Και την μετατρέπει από τυπική σύμβαση, σε αγωγό νοήματος, σε παραγωγό αμφιβολίας. Μ’ αυτήν κυρίως υποσκάπτει την αρμονία και την κανονικότητα που μοιάζουν να βασιλεύουν προς το τέλος.

Ποιοι είναι άραγε αυτοί που παντρεύονται; Και πριν, σε ποιον εξομολογείται τον έρωτά του ο Ορλάντο; Ποια είναι αυτή η γυναίκα που υποδύεται το αγόρι που υποδύεται τη γυναίκα; Πού αρχίζει η αλήθεια και πού σταματάει το ψέμα[2]; Και ποιον λόγο ύπαρξης θα είχε ο επίλογος του έργου (ο ηθοποιός-Ροζαλίντα που ομολογεί στο κοινό την αληθινή του φύση, την ανδρική), αν ο συγγραφέας δεν ήθελε να λάβουμε υπόψη μας αυτήν ακριβώς τη σύμβαση και να την κάνουμε να συμμετέχει στο νόημα του έργου, στην «αμφι-βολία» του, στην πολυσημία του;

 

*

Το Όπως σας αρέσει δικαιώνει πλήρως τον τίτλο του, κι αυτό σε όλα τα επίπεδα. Όσον αφορά στο νόημα, μπορεί να εκληφθεί είτε ως ένα συντηρητικό έργο που επιβραβεύει τα συμβατικά κοινωνικά ήθη με την τελική ειδυλλιακή επιστροφή στην κανονικότητα και την νομιμότητα, είτε ως ένα έργο ανατρεπτικό που εκθέτει την αστάθεια των παραδοσιακών σεξουαλικών ρόλων και αξιών.

Όσον αφορά στο είδος, έχουμε να κάνουμε ταυτόχρονα με ένα ποιμενικό ειδύλλιο και με την υποδόρια σάτιρά του. Όσον αφορά στη διάθεση, περνάμε διαρκώς από την ευθυμία στη μελαγχολία, από τον φιλοσοφικό στοχασμό στο καλαμπούρι και το ευφυολόγημα. Από την άλλη, η συνύπαρξη του ρεαλισμού με την θεατρικότητα, του καθημερινού με το υψηλά ποιητικό, του γκροτέσκ ή του παιχνιδιάρικου με το σοβαρό, εγκαθιστούν την «αμφι-βολία», αυτό το «τρέμολο από χαριτωμένη αβεβαιότητα», όπως έλεγε ο Τερζάκης, στο ίδιο το ύφος της παράστασης που, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσδοκά σε καμιά κλασική ενότητα και συνέπεια, αλλά σχεδόν οφείλει να κινείται σε μία περιοχή «ανάμεσα», όπως ανάμεσα κινείται και το κεντρικό πρόσωπο του έργου, γυναίκα και άντρας αξεδιάλυτα.

 

*

Με το Όπως σας αρέσει του Σαίξπηρ, η ομάδα Angelus Novus κλείνει μια άτυπη τριλογία που τα δύο άλλα της μέρη είναι: Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη (2006) και οι Ηρακλείδες του Ευριπίδη (2008). Τι ενώνει τα τρία τόσο διαφορετικά αυτά κείμενα, τις τρεις αυτές διαφορετικές –θέλω να ελπίζω- παραστάσεις; Ένα κοινό θέμα, πριν απ’ όλα: εκείνο της καταδίωξης, μια που τα κεντρικά πρόσωπα και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, τελούν υπό διωγμό. Κατόπιν η χρήση της ίδιας σύμβασης: άνδρες ηθοποιοί σε όλους τους ρόλους, τόσο τους ανδρικούς όσο και τους γυναικείους. Τέλος, η διάθεση να εξερευνηθεί η δυνατότητα συνεύρεσης, μέσα στην ίδια παράσταση, μιας εμφανούς θεατρικότητας με τον ρεαλισμό.

Στο Όπως σας αρέσει έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια επιπλέον δυσκολία: την κωμωδία. Κι αυτήν την κωμωδία θα την θέλαμε απαλλαγμένη από τα κακά επιθεωρησιακά στερεότυπα, από την πρόκληση εύκολου γέλιου, π.χ., μέσα από τη γελοιοποίηση είτε της γυναίκας είτε της ομοφυλοφιλίας που υπαινίσσεται η παρενδυσία. Γλιστρώντας καμιά φορά από τα ξέφωτα του Δάσους του Άρντεν στις πιο σκοτεινές και πικρές του λόχμες.

Δαμιανός Κωνσταντινίδης



[1] : «Οσάκις οι δύο εραστές συναντώνται ελεύθερα, διατρέχουν τον κίνδυνο να «απερωτευτούν». Το πάθος τους παραείναι συνδεδεμένο με τη μεταφυσική υπέρβαση του ερωτικού συντρόφου, γι’ αυτό απαιτεί έναν λίγο-πολύ μόνιμο χωρισμό… Αν η Ροζαλίντα αφηνόταν ανοιχτά στο ερωτικό ξελόγιασμα, στα φανερά, η υπερβολική της ενδοτικότητα θα διέλυε γοργά το μεταφυσικό κεφάλαιο που είχε συσσωρευτεί κατά τη φάση του χωρισμού. Κάτω από την ανδρική αμφίεση η Ροζαλίντα μπορεί να επωφεληθεί από την παρουσία του εραστή της χωρίς να χάνει το όφελος της απουσίας της. Γίνεται προσιτή, αλλά χωρίς να στερείται το κέρδος της απρόσιτης γυναίκας. Επωφελείται από τον εραστή της. Τον έχει μπροστά της παρόντα χωρίς η ίδια να καταβάλλει το τίμημα της δικής της παρουσίας… Απάτη σε όλα τα επίπεδα!», Ρενέ Ζιράρ, Οι φλόγες της ζηλοτυπίας, ΕΞΑΝΤΑΣ-ΝΗΜΑΤΑ, Αθήνα, 1993, σσ. 150-151.

[2] Χάρη σ’ αυτή τη σύμβαση, οι σκηνές που εκλαμβάνουμε ως σκηνές υποκρισίας, μπορούν να αναγνωσθούν και ως σκηνές πλήρους ειλικρίνειας, και το αντίθετο.

το έργο | η ταυτότητα της παράστασης | κριτικές

Επιστροφή

 

 
 
  design & support by Design & Support by ITIS - Visit our website   Επικοινωνία | Αρχική